O Γιάννης Κ. Ιωάννου θυμάται: Οι YOUNG BIRDS (Νεοσσοί) στο DARLING
Γινόντουσαν κανονικές συναυλίες δηλαδή. Ανεβαίναμε στο υπερυψωμένο θεωρείο, πως να το πούμε, που ήταν μπροστά από την οθόνη κι εκεί στήναμε τα όργανά μας. Τα οποία φυσικά κουβαλάγαμε οι ίδιοι με ταξί ή όποιος είχε κανένα αυτοκίνητο, αλλά πού. Πιτσιρικάδες είμαστε!
Το αρμόνιο ELKA το πήγαινα αποσυναρμολογημένο κι εκεί το έφτιαχνα. Μαζί κι ενισχυτές, καλώδια κι όλα τα καλούδια, την προίκα του. Έχω ρίξει πολύ κουβάλημα στη ζωή μου! Στα μεγάλα επώνυμα συγκροτήματα βέβαια, κάποιος πάντα θα είχε αναλάβει το λεγόμενο "backline", δηλαδή να φροντίσει για τη μεταφορά των οργάνων και της μικροφωνικής εγκατάστασης που τότε έπρεπε να έχει το κάθε συγκρότημα τη δική του. .
Τα μουσικά πρωινά όμως δεν είχαν αξιόλογο μεροκάματο. αυτό το βγάζαμε εκείνη την εποχή στο club «Σινικό», στην πλατεία στο Πασαλιμάνι που παίζαμε τα βράδια. Γνωστό club αλλά κόσμο είχε το Σαββατοκύριακο κυρίως. Ώσπου τα μαζέψαμε και φύγαμε.
Ο μάνατζέρ μας, ο Κώστας Καρπούζης, μας έκλεισε μια δουλειά σε ένα μαγαζί στη Βούλα, πολύ "μουράτο", όπως μας έλεγε. Δε θυμάμαι αν ήταν καλοκαίρι ή χειμώνας, πάντως αυτό ήταν ένα μαγαζί όλο από ξύλο, μέσα σ' ένα μικρό δασάκι πάνω στο δρόμο, στην αριστερή πλευρά, δεξιά η θάλασσα.
Το μαγαζί, λοιπόν, λεγόταν “Darling” και με τη σημερινή μου εμπειρία, αν το άκουγα, θα καταλάβαινα περί τίνος πρόκειται, τότε όμως δεν…
Επρόκειτο λοιπόν για καθαρόαιμο καμπαρέ, με τα γνωστά του «κόλπα».
Είχε γυναίκες για την απαραίτητη «κονσομασιόν» αλλά και πρόγραμμα, με τη ζωντανή του μουσική, που ξεκίναγε στις 10 το βράδυ και τελειώναμε στις 6 το πρωί. Η μουσική που παίζαμε, καθημερινά, ήταν από ξένο ρεπερτόριο, κυρίως ιταλικά και γαλλικά, τύπου Al Bano, Christophe, αλλά και πολλά οργανικά κ.λ.π.
Το πρόγραμμα ωστόσο είχε κι άλλες απαιτήσεις. Ο ηλικιωμένος χορογράφος του μαγαζιού, ο Αγαπητός, ήρθε και μου είπε ότι θα έπαιζα πιάνο για μια χορογραφία που θα εκτελούσε ο ίδιος με την παρτενέρ του, την Μαρί Μπονέ, φυσικά μόνο εγώ από το υπόλοιπο συγκρότημα διότι οι άλλοι δεν διάβαζαν νότες. Η παρτιτούρα που μου έδωσε να παίζω ήταν «Οι θαλασσιές οι χάντρες» του Πλέσσα, που τότε ήταν πολύ στα ντουζένια του σαν τραγούδι, γραμμένο σε 5 σελίδες κολλημένες με σελοτέιπ, σα φυσαρμόνικα! Κι όλα καλά μέχρι εκεί, όμως μου είπε ότι αμέσως μετά η «αρτίστα» θα έκανε και στριπτίζ στο οποίο έπρεπε να τη συνοδεύω μόνος μου πάνω στην πίστα, με το αρμόνιο! Τι να κάνω, βρήκα κι έναν oriental σκοπό και του το είπα, συμφώνησε.
Το κόλπο στο στριπτίζ που γινόταν από την πανέμορφη Μαρί Μπονέ, ήταν οι «μοβ λάμπες ιωδίου». Λάμπες σαν του φθορίου, που έμπαιναν γύρω-γύρω στην πίστα και σε απόλυτο σκοτάδι, τόνιζαν το λευκό. Οπότε φαινόταν η σιλουέτα της σε κίνηση και οτιδήποτε λευκό, που για το στριπτίζ ήταν τα εσώρουχα, μέχρι την πλήρη αφαίρεσή τους. Να τονίσω δε ότι όλο αυτό το έκανε ένας 14χρονος νεαρός μουσικός, εγώ δηλαδή, αρκετά ανεπτυγμένος για την ηλικία του, εξάλλου γι' αυτό με δέχθηκαν κιόλας.
Μετά από αυτό το νούμερο της Μπονέ, έβγαινε στην πίστα του «Darling» παρακαλώ, το ΤΡΙΟ ΑΤΕΝΕ. Με κάποιον από αυτούς μάλλον είχε φλερτ η Μπονέ και παρακολουθούσε το πρόγραμμά τους, όμως αυτό το έκανε γυμνή, πίσω από την κουρτίνα του καμαρινιού που ήμασταν όλοι μαζεμένοι, αφού είχαμε λίγο διάλειμμα! Όλο αυτό το άντεξα καμιά εβδομάδα, δεν κρατήσαμε παραπάνω με τους Youngbirds εκεί. Όσο για τη Μαρί Μπονέ ή κατά το κοινωνικότερον Μαρία Μπόνου, υπήρξε αργότερα σύζυγος του Γιώργου Κούδα, του αστέρα του ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης, από το 1968 μέχρι το 1976, όταν και χώρισαν «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων».
Σχολιάστε