Τάσος Γκρους:«Ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκα εμπορικά το τραγούδι, παίζοντάς το συνθέτης επιτυχιών»
Γράφει ο Κώστας Προβατάς
Την Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024, οι εκδόσεις Μετρονόμος παρουσίασαν το βιβλίο-cd του συνθέτη Τάσου Γκρους, «Oι ρίζες του κόσμου 1970 - 1974 τραγούδια ενάντια στη δικτατορία», σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιάννη Ρίτσου, Πάμπλο Νερούδα και Ναζίμ Χικμέτ.
Τα τραγούδια του άλμπουμ ακούστηκαν στο σύνολό τους από τους Τάσο Γκρους, Αργυρώ Καπαρού, Αλέξανδρο Καψοκαβάδη καθώς και χορωδία που την αποτελούσαν οι Λητώ Αθανασοπούλου, Ειρήνη Κωνσταντίνου, Δημήτρης Μαγκλάρας, Μαργαρίτα Παπαντώνη, Φανή Σκληρού.
Επίσης, έπαιξαν οι μουσικοί:
Στέφανος Χατζηαναγνώστου: φλάουτο
Παύλος Παπαναστασάτος: βιολί
Δημήτρης Βαρελόπουλος: κιθάρα, μαντολίνο
Αλέξανδρος Καψοκαβάδης: κιθάρα
Για την έκδοση μίλησαν και προλόγισαν οι:
Αγάθη Γεωργιάδου, Δρ φιλολογίας και κριτικός λογοτεχνίας
Κωνσταντίνος Προβατάς, μουσικός ερευνητής και αρθρογράφος
και ο συνθέτης Τάσος Γκρους.
Στον χώρο βρέθηκε αρκετός κόσμος, o oποίος είχε την ευκαιρία να απολαύσει μια ολόκληρη μπάντα, μαζί με ερμηνευτές και χορωδία, να ακούσει μελοποιημένα ποιήματα μιας ταραγμένης εποχής, τα οποία ο Τάσος Γκρους «κουβαλούσε» μαζί του κυριολεκτικά και ψυχολογικά για 50 χρόνια.
Είχα την τιμή και την τύχη μαζί, να προλογίσω το βιβλίο-cd αυτό, ακολουθώντας την εξαίρετη δόκτορα φιλολογίας και κριτικό λογοτεχνίας, κα Αγάθη Γεωργιάδου.
Το αποτέλεσμα φέρει βαριά την υπογραφή βιωμάτων, αρχικά από τους ίδιους τους ποιητές, κατόπιν από τον συνθέτη που ανάμεσα στα δικά του προσωπικά βιώματα, εμβαθύνει στην ηλικία της νεότητάς του, όντας μάλιστα σε μια ξένη χώρα και συνθέτει μουσική για αυτά τα μνημειώδη έργα.
Πολλοί θα το κοιτάξουν σαν έργο εντελώς πολιτικής ταυτότητας, όμως θα είναι κρίμα για το σύνολο των όσων ιστορικών γεγονότων προβάλλει, όχι από την οπτική των ποιητών, αλλά από τη στιγμή που συμβαίνουν ιστορικά γεγονότα και καταγράφονται ευθύς εξαρχής.
Είχα λοιπόν την ευκαιρία να συνομιλήσω περαιτέρω για το πώς και το γιατί αυτού του έργου με τον ίδιο τον Τάσο Γκρους, όπου θα αντιληφθούμε στις παρακάτω γραμμές πώς τελικά έγιναν όλα, κάποια στιγμή το διάστημα 1970-74.
Λοιπόν, φίλε Tάσο Γκρους, τα λέμε μετά από πολύ καιρό και έχουμε όμως αφορμή με τις «Ρίζες του κόσμου». Για το άλμπουμ αυτό νομίζω ότι πρέπει να επιμείνουμε σε κάτι, γιατί είναι κάτι το πολύ διαφορετικό. Και θα σε ρωτήσω ευθέως έτσι για να ξεκινήσω, πριν μπούμε στα «πιο μέσα». Θα το έλεγες δισκογραφία «αναμνηστική», θα το έλεγες «πολιτική»; Πώς θα το έλεγες; Κάπως να το βαφτίσουμε, είναι κάτι που κυοφορείται 50 χρόνια μέσα σου!
Αυτή η δουλειά εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να έχει βγει στην εποχή της, δηλαδή τη διάρκεια της δικτατορίας ή έστω αμέσως μετά.
Τα τραγούδια, οι μελοποιήσεις οι αρχικές καλύτερα αυτών των ποιημάτων, έχουν γραφτεί το 1970-71, σωστά;
Το 1970-74. Όσο διήρκεσε η χούντα. Εκ των πραγμάτων, δεν υπήρξε η δυνατότητα να γίνει η δουλειά αυτή για πολλούς και διάφορους λόγους, όχι τόσο προσωπικούς, όσο αντικειμενικούς. Υπήρξε την εποχή εκείνη ένα κοινό, αυτό έχει να κάνει με συμφοιτητές, από όσους είχαν μεταναστεύσει για σπουδές, άλλοι, για να δουλέψουν και άλλοι γιατί δεν μπορούσαν να μείνουν στην Ελλάδα και θα τους βάζανε φυλακή... Να πούμε ότι οι μελοποιήσεις έχουν γραφτεί στην Ιταλία.
Τέλος πάντων, υπήρξε μια κοινότητα ισχυρή στην Ιταλία, π.χ. στην Μπολόνια σε κάποιες φάσεις υπήρξαν 4 με 5 χιλιάδες Έλληνες, δεν ήταν μικρό το νούμερο.
Εγώ τότε ήμουνα στην Πάντοβα που είναι το πολύ μισή ώρα από τη Βενετία, που είχε προξενείο, όπως και το Μιλάνο, υπήρχαν στη Ρώμη και γενικώς είχαν τη δυνατότητα μέσω δικών της ανθρώπων και να καταγράφουν τι καπνό φουμάρει ο καθένας εκεί ας πούμε κ.λ.π. και να έχουν τη δυνατότητα μέσω της αντίστοιχης φασιστικής οργάνωσης που υπήρχε στην Ιταλία να εμποδίζουν να δημιουργηθεί οποιαδήποτε αντιχουντική εκδήλωση.
Δεν μπορούσες π.χ. να πας να φας οπουδήποτε, εστιατόρια που υπήρχαν μέσα και τριγύρω στο πανεπιστήμιο. Γιατί σε κάθε περίπτωση κάποιος παρακολουθούσε τι γινόταν, τι έκανε ο καθένας και τι ίσως έλεγε, κ.λ.π, κ.λ.π.
Ιταλός εννοούμε...
Έλληνας, τι Ιταλός... Εγώ από το '69 που πήγα στην Ιταλία υπήρχε αυτή η κατάσταση. Μετά, μέσα στο '70, όλοι οι απόκληροι που φτάσαμε Ιταλία, σχεδόν οδηγηθήκαμε στην πόλη που έμενα εγώ, στην Πάντοβα. Όταν φτάσαμε εκεί, λοιπόν και υπήρξε όλη αυτή η ζοφερή εικόνα και καταλάβαμε ότι εδώ δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, ξεκίνησε μια κατάσταση οργανωμένη.
Γιατί; Γιατί καταφέραμε και απομονώσαμε όλα αυτά τα άτομα… Είχαμε δώσει και μάχες, μέχρι και ξύλο!
Α, μάλιστα, είχαμε και τέτοια...
Ε ναι, γιατί μπορεί να έπεσε και κανένα μπερντάχι που λέμε, αλλά δε γινόταν αλλιώς. Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι καταφέραμε και φτάσαμε στο σημείο να ελέγχουμε την κατάσταση. Μας δόθηκε έτσι η δυνατότητα από εκεί και πέρα να κάνουμε συγκεκριμένες δράσεις, που μέσα ήτανε όλοι οι προοδευτικοί, δηλαδή ξεκινώντας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ, που ήταν ΠΑΚ τότε, μέχρι τους «κολιγιαννικούς» του Κ.Κ.Ε. και τους «παρτσαλιδικούς» του Κ.Κ.Ε. Εσωτερικού.
Οκ, τι γίνεται λοιπόν παρακάτω;
Να πάμε και στο έργο λοιπόν, εγώ είχα αρχίσει να ασχολούμαι με τη μελοποίηση ποιημάτων, από τα σχολικά βιβλία να φανταστείς. Ωστόσο δεν μπορούσε να βρει κανείς τίποτε περισσότερο από ό,τι επέτρεπε η λογοκρισία. Άρα στα 15 μου, όταν άρχισα να γράφω μουσική, οι πηγές μου αναγκαστικά ήταν αυτές.
Πηγαίνοντας στην Ιταλία, μου δόθηκε ωστόσο η ευκαιρία, επειδή βρέθηκαν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να μου προμηθεύσουν το υλικό. Και μάλιστα ήταν υλικό στα ελληνικά γραμμένο, από πολιτικούς πρόσφυγες. Βρήκα αρκετά πράγματα λοιπόν και συνταρακτικά τα περισσότερα, δεδομένου ότι είναι βιωματικά έργα.
Μα αυτό έλεγε και ο Θεοδωράκης, «δε θα μπορούσα να τα γράψω αν δεν τα ζούσα».
Συμφωνώ απόλυτα και μάλιστα με κάποιον τρόπο αυτό συμβαίνει και με 'μένα, αυτά τα τραγούδια από τις «Ρίζες του κόσμου» δεν είναι κάποια αρχή της εξέλιξής μου, είναι η βάση μου. Για σκέψου ότι στα 18 μου μελοποιώ ποιήματα ελεύθερης ποίησης, χωρίς ομοιοκαταληξία, αυτό σημαίνει άλλα πράγματα. Το να γράψω τον «Αλέξη» ας πούμε 12 λεπτά τραγούδι, για να αποδώσω όλο το στίχο του ποιητή, δεν ήταν κάτι απλό, αντίθετα ήταν σύνθετο.
Ναι, με εντυπωσίασε, σου ομολογώ. Το λες αντιεμπορικό, αλλά ταυτόχρονα και πλήρες, κάτι σαν ένα μικρό συμφωνικό έργο στη δική του κλίμακα φυσικά.
Ναι, αλλά μένω στη συναισθηματική πλευρά του εγχειρήματος, δεδομένου ότι, όταν μελοποιείται, ταυτόχρονα συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας διάφορα, εντός και εκτός συνόρων και με επηρεάζουν. Π.χ. στην εσωτερική μας καθημερινότητα προσπαθούσαμε να τα «βρίσκουμε» όλες οι πλευρές του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, με μάχες εκ του συστάδην σε ιδεολογικό επίπεδο. Και τα λέω όλα αυτά, για να καταλάβει κανείς τις συνθήκες, με τις οποίες εγώ δούλεψα εκείνη την εποχή.
Και καλά κάνεις και το τονίζεις, πάντοτε σε μια δημιουργία οι συνθήκες ζωής έχουν τη δική τους σημασία. Και φτάνουμε εδώ… Μου έχεις πει πως είμαστε στο μέσον ουσιαστικά μιας τριλογίας. Που το πρώτο μέρος της ήταν οι «Γενιές σημαδεμένες» του Μπέρτχολτ Μπρεχτ που κυκλοφόρησες το 2010.
Έτσι είναι, τότε που ξεκινούσε το μνημόνιο το πρώτο και σήμερα όλα έχουν μείνει αμνημόνευτα, τέλος πάντων… Είχα την τύχη να έχω κάνει πάλι από το '70 κάποια τραγούδια, αλλά τα μετέφρασα εγώ από ιταλικά. Μπορώ να σου πω ότι δεν παρέκκλινα καθόλου σχεδόν από το πρωτότυπο νόημα. Στο σύνολό τους όμως είχαν μαζευτεί αρκετά και στο τέλος διάλεξα, με γνώμονα ένα πλήρες προφίλ του τι ήθελα να πω με αυτές τις επιλογές. Κι αυτή ήταν η πρώτη στροφή της τριλογίας. Η δεύτερη είναι αυτή που κάνουμε τώρα, «Οι ρίζες του κόσμου». Ο τίτλος είναι από ποίημα του Ρίτσου στα «Μακρονησιώτικα». Και είναι συνταρακτικό, αφού μέσα από τον πόνο πολλών που εξορίστηκαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν κ.λ.π, ένας στίχος γίνεται μεγάλο σύνθημα.
«Διψάσαμε πολύ, κάτω από τη δίψα μας βρίσκονται οι ρίζες του κόσμου».
Φαντάζομαι ο τίτλος τώρα εξελίχθηκε να είναι αυτός, αφού έγινε και η συλλογή των τραγουδιών, διότι εξ' όσων γνωρίζω μάζευες υλικό ανά δημιουργό. Αλλά τελικά έρχεσαι και μας δίνεις μια συλλογή με άλλο στίγμα, να δώσεις ένα ολοκληρωμένο έργο που να έχει τέτοια διάσταση και όχι αφιερωματική, π.χ. μόνο Βάρναλης ή μόνο Ρίτσος.
Ναι, έτσι είναι. Αλλά μπορούμε εδώ να πούμε πως το τρίτο κομμάτι της τριλογίας, μετά τον Μπρεχτ και τις «Ρίζες του κόσμου», θα είναι Ρίτσος, συγκεκριμένα «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο». Και σκέφτομαι ότι θα προχωρήσουμε και σε ένα τέταρτο τελικά, που θα αφορά στην περίοδο μετά τη δικτατορία, κάτι σαν μεταπολιτευτικό κομμάτι δηλαδή.
Θα κάνω μια διαπίστωση εδώ, πως εμμένεις στο ελληνικό τραγούδι με ιστορία, συνεχίζεις σταθερά με αξίες διαχρονικές και ουδόλως η πορεία σου αφορά κάτι τυχαίο. Το ψάχνεις ακόμα και μετά από 50 χρόνια.
Μα νομίζω πως φαίνεται από την πορεία μου... όπως λες ότι δεν εκμεταλλεύτηκα εμπορικά το τραγούδι, δεν το έπαιξα συνθέτης επιτυχιών, θεωρώ ότι πολλοί αντίθετα το έκαναν εκείνη την εποχή.
Ίσως κάπου αδικείς και τον εαυτό σου λίγο παραπάνω από όσο χρειάζεται η μετριοφροσύνη. Δεν το λέω εγώ, το λένε τα πεπραγμένα σου, έχεις να επιδείξεις και εμπορικό έργο, όμως με τρόπο πάντα ελεγχόμενο, σύμφωνα με τις αξίες σου.
Αλλά θέλω να υπεισέλθω στις «Ρίζες του κόσμου», δεδομένου ότι πρόκειται για 15 επιλογές, οι 12 είναι Βάρναλης-Ρίτσος και οι άλλες τρεις Καρυωτάκης-Χικμέτ και Νερούντα. Πως το έφτιαξες έτσι;
Να σου πω, ο Καρυωτάκης μάς μιλάει μέσω του «Μιχαλιού» για τον άδικο πόλεμο, κάθε είδους στην ουσία, αναγκάζει τον ακροατή, τον αναγνώστη, να προβληματιστεί, τι είναι αυτό, είναι εκπληκτικό νομίζω. Ο Νερούντα στο ποίημα του κάνει κυριολεκτικά μάζωξη, προσηλυτισμό θα λέγαμε με το «Έλα μαζί μου». Ο δε Χικμέτ που έχει γράψει άπειρα πολιτικά τραγούδια, εδώ μας προσφέρει την άλλη πλευρά των πολέμων και του ανθρώπινου κακού, μας προσφέρει την αγάπη, τον έρωτα, σε ένα εκπληκτικό κατά τη γνώμη μου «Νανούρισμα». Δεν είναι τυχαία άλλωστε στη μέση του cd-βιβλίου.
Για τις επιλογές Βάρναλη και Ρίτσου, διαλέγεις δυο πολύ πολιτικές προσωπικότητες της λογοτεχνίας και της ποίησης, με διαφορές ωστόσο. Ο Βάρναλης είναι άμεσος, ευθύς, καταγγελτικός, εντελώς «πολιτικός» με σταθερή άποψη. Ο Ρίτσος είναι ο ποιητής της «λαϊκής βάσης», «πατριωτικός» και έτσι έχει μείνει στη μνήμη των Ελλήνων, αλλά πάντα συγκλονιστικός και στην περιγραφή των γεγονότων. Η πραγματικότητα π.χ, η σκληρή πραγματικότητα λέει πως τα «Μακρονησιώτικα» χειρόγραφα θάφτηκαν για να σωθούν. Είναι κομμάτια ανατριχίλας σχεδόν.
Μα φυσικά, καλά κάνει και το λέει. Γιατί ποτέ δεν θα τα ξαναέγραφε με τον ίδιο τρόπο αν χανόντουσαν. Το ίδιο και με τον «Άνθρωπο με το γαρίφαλο», το έγραψε στην εξορία τη μέρα της δολοφονίας του Μπελογιάννη, ορμώμενος από το momentum.
Για να πάμε παραπέρα, εκτιμώ κάνοντας την ανάλυση των επιλογών του άλμπουμ, ότι ισορροπείς πάνω σε δύο σχοινιά. Πρώτα επιλέγεις βαθιά πολιτικά, κομματικά ποιήματα-στιχουργήματα μεταξύ άλλων, τα οποία μάλιστα εξερευνούν και αποδέχονται τα λάθη που έγιναν από την κομματική οργάνωση και κατόπιν αυτά που μπορούν να είναι το εφαλτήριο, η απαρχή νέων πραγμάτων αναγνωρίζοντας ωστόσο τα λάθη και μαθαίνοντας από αυτά. Και μάλιστα δεν είναι αυτά που αποδέχονται μοιραία μια ήττα, δε δαιμονοποιούν, αλλά αποζητούν την καλύτερη συνέχεια.
Μα φυσικά, αυτό άλλωστε το λέει και ο Μπρεχτ, τίποτα δεν είναι αιώνιο, όλα αποζητούν κάποτε μια αλλαγή, για να πάνε πιο μπροστά. Τα «πάντα ρει» που έλεγε και ο σοφός της αρχαιότητας. Αλλά περαιτέρω σκεπτόμενος, επειδή σε όλα και πάντα υπάρχουν απόψεις και τάσεις μέσα από τα χρόνια και μέσα από συγκρούσεις, αυτά τα λαμβάνει υπ' όψιν του κάποιος που έρχεται να αναλύσει αργότερα τα δεδομένα, οπότε να αποδώσει με τον καλύτερο και τιμιότερο τρόπο όσα παίρνει στα χέρια του.
Συνεπώς, κάποιος που θα πάρει στα χέρια του το έργο αυτό, τις «Ρίζες του κόσμου», θα καταλάβει αρκετά πράγματα. Πέραν των όσων αναφέρουμε στα στενά πολιτικά, κομματικά και «συντροφικά» δεδομένα των πονημάτων των σπουδαίων ποιητών, ακόμα θα βρει τα δεδομένα της αντίστασης με γνώμονα πάντα την Ελευθερία, τη Δημοκρατία.
Όπως σωστά το τόνισες λίγο πριν, ο Βάρναλης π.χ. είναι καταγγελτικός, αλλά είναι καταγγελτικός προς όλους, δηλαδή και σε αυτούς που αποζητούν την Ελευθερία, αλλά δεν κάνουν τίποτε γι' αυτό, είναι εκείνος που βρίσκει δίκιο στο «Δίκιο του Πολέμου». Είναι εκείνος που μιλάει για το «κακό το ριζικό μας, αλλά φταίμε κι εμείς». «Γίνε εσύ τ' αφεντικό». Και λοιπά πάρα πολλά τέτοια. Πως λοιπόν να μην σκύψεις σε αυτούς τους προβληματισμούς, απλά να τους προσπεράσεις; Ο Κυρ-Μέντιος ήταν απλά ένα γαϊδούρι δηλαδή;
Χειμαρρώδης ο Τάσος Γκρους, αλλά πες μας για τους συνεργάτες τώρα. Καπαρού, Καψοκαβάδης, αλλά και πολλοί άλλοι, μέχρι και βασικοί χρηματοδότες.
Από αυτό να ξεκινήσω. Ήμουν τυχερός από τότε, όταν γνώρισα μεταξύ άλλων συντρόφων εκείνον που βοήθησε στη χρηματοδότηση να έχουμε σήμερα το έργο. Και το έκανε πιέζοντάς με να το βγάλω. Κι αφού έφτασε να λυθεί αυτό το βασικό πρόβλημα σε αυτές τις εποχές, όλα τα άλλα λύνονται... Όμως να εμβαθύνω σε ένα άλλο θέμα, να μη χαθεί η ιστορία, τα γεγονότα. Είναι σημαντικό η νέα γενιά σήμερα να μάθει τι έγινε τότε, πώς, γιατί, αν έφταιξαν κάποιοι παραπάνω ή λιγότερο, να ακουστούν οι ποιητές κι όλοι όσοι έζησαν τα πράγματα και τα φέρνουν σήμερα εδώ πραγματικά, χωρίς να τα έχουν «πειράξει». Ο βομβαρδισμός της νεολαίας σήμερα, από κινητά, τηλεοράσεις, μίντια γενικά οδηγούν σε μια ευθεία παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων. Αν ο νέος πάρει τις πηγές και αποφασίσει πού θα σταθεί, θα δούμε καλύτερες μέρες, αρκεί φυσικά να το κάνει γιατί επέλεξε, αφού έσκυψε στα γεγονότα, και σε όλες τις πηγές που διαθέτει σήμερα και είναι πλήθος.
Κόντρα στην εποχή δεν θα πάμε, αυτό είναι η σημερινή εποχή. Ίσως ο Μετρονόμος (όπως άλλοι οίκοι) να ακολουθήσει σιγά σιγά και τα audio-books που είναι τρόπος εξάπλωσης προς τους νεότερους. Αλλά κάτι άλλο. Δε σε φοβίζει καθόλου το γεγονός ότι το έργο είναι περιχαρακωμένο πολιτικά προς μια κατεύθυνση και άρα θα φτάσει ίσως μόνο ως εκείνο το κομμάτι της νεολαίας που είναι ήδη επηρεασμένο;
Η κατεύθυνση αυτή είναι, να δοθεί πολιτική κατεύθυνση αλλά με μια πιο προοπτική ματιά. Να αναζητήσει όπως σου είπα η νεολαία τις αιτίες που δίνουν ενδιαφέρον στο μέλλον, να αντιληφθεί ότι μπορεί να παλέψει για κάτι καλύτερο. Και να εξηγείς γιατί κάνεις κάτι, να επιχειρηματολογήσεις, αλλιώς γιατί κανείς να σε πιστέψει;
Άρα λες δυο πράγματα, πρώτα αναφέρεσαι στο πολιτικό μανιφέστο και μετά λες ναι οκ, κάνουμε λάθη αλλά είμαστε πρόθυμοι να βρούμε πώς θα τα διορθώσουμε. Δες όλο το δάσος και μη χάνεσαι από το γνωστό δέντρο, αυτό προτείνεις προς τη νεολαία συνολικά. Χωρίς να κάνουμε προπαγάνδα, λέμε δείτε τι έγινε στην πραγματικότητα και κρίνετε πώς θα πορευθείτε. Αλλά σε κάθε περίπτωση σκύψτε πάνω στο έργο. Αλλά πες μου το τελευταίο σε αυτά που περιγράφουμε τώρα, νιώθεις ότι υπάρχει περιθώριο πολιτικής σκέψης, έστω και με τη βοήθεια αυτών των σπουδαίων ιστορικών έργων που λίγοι ακόμα φτιάχνετε;
Μα στην καημένη Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε ήσυχη περίοδος, μην το ξεχνάμε. Πότε ο λαός ένιωσε απόλυτα ελεύθερος ή ένιωσε τα αποτελέσματα μιας πιστευτής δημοκρατίας; Νομίζω ποτέ. Γιατί λοιπόν να μην υπάρχει η δυνατότητα της ελεύθερης σκέψης, να μην πλανάται αυτό το έρμο το μυαλό; Σου λέει το σύστημα σήμερα, το τάδε πολιτικό προφίλ απέτυχε, το άλλο στέρεψε, δεν υπάρχει πουθενά, σε πάει λίγο «πίστευε και μη ερεύνα». Αυτοί είμαστε αλήθεια; Αλλά και στη μουσική, συμβαίνει τελικά να επηρεάζεται από την ιδεολογία ή να προσπαθεί να στείλει μηνύματα. Αλλά, ρε αδερφέ, ας ακούσουμε απλά τι συνέβη, δε λέω τίποτε άλλο. Η μουσική εμπλουτίζει, χαρακτηρίζει με την παρουσία της ένα γεγονός.
Πάμε πίσω στους συντελεστές του έργου, πες μου λοιπόν…
Ο Αλέξανδρος Καψοκαβάδης είναι ένας νέος μουσικός της εποχής μας, πολυτάλαντος. Στο έργο αυτό έχει κάνει την ενορχήστρωση, έχει παίξει πέντε-έξι όργανα, τραγουδάει φυσικά, είναι βασικός συντελεστής του έργου αυτού.
Μου άρεσε πολύ το ντουέτο που έχουν κάνει με την Αργυρώ Καπαρού στο ποίημα του Βάρναλη, την «Πρωτομαγιά του 1944».
Ταιριάξανε πολύ, η αλήθεια είναι. Και η Αργυρώ είναι η Αργυρώ. Ξεκινήσαμε κάποτε μαζί, πριν αρκετά χρόνια και συνεχίζουμε εδώ μαζί. Και νομίζω ότι στο είδος του τραγουδιού αυτού είναι ανεπανάληπτη και δεν μπαίνω σε συγκρίσεις με άλλες ερμηνεύτριες αντίστοιχες ή παρόμοιες καλύτερα. Θεωρώ ότι είναι κορυφαία σε αυτό το είδος.
Με συγκλόνισε το «Νανούρισμα» του Χικμέτ, πρέπει να σου πω, που το ερμηνεύει η Αργυρώ.
Ξέρεις, είναι ο Δούρειος Ίππος του άλμπουμ. Γιατί ένα «νανούρισμα» ακούγεται πολυδιάστατο, προς ένα παιδάκι, προς μια αγαπημένη ή έναν αγαπημένο, κάτι τέτοιο. Αλλά ο ποιητής είναι κι εδώ αγγελιαφόρος, μια πηγή μηνυμάτων. Φαντάσου, λοιπόν, πόση σημασία έχει η φωνή ερμηνείας, απαγγελίας. Να σου δίνει να καταλάβεις τι θέλει να πει ο ποιητής… Αλλά και να αποδώσει τις ελάχιστες στιγμές ηρεμίας που υπάρχουν σε κάθε πόλεμο και σε κάθε ορυμαγδό καταστάσεων.
Συνεργάζεσαι ακόμα μια φορά με τον Μετρονόμο, με το Θανάση Συλιβό, που τα «έχει» αυτά τα έργα που λέμε, είναι εκείνος που σκύβει πάνω τους. Επίσης,το εικαστικό που έχει αναλάβει η κόρη σου, η Αλέξια Γκρους, θα πρέπει να σου πω εγώ σαν τρίτος ότι πέραν του όμορφου σε ένα τέτοιο βιβλίο (γιατί βιβλίο είναι κυρίως), είναι και πραγματικά πανέξυπνο στήσιμο. Τίτλοι, σκίτσα, πνευματώδες στήσιμο.
Κοίτα ένα ωραίο παράδειγμα εδώ, η κόρη μου λοιπόν έφτασε να εμπνέεται από τα νιάτα της, από τη μέρα που γεννήθηκε. Στα μέσα της δεκαετίας του '70 στα αφτιά της έφταναν αυτοί οι ήχοι, αυτά τα ακούσματα, αυτά τα ποιήματα κ.λ.π. Έτσι δημιούργησε άποψη και φυσικά, αναλαμβάνοντας να κάνει αυτό που έκανε, είχε ήδη μέσα της την έμπνευση, αλλά με το πρίσμα του τι ζητάει το ίδιο το έργο. Κι ανεξάρτητα από τα πολιτικά του στοιχεία, τραγούδι με τραγούδι πια.
Τάσο, θέλω να μου δώσεις μια εικόνα του πώς είδες εσύ στην αρχή τους αυτά τα ποιήματα, πώς βρέθηκες να τους δίνεις μουσική υπόσταση και ποια είναι η επίγευση πλέον σήμερα, σαν τελικό αποτέλεσμα, μουσικά πάντα μιλώντας.
Θα αναφερθώ πάλι στον Μπρεχτ, έχει πει πολλά όμορφα πράγματα πέραν των πολιτικών του θέσεων. Έλεγε λοιπόν ότι σε κάτι θλιμμένο από τη φύση του, δεν μπορείς να συνεχίζει να του δίνεις θλίψη, κάτι άλλο πρέπει να του δώσεις, κάπως αλλιώς να το αποδώσεις ίσως. Ή έτσι το είδα εγώ και το έπραξα. Πήγα σε πιο ευχάριστους ήχους, αποδίδοντας δυσάρεστα γεγονότα. Από την άλλη, ο «Μιχαλιός» του Καρυωτάκη που περιέχει ήδη σατιρικό, σκωπτικό στίχο, δεν πρέπει να συνεχίσεις πάνω σε αυτήν την σκωπτικότητα;
Αλλά και είναι δυνατό πολύ σε επίπεδο εικόνας, περιέχει άπειρα νοήματα, πολέμους, αδικίες, αδικοχαμένους, άνθρωποι χωρίς πραγματική υπόσταση…
Να μιλήσουμε για τη σειρά των τραγουδιών. Δική σου είναι η σειρά που μπήκε;
Δεν αφήνω κανέναν σε αυτό το θέμα κι ας ακούγεται εγωιστικό. Αλλά εδώ ήταν και σχετικά εύκολο. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι εγώ δημιουργώ κύκλους τραγουδιών, όσα επιλέγονται να γίνουν τελικά τραγούδια έχουν αντίστοιχα κάποια λογική στη σειρά που τελικά επίσης θα τα ακούσει κάποιος. Από την εποχή του Μπρεχτ κυρίως και μετά, το προσέχω πάνω απ' όλα.
Εδώ που τα λέμε όταν καταφέρνεις να έχεις τόσο πιστό Α και Ω είναι πραγματικά ωραίο για τον ακροατή, είναι σχεδόν ερεθιστικό. Ξεκινάς εδώ με έναν «Πρόλογο» και ολοκληρώνεις με ένα «Χρέος». Και στη μέση όπως λέγαμε νωρίτερα ένα «Νανούρισμα». Τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά… Το «Χρέος» να ολοκληρώνεται, μαζί με όλο το άλμπουμ, με την έκφραση-στίχο του Γιάννη Ρίτσου, «Αργήσαμε, πρέπει να πούμε το τραγούδι μας». Ανατριχιαστικό φινάλε μπορώ να σου πω.
Φυσικά, το περιγράφεις πολύ όμορφα και σωστά. Αυτό προσπάθησα και χαίρομαι που ήδη το λαμβάνω σαν μήνυμα από σένα.
Υπάρχει σκέψη και διάθεση να παρουσιαστεί ποικιλοτρόπως αυτό το έργο; Έχετε κάνει κάποιες σκέψεις; Πέραν της παρουσίασης της 17ης Οκτωβρίου εννοώ.
Εγώ είμαι ανοιχτός, νομίζω ότι θα ακουστεί έτσι κι αλλιώς σε πολιτικά φεστιβάλ κ.λ.π. Και είναι καλή ιδέα να φτάσει σαν ιστορικό έργο όπου είναι δυνατόν παραπέρα.
Εκτιμώ ότι έχουμε ένα έργο για βιβλιοθήκη, διότι πρόκειται κατ' αρχάς για ποιήματα. Είναι μια καλή ευκαιρία να το ανοίξει κάποιος να διαβάσει στίχους με μήνυμα, να αφουγκραστεί, να αναρωτηθεί το γιατί, να ψάξει στο σημερινό διαδίκτυο με τις πάμπολλες πληροφορίες τι εστί «Κυρ Μέντιος», «Η Πρωτομαγιά του '44», «Α-Β-Γ», Βάρναλης, Ρίτσος, Καρυωτάκης, Χικμέτ, Νερούντα, γιατί όλοι αυτοί μπήκαν στη διαδικασία να μιλήσουν για Ελευθερία, τι σημαίνει τελικά Ελευθερία. Είναι μια αφετηρία σκέψης και αναζήτησης. Κι έτσι να κλείσουμε. Σ' ευχαριστώ πολύ για το χρόνο και για το άπλωμα των σκέψεων και των παρορμήσεων σου πάνω στις δημιουργίες σου.
Εγώ ευχαριστώ πολύ!
Σχολιάστε