Συνεντεύξεις

Ρωτάμε, απαντάνε!

Φώντας Τρούσας: «Όταν γράφω ένα κείμενο, θέλω να είναι αφηγηματικά σωστό»

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

«CULT ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ»

Για να μπεις λοιπόν, φίλε μου, στο πετσί του βιβλίου της LIFO Books, θα πρέπει να το διαβάσεις τουλάχιστον… όλο. Δεν είναι αρνητικό στοιχείο, είναι αντίθετα θετικό, με την έννοια ότι σε παρασέρνει σε ατραπούς και στοιχεία που πρώτα δεν ήξερες.

Κι αφού ξαφνικά αρχίζεις να τα ανακαλύπτεις, λες το προφανές… Πάμε παρακάτω, συνεχίζουμε, τι άλλο θα μάθω, τι άλλο έγινε, που έγινε, πως κι από ποιον. Και κλείνοντας την ανάγνωση στον λιτό πρόλογο του συγγραφέα Φώντα Τρούσα, θα διαβάσεις μια εξαιρετική ατάκα του ποιητή-στιχουργού και συγγραφέα Λευτέρη Παπαδόπουλου,

«το βιβλίο είναι ένα καινούριο μεθύσι».

Να σε ενημερώσω λοιπόν ότι αυτό δεν αφορά τον διαστροφικό, μανιώδη, περίεργο Χ συγγραφέα, αλλά εσένα τον ίδιο που θα γνωρίσεις έναν νέο εθισμό, είτε για να περάσεις την ώρα σου, είτε γιατί αυτά είναι τα γούστα σου, αλλά και ξαφνικά έξω από αυτά.

Ορολογίες, στοιχεία, αιτιολογήσεις, μέχρι και ίντριγκες, θα πω εγώ, όλα hardcorίστικα γυμνά και αποκρυπτογραφημένα στο βιβλίο

«CULT ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ»

του Φώντα Τρούσα. Άργησα κι εγώ να καταλάβω κάποια πράγματα, αλλά μπήκα στο νόημα και ξεκινάω αμέσως να ρωτάω τον συγγραφέα σχετικά με το βιβλίο του, κατόπιν της ευγενικής του αποδοχής να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση.

Κύριε Τρούσα, τι είναι cult για τον σκοπό σας, το βιβλίο δηλαδή; Διότι ο συνολικός τίτλος, με την προσθήκη του «Όψεις», εκτιμώ ότι δεν αντανακλά στον απόλυτο ορισμό.

Να ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τον τίτλο του βιβλίου. Ο τίτλος ανήκει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, καθώς έτσι είχε γκρουπάρει κάποια κείμενά μου στο LiFO.gr (πριν από την έκδοση του βιβλίου).

Ο Στάθης, περαιτέρω, ήταν εκείνος που μου πρότεινε να μεταφερθούν σε βιβλίο ορισμένα από 'κείνα τα κείμενα. Λέω «ορισμένα», γιατί ήταν πάρα πολλά κι έπρεπε να γίνει κάποια επιλογή. Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα για να συζητήσουμε για τον τίτλο του βιβλίου πλέον... ο τίτλος υπήρχε ήδη. «Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου». Δεν μπορούσε να υπάρξει κάτι καλύτερο. Ο όρος “cult” (σε σχέση με τις ταινίες) μπορεί, στη βάση του, να έχει μια πολύ ειδική σημασία, καθώς έχει να κάνει, χοντρικά, με τις άγνωστες και σπάνιες ταινίες «είδους», που τις ξέρουν και τις λατρεύουν λίγοι, αλλά στην πράξη χρησιμοποιείται, πλέον, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Εδώ, στο βιβλίο εννοώ, έχουμε και τον κλασικό ορισμό του cult εν ισχύ («Έγκλημα στο Καβούρι», «Μαύρη Αφροδίτη», «Τα Παιδιά του Διαβόλου», «Καυτές Διακοπές» κ.λπ.), αλλά και έναν πιο ευρύ, που αφορά σε ταινίες πασίγνωστες (της Finos Films, ας πούμε, ή το «Έγκλημα στα Παρασκήνια»), οι οποίες αντιμετωπίζονται μ' έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο – καθώς αντλούνται από αυτές λεπτομέρειες, όψεις, που θα μπορούσε να θεωρηθούν cult. Διαβάζοντας, ο αναγνώστης τα κείμενα για την «Αναζήτησις...», το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» κ.λπ. νομίζω πως θα το αντιληφθεί.

Από την ταινία Αναζήτησις (1972) του Ερρίκου Ανδρέου

Θα επιμείνω για να δώσουμε στους αναγνώστες μας, του βιβλίου και της συνέντευξης, κάθε οπτική του όρου. Πολλοί γνωστοί και φίλοι έχουν θεωρήσει cult π.χ. τον Φωστήρα, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., τον παλιό μίμο Τάσο Γιαννόπουλο, τον Μικρό Ήρωα, τη Φτερού. Διαφωνείτε στην προέκταση αυτή του όρου;

Και ναι και όχι. Εξαρτάται κάθε φορά τι λόγος θα γίνει για τον Φωστήρα, το Πα.Σο.Κ, τον Τάσο Γιαννόπουλο κ.ο.κ. Πρέπει, για να το πω απλά, να εξηγήσεις γιατί ο Φωστήρας είναι cult και να πείσεις κιόλας. Η περσόνα του «Κίτσου» ας πούμε, που λάνσαρε ο αείμνηστος Γιαννόπουλος, έχει στοιχεία cult, τα οποία θα πρέπει να τα εντοπίσεις και να τα αναδείξεις.

Ποια είναι τα κριτήρια των επιλογών σας για το βιβλίο, πέραν του ότι είναι απόσταγμα των καταγραφών στο blog και στη LIFO;

Τα κείμενα του βιβλίου επιλέχθηκαν από τον Στάθη κι εμένα, μέσα από μια εκατοντάδα περίπου άρθρων. Είπα του Στάθη να επιλέξει πρώτος κάποια κείμενα, που θα ήθελε οπωσδήποτε να βρίσκονται στο βιβλίο (απ' αυτά που είχαν «ανεβεί» στο LiFO.gr) και κατόπιν συμπλήρωσα εγώ με τα υπόλοιπα (επιλέγοντας και από το LiFO.gr και από το Δισκορυχείον, το προσωπικό μου blog). Φυσικά, τα κείμενα είναι επαν-επεξεργασμένα, εμπλουτισμένα κ.λ.π. Επίσης σε διάφορα κεφάλαια υπάρχουν και νέες προσθήκες – όπως εκείνη για την ταινία «Πειραματόζωο» στο κεφάλαιο για τον Γιάννη Κοκκόλη. Είναι σίγουρο πως κάποια κείμενα θα τα επιλέγαμε κι οι δυο μας. Το κριτήριο ήταν απλό. Τι γουστάραμε περισσότερο να υπάρχει στο βιβλίο. Οι προσωπικές μας προτιμήσεις. Το γεγονός ότι προέκυψε μετά απ' αυτό μια «παράλληλη» ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από τη δεκαετία του '50 έως τα πρώτα χρόνια του '80, ήταν αναμενόμενο. Όποιες κι αν ήταν οι επιλογές μας το ίδιο θα συνέβαινε.

Από ταινία Ο Φόβος (1966) του Κώστα Μανουσάκη

Το βιβλίο έχει σημαντικές αναφορές σε πρόσωπα. Και είναι κορωνίδες στα διάφορα κεφάλαια. Τολμώ να πω μάλιστα πως τα πρόσωπα είναι κυρίαρχα στοιχεία του βιβλίου, είτε έχουν ολοκληρώσει κάποιο έργο ή έργα, αλλά ακόμα κι όταν έμεινε κάποια προσπάθεια ανολοκλήρωτη (Σαλαπασίδης, Μαρκόπουλος κ.λ.π.). Έτσι δημιουργείται ένας μύθος και το βιβλίο σχεδόν «αγιοποιεί» την χαμένη ευκαιρία ή την πολύπλευρη ευρηματικότητα του σκηνοθέτη, σεναριογράφου, κυρίως όμως το πρώτο. Θα μπορούσατε να μου το σχολιάσετε;

Δεν ξέρουμε τι ταινία θα έκανε ο Τέος Σαλαπασίδης. Λέμε για την «Μικρή Παρέλαση» του '56. Δεν είχε κάποια μετρήσιμη προϊστορία στον κινηματογράφο ο άνθρωπος, ούτε επιχείρησε πιο μετά κάτι άλλο, που να διασώθηκε – ώστε να έχουμε κάτι από την προβληματική του, την αισθητική του κ.λ.π.

Η ταινία, βεβαίως, μπορεί να γυρίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά πλέον θεωρείται χαμένη. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα ήταν μία καλή, μία μέτρια ή μία κακή ταινία. Σημασία, όμως, στο κείμενο δεν έχει το να αποφανθούμε για την ταινία αυτή καθαυτή, αλλά να αναπτυχθεί μία ιστορία γύρω από την «Μικρή Παρέλαση». Οι ιστορίες παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του βιβλίου. Σε κάθε κεφάλαιο.

Τώρα, για την περίπτωση του Γκρέγκορυ Μαρκόπουλος και της «Γαλήνης» τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Μαρκόπουλος είχε ήδη κάνει ταινίες (πριν από τη «Γαλήνη»), όπως θα έκανε και μετά απ' αυτήν. Και επιπλέον έχει σωθεί μια μορφή της – από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε πολλά. Η γνώμη μου είναι πως, αν είχαμε διαθέσιμο το director's cut της «Γαλήνης», θα μιλούσαμε για μια ταινία «άλλης» ποιότητας και αισθητικής κλάσης, για το ελληνικό σινεμά των φίφτις (και για το ελληνικό σινεμά γενικότερα). Για παράδειγμα, τα χρώματα της ταινίας είναι εντυπωσιακά, από τα ωραιότερα που μπορείς να δεις διαχρονικά στον ελληνικό κινηματογράφο.

Και αρχίζουν άλλου τύπου ερωτήματα και απορίες. Γιατί στο ίδιο βιβλίο μαζί, το θρυλικό (όλοι συμφωνούμε) «Έγκλημα στα παρασκήνια» με τα «Απόκρυφα μιας μοναχής». Δυο εντελώς διαφορετικά conceptual films, κάτι που δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα του βιβλίου. Κάποιοι θα σας πουν ιερόσυλο, αν και πρέπει, όπως λέω στον πρόλογό μου, να διαβάσει κανείς όλο το βιβλίο, για να αντιληφθεί το πώς το «περπατάει» ο συγγραφέας. Αυτές είναι οι «Όψεις» του τίτλου;

Και αυτές. Έχω καλή γνώμη για τα «Απόκρυφα μιας μοναχής», που ήταν μια δική μου επιλογή. Και το λέω αυτό πέρα από το γεγονός πως έχουμε να κάνουμε με μια ελληνική nunsploitation ταινία – κάτι που την καθιστά μοναδική. Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα σημεία στην ταινία, που αναδεικνύονται στο κείμενο, πέρα από την ξεχωριστή μουσική της. Οι αντάρτισσες καλόγριες είναι ένα. Και άλλα διάφορα...

Θα υπερθεματίσω στον τρόπο που μας δίνετε στοιχεία κάθε φορά. Κυρίως όπου συναντώνται μυθοπλασία και πραγματικά δεδομένα, νιώθω έναν αδήριτο αγώνα να έχετε αυτά τα στοιχεία, να τα δημοσιεύσετε, να τα κάνετε μέρος της συγγραφής σας, πολλές φορές και της συγκριτικής κριτικής σας. Είναι μέρος του συγγραφικού / αρθρογραφικού στιλ σας αυτό;

Πάντα. Οι ταινίες δεν είναι ξεκομμένες από την πραγματικότητα. Απεναντίας, κάθε φορά την περιγράφουν, ως προϊόντα της εποχής τους. Δεν γίνεται, φερ' ειπείν, να γράψεις για την «Αναζήτησις...» δίχως να αναφερθείς στη χούντα, στα προνόμια που έδινε το χουντικό «σύνταγμα» στους εφοπλιστές κ.τ.λ. Δεν γίνεται να γράφεις για το «Έγκλημα στα Παρασκήνια» και να μην ψάχνεις να δεις αν υπήρχε κλαμπ Roxy στην Αθήνα του '60 (όταν γνωρίζεις, μάλιστα, πως ο Μαρής ήταν κι ένας ξεχωριστός αθηναιογράφος). Δεν γίνεται να γράψεις για τον μεγάλο Αιγυπτιώτη συνθέτη Andre Ryder και να μην αναφερθείς στις Ολυμπιάδες Τραγουδιού στο Παναθηναϊκό Στάδιο, που συνέβαιναν επί δικτατορίας, και στις οποίες συμμετείχε εκπροσωπώντας την Αίγυπτο. Δεν γίνεται να γράψεις για το «Έγκλημα στο Καβούρι» και να μην αναφερθείς στην δολοφονία της Ann Dorothy Chapman, το '71, που είχε συνταράξει τότε, και για πολλά χρόνια μετά, την κοινή γνώμη κ.ο.κ.

Aπό την ταινία Έγκλημα στα Παρασκήνια (1960) του Ντίνου Κατσουρίδη

Κάπου στη μέση του βιβλίου ο ρόλος σας γίνεται πιο ξεκάθαρος, έτσι έχω αντιληφθεί. Σε συνέχεια της προηγούμενης τοποθέτησης / ερώτησης, δεν είστε ένας «ρακοσυλλέκτης» αλλά ένας κανονικός συλλέκτης στοιχείων και μετατοπίζεστε από πηγή σε πηγή, επιβεβαιώνοντας εν τέλει θριαμβευτικά ότι δεν έχετε βιώσει, αλλά πιστοποιήσει. Αυτό σας ωθεί για να φτάσετε στη συγγραφή ή η ίδια η συγγραφή σας ζητάει πιο πολλά; Τι σας εξιτάρει περισσότερο;

Κατ' αρχάς να πω ότι αποποιούμαι τον χαρακτηρισμό «συλλέκτης». Δεν συλλέγω τίποτα από την παιδική ηλικία μου και μετά, όταν μάζευα γραμματόσημα. Ό, τι χρησιμοποιώ είναι εργαλείο της δουλειάς μου. Όπως ένας γιατρός επενδύει σε ιατρικά όργανα, όπως ένας επιπλοποιός επενδύει σε πριονοκορδέλες, όπως ένας τσαγκάρης επενδύει σε δέρματα, κόλλες κ.λ.π, έτσι κι εγώ επενδύω σε ό, τι απαιτεί η δουλειά. Και τα βασικά πράγματα που απαιτεί η δουλειά είναι να παρατηρείς, ν' ακούς, να διαβάζεις, και να σκέφτεσαι πάνω σ' αυτά. Αν δεν έκανα τη δουλειά που κάνω δεν θα είχα τίποτα σχεδόν, από το υλικό που μπορεί να έχω τώρα.

Μου άρεσε πολύ το κεφάλαιο για το ρεμπέτικο και τις ταινίες του. Ωραίο αφιέρωμα θα γινόταν αν βρεθούν αυτές οι ταινίες και παιχτούν. Σαν αναβίωση, όπως σωστά αναφέρετε, λειτουργούν οι διασκευές τραγουδιών, που ευτυχώς ακόμα υπάρχουν στην πολύ πενιχρή πλέον δισκογραφική εποχή που ζούμε. Το σχόλιό σας;

Ναι. Είναι τέσσερις ταινίες που συνδέονται με την ρεμπετο-αναβίωση, στην αρχή της δεκαετίας του '60. Είναι ένας κόσμος που είχε ήδη χαθεί ή χανόταν (εκείνος του ρεμπέτικου) και αυτοί οι τέσσερις σκηνοθέτες, ο Αναστασάτος, ο Φέρρης, ο Κουτρουμπούσης και ο Δενέγρης, επιχειρούν να τον αποκρυσταλλώσουν φιλμικά. Θα ήταν ευχής έργον να εντοπιστούν και οι τέσσερις ταινίες και να προβληθούν σ' ένα αφιέρωμα όλες μαζί.

Μια άλλη μου διαπίστωση, παρακαλώ επιβεβαιώστε, νιώθω ότι αρέσκεστε στο να περιγράφετε όλα τα ενδόμυχα που κρυφά πλανώνται στις σκηνές των φιλμς που έχετε επιλέξει στο βιβλίο σας. Η σχέση σκηνοθέτη και στιγμών, η ένωση μυθοπλασίας και αληθινών ντοκουμέντων όπως ξαναείπα, η διάσταση μιας ματιάς μαεστρικά χτισμένης. Τελικά τι είναι ο συγγραφέας Φώντας Τρούσας, παρατηρητής ή ένας προσεκτικά φιλοθεάμων νους;

Το ζήτημα είναι, κάθε φορά, να μπορείς να πεις μια ιστορία. Εγώ δεν γράφω λογοτεχνία, αλλά μ' ενδιαφέρει το κείμενο να είναι αφηγηματικά σωστό. Να κρατάει τον αναγνώστη. Θέλω αυτός / αυτή που θα ξεκινήσει να διαβάσει ένα κείμενο να το πάει μέχρι τέρμα. Να μην πει... πω, τι βλακείες είναι αυτές... και να το παρατήσει. Θέλω το κείμενο να διαθέτει σασπένς, απρόσμενες «γωνίες», που πρέπει σαν γραφιάς να τις φωτίσεις, συνδέσεις, στις οποίες δεν πάει το μυαλό του αναγνώστη κ.λ.π. Σκέφτομαι διαφορετικούς αναγνώστες, όταν γράφω ένα κείμενο. Και τον συλλέκτη των πληροφοριών, και τον κινηματογραφόφιλο ή τον μουσικόφιλο κι εκείνον που θέλει την πολιτική διάσταση των πραγμάτων και τον ποπίστα και τον λαϊκό άνθρωπο και τον επιστήμονα κ.ο.κ. Πρέπει να «ξυπνάς» τα αντανακλαστικά διαφορετικών ανθρώπων. Είναι ένας τρόπος αυτός και για 'μένα ο μόνος. Κάθε φορά αυτό προσπαθώ να καταφέρω.

Και σε συνέχεια των παραπάνω, εκτιμώ ότι σε κάποιες περιγραφές σας μπαίνετε στον πειρασμό να περάσετε στην κριτική και στις προτάσεις για ένα βέλτιστο αποτέλεσμα. Με βάση ότι έχετε επιλέξει φιλμς με αιτία, για να βρίσκονται στο βιβλίο σας, αιτία μάλιστα άνω του μέσου όρου, γιατί να μπει κανείς στη διαδικασία να κρίνει, προτείνει κ.λ.π; Μήπως τελικά η επιλογή σας έχει κι αυτήν την πλευρά, ότι θέλετε να διεισδύσετε βαθύτερα σε αυτό που έχετε επιλέξει αλλά όχι πλέον σαν απλός θεατής ή καταγραφέας;

Ισχύει. Είναι κι αυτή μία παράμετρος. Μέσα στην ιστορία, που πλάθεται, θέση έχει και η προσωπική γνώμη. Εξάλλου το τι θα επιλέξω να προβάλλω είναι κι αυτό προσωπικό. Ισχύει για κάθε κείμενο. Μπορεί να θέλω να προβάλλω ένα πλάνο, ένα διάλογο, μια φωτογραφία, κάτι... Εκεί υπάρχει η προσωπική επιλογή. Και φυσικά μια κρίση, δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή προσωπική. Στο κεφάλαιο για τον «Ζεστό Μήνα Αύγουστο», ας πούμε, εγώ διαφωνώ με την ιδέα που είχε για τις ταινίες του ο Καψάσκης (ο σκηνοθέτης). Τις υποτιμούσε άδικα. Οι «Γαμπροί της Ευτυχίας» π.χ. είναι μια εκρηκτική, μια ντελιριακή κωμωδία. Από τις κορυφαίες του ελληνικού κινηματογράφου. Δεν πρέπει να το πούμε αυτό; Ή θα το κρύψουμε, επειδή είχε άλλη γνώμη για την ταινία του ο σκηνοθέτης;

Ο Ζεστός Μήνας Αύγουστος (1966) του Σωκράτη Καψάσκη

Ο ξένος κινηματογράφος θεωρεί δεδομένα κάποιες ταινίες ως cult, όσες κυρίως παρακολουθούνται μετά μανίας, σε πυκνές προβολές, με συμμετοχή του κοινού και συζητήσεις, είναι δηλαδή ταινίες με φανατικό κοινό. Να βάλουμε εδώ παραδείγματα τύπου Ταραντίνο, αδελφούς Κοέν, Κουστουρίτσα κ.ά. Κι από τα πλέον συζητημένα φυσικά το «Salo» του Παζολίνι, ο «Λαβύρινθος» με Μπόουι (και όλα με πρωταγωνιστή τον Μπόουι δηλαδή), οι Μόντι Πάιθονς. Θεωρείτε ότι έχουμε κάπου αντίστοιχα cult κινηματογράφο, με τα κριτήρια αυτής της «φανατίλας» του κοινού;

Σίγουρα. Υπάρχει κόσμος στην Ελλάδα που κυνηγάει τις ταινίες με παλαιστές (Σουγκλάκος, Μεγαρίτης κ.λ.π.), τις ταινίες με τον Γκουσγκούνη, με τον Τσάκωνα κ.ά. Σίγουρα υπάρχουν και κάποιοι που γουστάρουν τις soft ταινίες του Ευστρατιάδη κ.λ.π. Υπάρχουν επιμέρους «κοινά», που ενδιαφέρονται για πράγματα που, πολλές φορές, δεν τα βάζει ο νους μας.

Διαλέγετε μια περίοδο παρουσίασης από το 1956 μέχρις τις αρχές των 80s. Υπάρχει λόγος πίσω από αυτό, μήπως μια συνέχεια, ένα νούμερο δύο;

Και «δύο» και «τρία»... Είναι δεκάδες τα κινηματογραφικά κείμενα που έχω γράψει και γράφω συνέχεια. Δεν ξέρω βεβαίως αν θα μετατεθώ χρονικά. Μ' ενδιαφέρει πολύ το συγκεκριμένο διάστημα, γιατί εκεί εντοπίζεται το πολύ, το καλό και το άγνωστο υλικό. Δεν υποτιμώ το ελληνικό σινεμά μετά το 1980. Απλά θέλω να υπάρχει και μια χρονική απόσταση από τα πράγματα, ώστε να έχω καταλήξει σε μερικά απτά συμπεράσματα. Δεν μπορεί να μου συμβεί αυτό με μια ταινία 5ετίας, 10ετίας ή και 20ετίας ακόμη. Έχω αγαπημένες ελληνικές ταινίες, ακόμη και πολύ πρόσφατες, αλλά δεν ενδιαφέρομαι να γράψω, τώρα, γι' αυτές. Εξάλλου γι' αυτές γράφουν άλλοι συνάδελφοι, ενώ για τις «Ερωτικές Στιγμές» του Κοκκόλη, ας πούμε, από το 1972, που για 'μένα είναι μια πολύ άξια ταινία, δεν έχει γράψει ποτέ κανείς.

Από την ταινία Ερωτικές Στιγμές (1972) του Γιάννη Κοκκόλη

Στη συνέντευξή σας στη LIFO λέτε πως εμπορικά τα βιβλία της υποκουλτούρας δεν μπορούν να συγκριθούν ή να ανταγωνιστούν τα μυθιστορήματα. Αφήνω έξω τη λογοτεχνία, έχει άλλο ειδικό βάρος. Αυτόματα ωστόσο, εκτιμώ πως ένα βιβλίο υποκουλτούρας χρίζεται cult, με συνέπειες έως και καταλυτικές για το μέλλον του. Το βλέπετε σαν πιθανότητα, σαν μια άλλη οπτική;

Υπάρχει αυτό. Τα βιβλία εξαντλούνται γρήγορα. Μετά από ένα-δυο χρόνια δεν θα τα βρίσκεις. Και θα πληρώνεις διπλάσια και τριπλάσια λεφτά στα βιβλιοφιλικά σάιτ και τα παλαιοβιβλιοπωλεία, για να τα αποκτήσεις. Γι' αυτό λέω στους φίλους και τις φίλες να αγοράσουν τώρα τα βιβλία, σε τιμές τρέχουσες, πριν καταστούν... cult.

Θα τολμούσα να σας χαρακτηρίσω ως έναν συγγραφέα που βρίσκει την ευκαιρία να δώσει πολλά σε ένα. Δηλαδή, π.χ, ο Εμιρζάς και η σχέση του με την "Οδό Ονείρων" του Χατζιδάκι, στην ενότητα του Τσιώλη η πληροφορία για το παλιό ελαφρό τραγούδι «Στο Ζάππειο μια μέρα». Το κάνετε συχνά, εννοώ ανοίγετε ασκό πληροφοριών γύρω από ένα όνομα ή μια λεπτομέρεια. Συνειδητά φαντάζομαι ότι γίνεται, κάνω λάθος;

Φυσικά και γίνεται συνειδητά. Τίποτα δεν συμβαίνει κατά τύχη. Αρκεί να μη χάνεις το κέντρο του κειμένου, γιατί μπορεί εύκολα να ξεστρατίσεις και να μπερδέψεις και τον αναγνώστη. Να χάσει τον προσανατολισμό του. Έχω σπουδάσει μηχανικός κι έχω πάντα στο νου μου την έννοια της ποσότητας – δηλαδή το πόσο θα ρίξεις, κάθε φορά, από το ένα στοιχείο ή το άλλο στο συνολικό κράμα.

Κάπου στη μέση (+) του βιβλίου αντιλήφθηκα ότι οι cult όψεις αφορούν στα πάντα. Ταινίες και πρόσωπα (check), γεγονότα (check), συγκυρίες και συμπτώσεις (check), καθώς και πιθανές επιπτώσεις (double check). Δεν είναι δηλαδή η αμιγής πλευρά του όρου cult, όπως την ερμηνεύουν τα λεξικά, είχε να κάνει με πλευρές ασύμμετρες, με ιδιαίτερες συνθήκες, με αγωνίες, με αποχωρήσεις, με ιδιαιτερότητες. Και έχετε δίκιο τελικά! Ωστόσο έρχεται και η απορία, ακόμα μια φορά και μετά από σημαντικό ποσοστό ανάγνωσης, γιατί το ονομάζετε έτσι;

Το “Cult” δεν θα μπορούσε να λείπει, για πολλούς και διαφόρους λόγους. Δεν είναι μια τυπική ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, αυτή που αναπτύσσεται στο βιβλίο. Δεν υπάρχει πουθενά ο Αγγελόπουλος, ο Κούνδουρος, ο Δαμιανός, ο Βούλγαρης... για να μη μιλήσω για τους νεότερους σκηνοθέτες. Το ότι υπάρχουν ο Καραγιάννης, ο Ευστρατιάδης, ο Μαστοράκης, ο Κολλάτος κ.ά. κάτι σημαίνει αυτό. Και ο Αγγελόπουλος θα μπορούσε να υπάρχει στο βιβλίο, φυσικά, μέσα από μια άλλη οπτική όμως. Το θέμα είναι τι επιλέγεις να αναδείξεις κάθε φορά, και πόσο μπορείς να ξεφύγεις –αν μπορείς– από την πεπατημένη.

Από την ταινία Έγκλημα στο Καβούρι (1974) του Κώστα Καραγιάννη

Για τον Udo Kier θα μπορούσα να αφιερώσω –εκ των υστέρων στην καριέρα του- αρκετό χώρο και θα έλεγα ότι ίσως τον αδικείτε. Ο τύπος έγινε ο βασικός πρωταγωνιστής στην «Ιστορία της Ο», μόλις 4 χρόνια μετά την «Αδιέξοδο», έπαιξε στο άλλο καρά-cult, το «Suspiria» to 1977, έφτασε το 2013 στο απίθανο «Nymphomaniac». Παράλληλα, είστε ένας άνθρωπος με τεράστια μουσική άποψη και εξεπλάγην κάπως για το σχόλιό σας για τα «μέτρια» τραγούδια του Γιάννη Πουλόπουλου στην «Αδιέξοδο». Προσωπικά μου αρέσει πάρα πολύ το «Όσα δεν πήρε ο άνεμος», αλλά είναι προσωπική άποψη. Η ερώτησή μου είναι άλλη, πώς κρίνετε εκείνη την τακτική της εποχής να έρχονται ξένοι ηθοποιοί γι' αυτού του είδους τις ταινίες και να πρωταγωνιστούν; Γιατί ο –τότε- άσημος Kier και όχι κάποιος ζεν πρεμιέ Έλληνας της εποχής; Μήπως για την πιθανότητα να βρεθεί η ταινία και σε άλλες χώρες και να έχει και μια διεθνή καριέρα / εμπορική επιτυχία;

Δεν νομίζω πως ήταν αυτός ο βασικός λόγος, στην περίπτωση του Kier, καθότι ήταν τότε εντελώς άγνωστος – αν και οι ταινίες τού Ευστρατιάδη προβάλλονταν πάντα στην τότε Δυτική Γερμανία, μα και στην Ιταλία και αλλού. Δεν ξέρω πώς έκατσε αυτή η φάση. Θα πρέπει να ρωτήσουμε τον ίδιο τον σκηνοθέτη.

Σε πολλά σημεία των περιγραφών σας στις ταινίες που έχετε επιλέξει, αναφέρεστε στην αντιμετώπισή τους από επιτροπές σε Φεστιβάλ, από τον Τύπο, από το κοινό, από διάφορες πλευρές. Διαθέτετε σημαντικά αρχεία, σε ποσότητα και ποιότητα, που αφορούν την κριτική αντιμετώπιση. Ακόμα και το δικαστικό ρεπορτάζ για το «Πειραματόζωο» έχει δυναμική αξία σε αυτό το βιβλίο. Όλα τα παραπάνω στοιχεία βοήθησαν στην κατηγοριοποίηση των ταινιών επιλογής σας, πέραν των ημιτελών, χαμένων, fan clubs κ.λ.π, κ.λ.π.; Έχει δηλαδή cult αξία η συγκρουσιακή περίπτωση μιας ταινίας με κοινό, κριτικούς, ηθοποιούς, τους όποιους;

Οπωσδήποτε. Όλα αυτά συντελούν και προς το καλτ του πράγματος, μα και ως προς τη συνολική διατύπωση της ιστορίας, που κάθε φορά αναπτύσσεται. Και θα πρέπει να το πούμε κι εδώ αυτό... πως το επίσημο κράτος, μέσα στις δεκαετίες, κυνήγησε και τους σκηνοθέτες και τις ταινίες τους κατά τρόπο απαράδεκτο. Οι άνθρωποι δημιουργούσαν με διάφορα... σπαθιά να επικρέμονται πάνω από το κεφάλι τους. Και όχι μόνο της λογοκρισίας. Αλλά, λίγο-πολύ, έτσι είναι παντού. Η ελευθερία της έκφρασης ποτέ δεν ήταν κάτι εξασφαλισμένο. Πάντα πρέπει να μάχεσαι και να πολεμάς, για να πεις εκείνο που θέλεις να πεις, με τον τρόπο που θέλεις.

Η Ajita Wilson στην ταινία Μαύρη Αφροδίτη (1977) του Παύλου Φιλίππου

Είστε βαθύς γνώστης των μουσικών δρώμενων. Αυτό το υποστηρίζετε νιώθω κι εδώ, είναι δηλαδή πετραδάκι στο οικοδόμημά σας. Να αναφέρω τα κεφάλαια για το ρεμπέτικο ή το μπλουζ του Μανθούλη, τις μαεστρίες του Θεοδοσιάδη στις «Καυτές διακοπές», μαθαίνουμε ιστορικά πράγματα σε κάθε κεφάλαιο. Άλλο ένα στοιχείο που βοηθάει στη δομή σας;

Το «Cult Όψεις του Ελληνικού Κινηματογράφου» είναι παράλληλα κι ένα μουσικό βιβλίο. Η μουσική πρωταγωνιστεί σχεδόν σε όλα τα κείμενα. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κι αλλιώς, όταν στα σάουντρακ συναντάμε συνθέτες της κλάσης των Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Ξαρχάκου, Σπανού, Χατζηνάσιου, Ryder, Πιτσιλαδή, Νίκου Λαβράνου, Θεοδοσιάδη κ.ά.

Σε κάποια σημεία οι περιγραφές περνούν σε σχεδόν επαγγελματικές ορολογίες, προερχόμενες από αυτούσιες μαρτυρίες, όπως τις έχετε καταγράψει ή από τη δική σας σκοπιά, τη στιγμή που κάνετε την κριτική σας. Βοηθά αυτό στην οπτική και κατανόηση του μέσου αναγνώστη ή και σινεφίλ ώστε να αντιληφθεί ακόμα περισσότερα πράγματα, κυρίως για το πώς γυριζόταν μια ταινία, τις δυσκολίες, τα απρόοπτα, το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και τα μέσα / τρόπο μονταρίσματος;

Νομίζω πως ναι. Και αυτά χρειάζονται. Όλα χρειάζονται στις πρέπουσες δόσεις.

Από το υλικό σας μαθαίνουμε πολλά, όπως έχω επαναδιατυπώσει νωρίτερα. Π.χ. ίσως είναι άγνωστος σε πολλούς ο όρος "giallo" που είναι μια κατηγοριοποίηση ταινιών. Ίσως συμφωνήσετε ότι περίφημη giallo ταινία είναι π.χ. η «Ψυχώ», αν όχι όλος ο Χίτσκοκ! Αλλά και σε αυτές τις καταγραφές, βρίσκω ότι σκαλίζετε πολύ τη μουσική των ταινιών, πράγμα λογικό για τον Φώντα Τρούσα. Συνεπώς, κάνω λάθος, όταν σκέπτομαι ότι με τον τρόπο αυτόν αφ' ενός εισάγετε τον όρο (giallo) και αφ' ετέρου τονίζετε το θέμα της lounge – jazz μουσικής που την κατέχετε άριστα;

Τo giallo αναφέρεται στις ιταλικές ταινίες τρόμου (Μπάβα, Αρτζέντο κ.ά.). Στοιχεία giallo συναντάμε και σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '70. Στο «Έγκλημα στο Καβούρι», στις «Καυτές Διακοπές» και σε άλλες, βεβαίως, για τις οποίες δεν γίνεται λόγος στο βιβλίο (π.χ. στην «Έξη Διεστραμμένες Ζητούν Δολοφόνο»). Συνήθως τα gialli έχουν πολύ ιδιαίτερες μουσικές (και τζαζ και άλλες). Στην περίπτωση των «Καυτών Διακοπών» αυτό ισχύει 100%.

Περίμενα να πω την αλήθεια, πριν ανοίξω το βιβλίο να βρω και κάποιες κλασικές cult αναζητήσεις, πολύ γνωστές σε λέσχες κ.λ.π, έστω σαν αναφορά, κάτι που το κάνετε στο βιβλίο, χωρίς άλλα σχόλια για κάποιες ταινίες. Τα έργα του Νίκου Νικολαΐδη π.χ. (Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, Γλυκιά συμμορία), τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» του Παναγιωτόπουλου με Όλγα Καρλάτου και Πουλικάκο. Ακόμα περισσότερο την ταινία που κόπηκε στον αέρα της ΕΡΤ, «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι και ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει» του Νίκου Αλευρά. Ήμουν σίγουρος δε για αναφορά στο «Ο τραγουδιστής και το κορίτσι του μπαρ» με Φλωρινιώτη και Ζαφείρη Μελά, ή τον «Άγιο Πρεβέζης» του Κολλάτου αλλά και κάποιες άλλες. Προφανώς είναι δικές μου εκτιμήσεις / γούστα, οι επιλογές και η τελεία ανήκει μόνο στο συγγραφέα. Αν θέλετε μου σχολιάζετε.

Ο Νικολαΐδης είναι μία περίπτωση. Έχω γράψει κείμενο για ταινία του Νικολαΐδη («Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα...»), αλλά δεν είναι μέσα στο βιβλίο. Είναι και κάπως λοξό εκείνο τα κείμενο... Οι ταινίες του Κολλάτου πάντα μ' ενδιαφέρουν και στο βιβλίο υπάρχει ο «Θάνατος του Αλέξανδρου». Και η ταινία του Αλευρά και η ταινία με τον Φλωρινιώτη έχουν το ενδιαφέρον τους. Είναι πολλές οι ταινίες. Και κάποιες βιντεοταινίες, μετά το 1985 και έως το 1990, έχουν επίσης νόημα και αξία.

Θα ρωτήσω, συνδεόμενος με την παραπάνω ερώτηση, αν απορρίψατε από τη λίστα του βιβλίου ταινίες, αντί να τις επιλέξετε. Και χωρίς να τις ονομάσετε αν δεν το θέλετε, δώστε μας την αίσθηση του κριτηρίου απόρριψης στην περίπτωση αυτή.

Δεν απορρίπτω τίποτα απ' όσα έχω γράψει. Κάθε κείμενο έχει το δικό του ενδιαφέρον. Δεν έχουν ενδιαφέρον τα κείμενα, που έχω γράψει, για τις ελληνικές ταινίες του Werner Herzog, του Claude Chabrol ή της Agnes Varda; Που είναι ελληνικές ταινίες από μια άλλη πλευρά; Δεν έχουν ενδιαφέρον τα κείμενα για το «Vortex» του Κούνδουρου, για το «Δολοφονήστε τον Μακάριο» ή για τις ταινίες του σκηνοθέτη Λάμπρου Λιαρόπουλου; Πρακτικοί λόγοι μόνο μας ώθησαν, εμένα και το Στάθη, να επιλέξουμε 26 κείμενα. Αλλιώς, αν τα χρησιμοποιούσαμε όλα, θα έπρεπε το βιβλίο να είχε πάνω από 1000 σελίδες.

Θα σας ευχαριστήσω πολύ για τη συζήτηση που είχαμε, θα σας πω ότι η κυκλοφορία αυτή θα γίνει cult και θα έχει fan club. Σίγουρα θα σας ζητήσουν οι αναγνώστες σας το επόμενο τέτοιο βιβλίο, καθώς και ό, τι άλλο μπορείτε να μας προσφέρετε από τα αστείρευτα αρχεία σας και στη μουσική.

Σας ευχαριστώ κι εγώ. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η κουβέντα μας. Οι ερωτήσεις βοήθησαν πολύ, ώστε να διευκρινιστούν διάφορα ζητήματα, σε σχέση με το βιβλίο. Πάντα είχα σχέδια, για να βγουν ορισμένα βιβλία, απλώς το timing, μα και άλλα ζητήματα δεν βοηθούσαν. Όταν υπάρχει καλή διάθεση κι αμοιβαία εμπιστοσύνη, απ' όλα τα συνεργαζόμενα μέρη, τότε τα πράγματα προχωρούν.

Η συζήτησή μας με τον κο Φώντα Τρούσα θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ ακόμα. Βλέπετε οι ερωτήσεις έρχονται μέσα από τις απαντήσεις, οι απορίες γεννώνται μέσα από τα δρώμενα. Στην ουσία και στην οικονομία του λόγου, έχουμε στα χέρια μας μια νέα «βίβλο», πανίσχυρου αποτυπώματος.

«Cult όψεις του Ελληνικού κινηματογράφου» του Φώντα Τρούσα,

επιτομή της πληροφορίας για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα για ταινίες που σ' εκείνα τα χρόνια έδειχναν απαγορευμένες, ιδιαίτερες, έως και πολυσυζητημένες ή ξεχασμένες. Για εκείνους που θέλουν να συγκρίνουν εποχές, απόψεις κινηματογραφικές. Για εκείνους που θέλουν να θυμηθούν θρύλους ή να τους γνωρίσουν στην πρώιμη εποχή τους. Και ταυτόχρονα, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μάς λέει, να γνωρίζουν και την κινηματογραφική πλευρά πολλών γνωστών ονομάτων της μουσικής, οι οποίοι συμμετείχαν με τις συνθέσεις τους και τα τραγούδια τους. Ένα βιβλίο πολύπλευρης, χρηστικής, όσο και συλλεκτικής πληροφορίας, το καλύτερο του είδους του (και πρώτο σε πωλήσεις σήμερα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, όσο και από την LIFO που έχει κάνει την έκδοση) μέχρι πιθανότατα να έρθει το Νο 2.

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Κωνσταντίνα Πάλλα: «Κάθε τραγούδι που ερμηνεύω, το ζω»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Την Κυριακή 12 Μαϊου η τραγουδοποιός Κωνσταντίνα Πάλλα θα εμφανιστεί στη...

    Συνέχεια

    Γιώργος Λιάρος: «Η ταυτότητα και η δύναμη μιας κοινωνίας κρύβονται στον παραδοσιακό χορό»

    Γράφει η Λένα Λουλούδη «…Εάν δούμε την παράδοση μόνο σαν μουσειακό είδος, μένει να μπούμε σε...

    Συνέχεια

    Αργυρώ Καπαρού: «Το βαθύ μου όνειρο είναι να καταφέρω να αφήσω ένα αποτύπωμα για τους επόμενους»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Στη σκηνή του Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός" ετοιμάζεται να ανέβει...

    Συνέχεια

    Βασίλης Φλώρος:«Η συνύπαρξη του λόγιου και του λαϊκού είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου»

    Γράφει η Ιλένια Χρίστου «...Το βίωμα δύο εκ των πιο ισχυρών ανθρωπίνων συναισθημάτων, εκείνων του...

    Συνέχεια

    Kατερίνα Ντίνου:«Στη μουσική μου διαδρομή έχω κάνει αυτό που ταιριάζει στον χαρακτήρα και την ηθική μου»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Όταν πριν από λίγο καιρό άκουσα στο ραδιόφωνο το κουπλέ: "Κι αν δε σ´...

    Συνέχεια

    O Δημήτρης Μαραμής μιλά για τους «Στοιχειωμένους»- video

    Συνέχεια

    Αλεξάνδρα Gravas: «Η Τέχνη ενώνει τον κόσμο. Αρκεί να θέλεις να μοιραστείς και να προσφέρεις!»

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου Πάει καιρός από την τελευταία μας συνάντηση με την Αλεξάνδρα...

    Συνέχεια

    Άρτεμις Αλκαλάη:« Η επαφή μου με τους επιζώντες από τα στρατόπεδα άλλαξε ριζικά τις ιεραρχίες μου »

    Γράφει η Μίνα Μαύρου «Ο θεατής θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα δικά του ερωτήματα κι αυτό αποτελεί μια...

    Συνέχεια

    Ανδρονίκου: «Πιστεύω στην ελευθερία επιλογών του νέου καλλιτέχνη».

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου Πολλές φορές έχει τονιστεί (όχι μόνο από εμένα) η συστηματική μη προβολή...

    Συνέχεια

    Κορκολής: «Η μουσική είναι μία και δεν έχει ταμπέλες»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου « Ο σκοπός αυτής της συναυλίας...

    Συνέχεια