Συνεντεύξεις

Ρωτάμε, απαντάνε!

Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ

“Η ζούγκλα γύρω του είναι σιωπηλή»…

Έτσι ξεκινάει η πρώτη παράγραφος της εισαγωγικής σελίδας του βιβλίου του Φώντα Τρούσα, «Ραντεβού στο Κύτταρο», από τις εκδόσεις Όγδοο.

Κάτι από το κόμικ «Ζορρό της ζούγκλας» του Στέλιου Ανεμοδουρά, κάτι από τον θρυλικό δίσκο «Ζωντανοί στο Κύτταρο», σχεδιασμένο από τον Βύρωνα Απτόσογλου καμιά 50αριά χρόνια πίσω, έτσι έγινε ένα σημερινό εξώφυλλο του βιβλίου που κρατάμε στα χέρια μας, δημιουργημένο από τον ίδιο σχεδιαστή.

Νομίζω από την άλλη πως αυτή η πρώτη έκφραση είναι το απόλυτο deja vu για το σήμερα, από ένα βιβλίο που περιγράφει με απίστευτες λεπτομέρειες την ελληνική ποπ-ροκ μουσική, μέσα από τη δισκογραφία της, την περίοδο 1965-1982.

Μια «προμνησία», λοιπόν, αφού σήμερα η ελληνική δισκογραφία (ζούγκλα) ούτε καν ακούγεται (είναι σιωπηλή). Αλλά αυτά θα τα πούμε εν καιρώ…

Ο συγγραφέας Φώντας Τρούσας είχε την καλοσύνη να κάνουμε μια συζήτηση για το βιβλίο αυτό, ίσως με τον τρόπο αυτό να σας λύσουμε μικρές και μεγάλες απορίες που θα έχετε, διαβάζοντάς το.

Ελπίζοντας ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε υλικό προς τροφή και γνώση και στο μέλλον, διότι όπως κλείνει ο συγγραφέας στα συμπεράσματα του βιβλίου του,

«Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»

-------------------------------------------------------------

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο-καταγραφή και καλά οργανωμένο. Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσω την αρχαία έκφραση «Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα», με την αυθαίρετη και λογικότατη αλλαγή του «ατάκτως» σε «εν τάξει». Για τα ουσιαστικά εκτιμώ δε θα διαφωνήσουμε, υπάρχουν και πολύτιμοι λίθοι, υπάρχουν και αδιάφοροι λίθοι. Θα θέλατε να μας δώσετε τη δική σας περιγραφή για το βιβλίο σας, ως δομή, ιδέα, επίγευση, μετά την κυκλοφορία;

Είμαι απολύτως ικανοποιημένος, κατ' αρχάς, από τη μορφή του βιβλίου, που έδωσε το Όγδοο, στο τυπωμένο πια χαρτί. Εν τω μεταξύ δεν θα έκανα κάτι διαφορετικό από εκείνο που ξεκίνησα να κάνω, πριν από 30+ χρόνια. Να καταγράψω την ελληνική ποπ-ροκ δισκογραφία στα LP, χρονιά-χρονιά, αφήνοντας τα 45άρια να πέφτουν όπου να 'ναι. Γιατί πέφτουν όπου να 'ναι μέσα στο κείμενο –με κάποιες αφορμές βεβαίως, τις οποίες δίνουν τα LP–, πέρα από το Παράρτημα Ι, εκεί όπου υπάρχουν μαζεμένα, όσα δεν έχουν αναφερθεί στις προηγούμενες σελίδες. Έτσι λοιπόν, αν τα LP ακολουθούν αυτή την τυπική γραμμικότητα, από χρονιά σε χρονιά, τα δισκάκια υποσκάπτουν τη συγκεκριμένη λογική. Αυτός ο συνδυασμός της τάξης με την αταξία με ικανοποιεί απολύτως. Ελπίζω και τον αναγνώστη και την αναγνώστρια.

Το βιβλίο και οι πληροφορίες που περιέχει, βγαίνει στην κυκλοφορία το 1996 και έρχεται ως απαίτηση κοινού και εκδοτικών οίκων (όπως λέτε στην εισαγωγή) να εκδοθεί εκ νέου το 2024. Και εκδίδεται ακριβώς το ίδιο, εξηγείτε τους λόγους στο εισαγωγικό σας σημείωμα (θα μιλήσουμε για τα συμπληρώματα). Στην εποχή του internet, πλέον, τι εκτιμάτε (ή προσδοκάτε) ότι θα πετύχει μια τέτοια επανέκδοση πεπραγμένων μιας πολύ συγκεκριμένης περιόδου και αντικειμένου (ελληνικό ποπ-ροκ);

Όταν έγραφα το «Ραντεβού» δεν υπήρχε ίντερνετ. Και τώρα που το ξαναέγραψα (αφού οι νέες προσθήκες είναι όσο τα 3/4 του παλαιού βιβλίου) το έκανα, επίσης σαν να μην υπάρχει ίντερνετ. Το ίντερνετ δεν αντιμάχεται τη μορφή του βιβλίου. Και εννοείται το περιεχόμενό του.

Φυσικά, κάποιες πληροφορίες για δίσκους, που αναφέρονται στο βιβλίο, μπορείς να τις βρεις στο ίντερνετ, αλλά εδώ υπάρχει η σύνοψη, η ενοποίηση, η αποτύπωση μιας συνέχειας και άρα μιας ιστορίας και βεβαίως υπάρχει και η προσωπική μου άποψη για κάθε δίσκο ξεχωριστά. Όλα αυτά κάνουν το βιβλίο να είναι «κάτι άλλο».

Λέτε στην εισαγωγή του σημερινού (2024) βιβλίου πως η αφήγηση σταματά το 1982 για το ελληνικό ποπ-ροκ και δε συνεχίζεται, διότι το ροκ πια ανακατεύτηκε με το ηλεκτρικό τραγούδι. Νιώθω, ωστόσο, πως η αρχική σας διάθεση, στο πρώτο βιβλίο δηλαδή, ήταν να συνεχιστεί η καταγραφή, διότι είχε καταχωριστεί στον τίτλο η φράση «Μέρος Α». Θα μπορούσατε, παρακαλώ, να το σχολιάσετε;

Θα σας πω. Το μέρος Β ήταν-και-δεν-ήταν στις προτεραιότητές μου, επειδή ήξερα τις δυσκολίες του. Ήταν κάπως σαν μια υπόσχεση στο κενό, που είχε να κάνει και με τον τότε εκδότη μου, τον αείμνηστο Πέτρο Σταθάτο από το Δελφίνι. Ήθελε να υπάρχει μια συνέχεια ή η υπόσχεση μιας συνέχειας καλύτερα, επειδή έτσι πίστευε ότι το βιβλίο θα τραβούσε περισσότερους αναγνώστες. Δεν θα μπορούσα να το αρνηθώ. Στην πράξη το βιβλίο είναι ολοκληρωμένο έως το 1982. Θα μπορούσε να κοπεί και πιο πριν, στο 1974, ίσως. Αυτό ναι. Είναι πιο συμβατό και με τις απόψεις που έχω τώρα, για την πορεία του ελληνικού ροκ, μέσα στα χρόνια – παρότι σ' αυτή την περίπτωση θα έμεναν εκτός ιστορικοί δίσκοι, όπως το «Φλου», ας πούμε. Αν σταματούσα στο 1974, το βιβλίο θα είχε άλλη μορφή. Θα ήταν αλλιώς φτιαγμένο.

Στο οπισθόφυλλο της πρώτης έκδοσης είστε ξεκάθαρος, ο όρος «ελληνικό ροκ» και «ελληνική ποπ» είναι αμφιλεγόμενοι και η ερμηνεία ανήκει στον καθένα. Αυτό που στοχεύετε τότε είναι να αποτυπωθεί το πνεύμα και το κλίμα της Τέχνης της εποχής, μέσα από πρόσωπα και επιρροές που σίγουρα αφήνει πίσω της η εκάστοτε μουσική. Το σημερινό οπισθόφυλλο δεν είναι το ίδιο, εκ των πραγμάτων και των… γενεών. Αλλά και πάλι σημασία έχει η καταγραφή, συν κάποιες νέες –πολύ ιδιαίτερες και σημαντικές για την καταγραφή αυτή καθ' αυτή– καταχωρήσεις. Τελικά, υπάρχει διαφορά στη λογική της επανέκδοσης, πέραν της συλλεκτικής αξίας;

Η λογική της επανέκδοσης παραμένει η ίδια. Η καταγραφή της δισκογραφίας είναι, και τώρα, το κυρίαρχο ζητούμενο. Οι προσθήκες έχουν να κάνουν με τη συσσωρευμένη γνώση και με κάποιες απόψεις, που διαμορφώθηκαν στο ενδιάμεσο – αναφέρομαι στο σχεδόν τριακονταετές διάστημα μεταξύ των δύο εκδόσεων.

Στα αμιγώς του βιβλίου, θα πάω κατευθείαν στα πιο φρέσκα εγχειρήματα, π.χ. στο πέμπτο και στο έκτο κεφάλαιο καταγραφής των ξένων στην Ελλάδα και αντίστοιχα των Ελλήνων στο εξωτερικό. Επειδή πάντα μιλάμε για την ίδια περίοδο (1965-82), αποτυπώνετε όντως κάτι ιδιαίτερο, για πολλούς η «άχρηστη» πληροφορία της ημέρας, για πολλούς η ιδιαίτερη συλλεκτική γνώση όλων των δεδομένων μιας εποχής. Και για τα δύο όμως, αναφερόμενοι στο ελληνικό ροκ και την ελληνική ποπ της εποχής, τι θεωρείτε ότι έδωσαν στο επίθετο «ελληνικό» ή ελληνική»; Τι πρόσφεραν, για να καταγραφούν σε ένα τόσο σημαντικό –για τον τόπο– βιβλίο;

Αυτά έχουν να κάνουν με κάποιες νεότερες απόψεις μου για τα θέματα του ελληνικού ροκ. Κατ' αρχάς θεωρώ τους ξένους, ειδικά στα σίξτις, ως βασικούς άξονες της σκηνής.

Από τον Tony Pinelli, με την τεράστια επιτυχία σε κλαμπ και δισκογραφία, έως τον Rocky Roberts, που ερχόταν και ξαναρχόταν στην Ελλάδα, οι δίσκοι του οποίου πουλούσαν πολύ και ο οποίος θα μάθαινε την soul music στους Έλληνες (μαζί με την Ορχήστρα του Γεράσιμου Λαβράνου). Οι καλλιτέχνες αυτοί πολλές φορές τραγουδούσαν ελληνικά (τα λέω στο βιβλίο αυτά), συναναστρέφονταν στα πάλκα με Έλληνες μουσικούς, ηχογραφούσαν πρωτότυπο υλικό στη χώρα μας κ.λ.π. Υπάρχουν χίλιοι-δυο λόγοι για να τους θεωρήσεις «Έλληνες» και να τους συμπεριλάβεις εδώ.

Τώρα όσον αφορά τους Έλληνες του εξωτερικού, αυτοί μπορεί να μην είχαν σχέση με την εγχώρια σκηνή, όμως με κάποιο τρόπο είχαν σχέση με την Ελλάδα, και αυτό μου αρκεί. Ο Demetrio Stratos τραγουδούσε ελληνικά, ο Αποστόλης Άνθιμος είχε έρθει στην Ελλάδα, μετά το '81 και έπαιξε σε ελληνικούς δίσκους. Οι αδελφές Ελευθεριάδου έχουν άλμπουμ που τιτλοφορείται «Διακοπές στην Ελλάδα», φωτογραφίζονται στην Ακρόπολη κ.λ.π. Θεώρησα πως αποδίδω μια κάποια τιμή σε όλα αυτά τα πρόσωπα, που έχουν ελληνικές ρίζες –κάποιοι μουσικοί π.χ. έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, όπως ο Tom Mahairas ή ο Iasos– και που μετέφεραν κάτι από τη δική μας κουλτούρα στις διάφορες χώρες που βρέθηκαν, για να ζήσουν και να δημιουργήσουν.

Αναφερόμενος στο ίδιο θέμα με το 5ο και 6ο κεφάλαιο, η ανάγκη αυτής της καταγραφής έρχεται στην επανέκδοση του βιβλίου, λόγω νέων πληροφοριών, διαφορετικής αντίληψης των δεδομένων, για να προσφέρουμε και κάτι ακόμα ή τελικά ήταν τώρα η ώρα τους;

Όλα αυτά μαζί, που «πυροδοτήθηκαν» από την ανάγκη να παρουσιάσω και κάτι άλλο σ' αυτή τη νέα έκδοση.

Θα σας συγχαρώ για το Παράρτημα Ι, τα 45άρια δισκάκια των μικρών εταιρειών αλλά και των μεγαλύτερων, δεδομένου ότι οι πληροφορίες αυτές, έστω και σαν καταγραφή, απαιτούν πολύ (και απαιτητικό) χρόνο έρευνας και συλλογής. Όπως τα πάντα σε αυτό το βιβλίο. Βρήκα πράγματα που ένιωθα ότι τα ήξερα μόνο εγώ από προσωπικές φιλίες, αντίστοιχα κάποιοι άλλοι με αυτόν τον τρόπο καθώς και συμπληρωματικές πληροφορίες σε αρκετά θέματα. Όπως κυρίως, πολλά από αυτά που ούτε καν τα έχουμε ακουμπήσει οι «κοινοί θνητοί» (να ένα σημερινό συγκρότημα, βεβαίως άλλου στιλ). Είδα και τις πηγές σας, προφανώς έχετε πάει παντού θα λέγαμε! Κάποιο σχόλιο για τις πάμπολλες πηγές σας;

Πηγές είχα και πριν από 30+ χρόνια, όταν έγραφα την πρώτη εκδοχή του βιβλίου. Απείρως περισσότερες είναι οι πηγές που έχω τώρα. Χωρίς πηγές, δεν υπάρχει περίπτωση να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο.

Πηγές έντυπες, βασικά. Βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και οπωσδήποτε οι δίσκοι (τα εξώφυλλα, τα ένθετα, τα labels). Κάποιες πηγές υπάρχουν και στο διαδίκτυο, φυσικά, αλλά τα βιβλία και τα περιοδικά είναι πράγματα χειροπιαστά, όπως και οι δίσκοι, βεβαίως.

Εννοώ πως τις απείρως περισσότερες πηγές τις έχω και τις έχω μελετήσει και τις μελετάω από χρόνια. Δεν τις δανείστηκα από 'δω κι από 'κει. Είναι όλα πληρωμένα από 'μένα. Το λέω, γιατί κάποιοι γράφουν βιβλία για τέτοια θέματα, δίχως να έχουν δίσκους, ούτε άλλες πηγές δικές τους, αφού πάνε και ψάχνουν στις βιβλιοθήκες, την Εθνική, της Βουλής κ.λ.π, ενώ και σε σχέση με τη δισκογραφία ξεμπερδεύουν, μέσω YouTube. Το ψάξιμο δεν έχει όρια, ok, αλλά φαίνεται αυτός που ψάχνει από χρόνια και γράφει χρόνια, όπως φαίνεται και αυτός που γράφει μια-δυο φορές (και δεν ξαναγράφει). Φαίνεται αυτός που το 90% των πηγών του είναι δικές του, που τις έχει βιώσει και μελετήσει, μέσα στις δεκαετίες, και φαίνεται και αυτός που το 90% των πηγών του είναι ξένες και ασχολείται περιστασιακά μ' αυτά τα θέματα.

Θα ζητήσω μια απάντηση για το Παράρτημα ΙΙ, στον τρόπο και το λόγο που συγκαταλέγεται στα LP ποπ-ροκ της εποχής 1965-82, για κάποια ίσως μη αναμενόμενα. Δε θα σας αναφέρω τον Κώστα Χατζή, θα συμφωνήσω απόλυτα. Μπερδεύτηκα κατ' αρχάς με τα «Μερακλομπερδέματα» του εκλιπόντος πολύ πρόσφατα Κώστα Σούκα (6/11/2024). Αν η λογική είναι ότι ο Σούκας χρησιμοποιεί ηλεκτρική κιθάρα στο άλμπουμ αυτό και πραγματικά πρόκειται για έναν ιδιαίτερο σολίστα ή κάτι άλλο που μου διαφεύγει.

Αυτό το άλμπουμ το έβαλα ανάμεσα έτσι για το «γ@μώ το». Για να δείξω ότι ροκ μπορεί να ηχογραφήσει και κάποιος, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, χωρίς να είναι αυτός ο στόχος του – να κάνει ένα ροκ άλμπουμ δηλαδή ή περίπου ροκ ή σχεδόν ροκ. Υπάρχουν τέτοιοι δίσκοι και στην παγκόσμια δισκογραφία. Τέτοιες επιλογές είναι το αλατοπίπερο στο βιβλίο. Ακόμη και ο Χατζής με το "Ουαί" είναι «αλατοπίπερο». Ο Χατζής δεν υπήρξε φαινομενικά ποτέ ροκ καλλιτέχνης. Όμως για κάποιους συγκεκριμένους λόγους, που τους αναφέρω στο βιβλίο, έχει και αυτός θέση εδώ.

Το δεύτερο είναι η τοποθέτηση του άλμπουμ «Νέγρικα» του Μάνου Λοΐζου το 1975. Έχοντας διαβάσει το άρθρο σας στη LIFO για την ιστορία του άλμπουμ, αντιλαμβάνομαι ότι το είδος του τραγουδιού της εποχής που ξεφεύγει του λαϊκού, είναι ποπ (για την εποχή). Καθώς και όλη την τοποθέτηση μέσα στο βιβλίο για το «Ξαρχάκος+Κόκοτας» ή τα «Νέγρικα». Άλλωστε και η Σωτηρία Μπέλλου θεώρησε ότι ο Σαββόπουλος την «έβαλε» να τραγουδήσει ποπ στο περίφημο «Ζεϊμπέκικο» και δικαίως αναφέρεται το «Βρώμικο ψωμί» στις καταγραφές. Αλλά με αυτό σαν κριτήριο, το «Εμπάργκο» των Μικρούτσικου και Αλκαίου –ειδικά η «Σκάντζα» με τον Μπονάτσο– ή η «Έρημη Πόλη» του Γιώργου Σταυριανού (και τα δύο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1982 και είναι παραδείγματα για την συζήτηση) δε θα έπρεπε να συμμετέχουν στη λίστα; Και το ρωτώ, για να αποκρυπτογραφήσουμε πλήρως τα κριτήρια της καταγραφής στο βιβλίο σας.

Ενδιαφέρουσα ερώτηση, όπως και όλες εξάλλου. Υπάρχει ένας συσχετισμός του «έντεχνου» με το ελληνικό ροκ. Το «Διόνυσε Καλοκαίρι μας» του Ξαρχάκου, που δεν υπάρχει στο βιβλίο, είναι πιο ροκ από το «Ξαρχάκος + Κόκοτας», που υπάρχει στο βιβλίο. Ακόμη και ο «Άγιος Φεβρουάριος» του Μούτση θα μπορούσε να υπάρχει στο βιβλίο, δίσκοι του Χριστόδουλου Χάλαρη, επίσης. Και άλλοι διάφοροι. Του Μικρούτσικου, όπως λέτε κι εσείς. Επέλεξα μόνο τρεις δίσκους «εντέχνων» συνθετών, για να βάλω στο βιβλίο και τους τρεις για πολύ συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους, επίσης εξηγώ. «Ξαρχάκος + Κόκοτας» του Ξαρχάκου (λόγω μιούζικαλ «12 Μήνες Καλοκαίρι»), «Τα Νέγρικα» (εξαιτίας της πρωτοφανούς μίξης που κάνει ο Λοΐζος, ανάμεσα στο «έντεχνο» και το ροκ, ήδη από το 1966) και το «Reflections» του Χατζιδάκι (επειδή είναι ένα κλασικό psychedelic-folk άλμπουμ, του παγκόσμιου ροκ, γραμμένο από Έλληνα συνθέτη). Δεν ήθελα να επεκταθώ περισσότερο στο «έντεχνο». Είναι μια σχέση ιδιαίτερη αυτή, του ροκ με το «έντεχνο», που θέλει πολλή προσοχή στο χειρισμό της.

Από τα παραπάνω θα σημείωνα πως ό,τι καινούριο έχετε καταγράψει στην επανέκδοση (που όπως σωστά πάντως (εκτιμώ) λέτε στο εισαγωγικό σας πρόκειται τελικά για καινούριο βιβλίο) θα μπορούσαν να είναι μια εντελώς αυτόνομη έκδοση, ίσως συμπληρωματική του αρχικού πονήματος. Το μέρος Β, π.χ, το σκεφτήκατε ποτέ σαν κάτι ξεχωριστό;

Δεν μου πέρασε από το μυαλό. Εξάλλου, στην περίπτωσή μου, η επανέκδοση του παλιού «Ραντεβού στο Κύτταρο» και το πώς εκείνο θα εμπλουτιζόταν ήταν το βασικό ζητούμενο. Τώρα, τα κεφάλαια 5 και 6 με τους ξένους στην Ελλάδα και με τους Έλληνες στο εξωτερικό... αυτά ναι, θα μπορούσε, σίγουρα, να αποτελέσουν ένα ξεχωριστό βιβλίο. Ιδίως οι Έλληνες και οι ελληνικής καταγωγής μουσικοί του εξωτερικού είναι άπειροι! Στο βιβλίο θίχτηκαν ελάχιστοι. Έπεσε, απλώς, η ιδέα. Όποιος έχει τα κότσια, τις γνώσεις, τις πηγές και τις πληροφορίες, ας κάτσει να το φτιάξει αυτό το βιβλίο. Εμένα δεν είναι στις προθέσεις μου, πάντως, να το κάνω.

Το εξώφυλλο είναι κάτι πραγματικά ξεχωριστό και, αφού εκμυστηρευτήκατε πως είναι η δική σας ιδέα που σεβάστηκε ο εκδότης σας, πείτε μας λίγα πράγματα. Πώς το σκεφτήκατε, αν αποσκοπεί κάπου η διαφορά από την πρώτη έκδοση που δεν είχε κάποια φωτογραφία, αν προσπαθεί να δελεάσει συγκεκριμένο target group, που λέμε, αν είναι κάτι εντελώς αυθόρμητο.

Το εξώφυλλο πάντα θα πρέπει να δελεάζει, ένα ή περισσότερα target groups. Εμένα το παλιό εξώφυλλο του βιβλίου δεν μου άρεσε. Νέος τότε στο χώρο, δεν είχα πολλά περιθώρια, να παρέμβω. Τώρα διεκδικώ καλύτερα όσα νομίζω πως είναι σωστά. Λογικό είναι αυτό, μετά από 30 χρόνια παρουσίας μου στη μουσικογραφία. Η ιδέα μού ήρθε ξαφνικά. Φυσικά, έσπαγα το κεφάλι μου, για να βρω κάτι «γερό». Μου 'ρθε αυτό. Το ότι πείστηκε, αμέσως, ο Βαγγέλης Κορωνάκης από το Όγδοο, κάνοντας τις επαφές με τον "Μικρό Ήρωα" του κ. Ανεμοδουρά, παίρνοντας το τελικό ok, ήταν κάτι απολύτως ανακουφιστικό για 'μένα.

Το βιβλίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στις πωλήσεις! Είναι κάτι που περιμένατε; Και περαιτέρω τι περιμένατε από αυτήν τη νέα έκδοση;

Δεν είμαι σίγουρος ότι το περίμενα. Δεν ξέρω... Η αγορά είναι περίεργη. Δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις τι μπορεί να «πιάσει» και τι όχι. Και άνθρωποι με μεγάλη πείρα σε τέτοια θέματα πέφτουν έξω. Η δική μου γνώμη είναι πως το εξώφυλλο είναι «τέλειο» για το βιβλίο και το «σπρώχνει» (από μόνο του) πολύ. Παραπέμπει σ' έναν κορυφαίο δίσκο του ελληνικού ροκ (στο «Ζωντανοί στο Κύτταρο») και είναι επίσης παλιομοδίτικο. Που σημαίνει αναγνωρίσιμο από το πιο σημαντικό target group του βιβλίου. Ίσως μετράει και το γεγονός πως άργησα να βγάλω δεύτερο βιβλίο (28 χρόνια ήταν αυτά). Κάποιοι φίλοι αναγνώστες και αναγνώστριες περίμεναν κάτι δικό μου, μετά από τόσο καιρό, και έτρεξαν. Ελπίζω να τους ικανοποίησε η προσπάθεια.

Για το τέλος μια προσωπική ερώτηση που μπορεί να μην έχει απάντηση ή και να τη διαχειριστείτε, όπως επιθυμείτε. Είστε ένας άνθρωπος «συλλέκτης», με τον τρόπο σας. Σας ακολουθούν και παρακολουθούν αρκετοί, είτε μέσω του blog, είτε στα μέσα που αρθρογραφείτε. Η ιδιαίτερη επιμονή σας στο υλικό και τη φύλαξή του (τη διατήρησή του), παλιότερων δημόσιων πηγών, δικό σας προσωπικό αρχείο, φίλων που το παραχωρούν κ.λ.π. ήταν πάντα ένα must, ήταν τρόπος ζωής, ήταν έμπνευση ή στόχος, για να φτάσουμε στο σήμερα που ο Φώντας Τρούσας γίνεται σημείο αναφοράς; Το βιβλίο έρχεται π.χ, για να είναι μια «Βίβλος», αφού το κατέγραψε ο Τρούσας; Και ρωτάω ευθέως, νιώθετε έτσι και παράλληλα ικανοποιημένος;

Δεν διακατέχομαι από τέτοιες αγωνίες. Εγώ κάνω αυτό που κάνω. Σε άλλους αρέσει και εκτιμιέται και σε άλλους δεν αρέσει και δεν εκτιμιέται. Μην νομίζετε... δεν λένε όλοι καλά λόγια για 'μένα. Κι έτσι πρέπει. Να μην λένε όλοι καλά λόγια. Ασκώ κριτική και σκληρή ορισμένες φορές και επίσης δέχομαι κριτική. Κάποιες φορές εξ' ίσου σκληρή. Και την αποδέχομαι, εννοείται, όταν είναι καλόπιστη. Το λέω, γιατί έχω δεχθεί και πολύ κακόπιστη κριτική, στο παρελθόν, που έχει αγγίξει ψυχοπαθολογικές καταστάσεις (λυπάμαι, γιατί χρησιμοποιώ έναν τέτοιο, βαρύ, όρο). Είναι, όμως, και αυτά μέσα στο παιγνίδι. Προσπαθώ να καταλάβω και να κατανοήσω τα πάντα. Και κυρίως να εξηγήσω τις διάφορες συμπεριφορές. Και τις καλόπιστες, αλλά κυρίως τις κακόπιστες. Όλα πρέπει να τα μετράμε και να τα σκεφτόμαστε, και απ' όλα να παίρνουμε ό, τι μπορεί να είναι χρήσιμο, για να κάνουμε καλύτερες τις δικές μας θέσεις. Η πάλη των θέσεων (όταν υπάρχουν) είναι πάντα δημιουργική.

Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη για το υπέροχο βιβλίο σας. Θα περιμένουμε ό, τι πολύτιμο έχει να μας δώσει ακόμα ο Φώντας Τρούσας!

Σας ευχαριστώ πολύ για την ωραία συζήτηση, κ. Προβατά και να είμαστε καλά, να τα ξαναπούμε.

-------------------------------------------------------------

Ζούμε εντός του βιβλίου αυτού έναν απίστευτο μουσικό «οργασμό», που στα χρόνια αναφοράς του έδωσε μια τεράστια ώθηση στο συγκεκριμένο μουσικό είδος, στους ανθρώπους που το πλαισίωσαν και που «ανδρώθηκαν μουσικά», στην εξωστρέφεια που γνώρισε η χώρα η ίδια μέσα από το ποπ και ροκ εκείνα τα πρώιμα –για πολλούς- χρόνια.

Σήμερα, αυτή η κληρονομιά ακόμα ζει σε πολλές περιπτώσεις. Διότι ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές του τότε έγιναν σταρ, τραγούδια έγιναν διαχρονικά, έγιναν cult σε πολλές περιπτώσεις, η τεχνολογία τούς επιτρέπει να ζουν και να ευημερούν στο διαδίκτυο, να εξελίσσονται μέσα από διασκευές και να γνωρίζουν δεύτερες και τρίτες ζωές.

Χρειαζόμαστε τέτοιες συγγραφικές προσπάθειες σαν του συγγραφέα-ερευνητή Φώντα Τρούσα, όπως και αποφασιστικές εκδοτικές αποφάσεις, όπως έκανε το Όγδοο, εν προκειμένω. Διότι, επαναλαμβάνω, πρόκειται για κληρονομιά και σημείο αναφοράς πια.

    ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Φώντας Τρούσας: «Στο ροκ η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε, ούτε θα ειπωθεί ποτέ»
    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Θάνος Σταυρίδης: «Στην Ελλάδα ζούμε στην παντοκρατορία του τραγουδιού, εντούτοις ο κόσμος είναι πια δεκτικός στην ορχηστρική μουσική»

    Γράφει η Ιλένια Χρίστου Φωτογραφίες: Σοφία Καμπλιώνη «…Όποτε νιώθω...

    Συνέχεια

    Bασίλης Τριάντης: «Τα μουσικά μου βιώματα είναι ένα ψηφιδωτό από μουσικές»

    Γράφει η Ιλένια Χρίστου «Όλοι κρύβουμε μέσα μας τον δικό μας Πορτολάνο που μας συντροφεύει, τον οποίο...

    Συνέχεια

    Kωνσταντίνα Πάλλα: «Θέλω να ταυτίζεται ο ακροατής με το τραγούδι μου»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Είναι η δεύτερη φορά που την συναντώ... Όχι ενόψει κάποιας εμφάνισής της, αλλά λόγω της κυκλοφορίας...

    Συνέχεια

    Ρούλα Τσέρνου: «Για να αγγίξεις την παραδοσιακή μουσική, χρειάζεται βίωμα, σκληρή δουλειά και ανοιγμένα αυτιά»

    Γράφει η Ιλένια Χρίστου Αν και χρόνια στο χώρο κυρίως του πολυφωνικού τραγουδιού και της παραδοσιακής μουσικής, παρά...

    Συνέχεια

    Αναστασία Χριστοφιλάκη: «Πορεύομαι πάντα με γνώμονα την καρδιά μου, όποιο κι αν είναι το τίμημα»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου "Μακπουλέ", "Το ραντεβουδάκι", "...

    Συνέχεια

    Απόστολος Kαλτσάς: «Πρέπει να χτιστεί ξανά ο σεβασμός του πολίτη προς τους δημιουργούς, κι αυτό είναι θέμα παιδείας»

    Γράφει η Ιλένια Χρίστου Ο Απόστολος Καλτσάς είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους μπασίστες...

    Συνέχεια

    Xάρης Μακρής: «Θέλω τα τραγούδια του ΑΛΜΠΟΥΜ να μπουν στα σπίτια του κόσμου»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου «Άλμπουμ» έχει τίτλο η πρώτη του δισκογραφική δουλειά, η οποία...

    Συνέχεια

    Στο στούντιο με τους «Κουαρτέτοιους» και τη ΣΟΛ ΔΙΑΙΤΑ τους

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου Φωτογραφίες, βιντεοσκόπηση: Αρετή Κοκκίνου &ldquo...

    Συνέχεια

    Δέσποινα Ραφαήλ: «Στόχος μου είναι, μέσα από τη φωνή μου, ο κόσμος να θυμάται τα χρόνια της ξεγνοιασιάς»

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Τη Δέσποινα Ραφαήλ τη γνώρισα μια βραδιά αφιερωμένη στην ποίηση. Σιωπηλή και...

    Συνέχεια

    Περικλής Κανάρης: «Είμαι βαθειά συνδεδεμένος με τις ρίζες μου και το ελληνικό τραγούδι είναι η ψυχική μου γέφυρα προς αυτές»

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου Ο Περικλής Κανάρης ζει, εργάζεται και δημιουργεί στο εξωτερικό, πάντα όμως...

    Συνέχεια