Φρόσω Στυλιανού: «Το λαϊκό μας τραγούδι είναι πιο ροκ από οτιδήποτε άλλο»
Γράφει η Ιλένια Χρίστου
Με τον προκλητικό τίτλο «Αυτά που δεν πρέπει», η Φρόσω Στυλιανού μάς προσκαλεί σε μια μουσική εμπειρία που αψηφά τα στερεότυπα και ξαναγράφει τους κανόνες. Στη συνέντευξή της στο "Mουσικόγραμμα", μας μιλά για την επερχόμενη παράστασή της στον Σταυρό του Νότου Club την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου.
Συνδυάζοντας αγαπημένα λαϊκά τραγούδια των δεκαετιών του '70 και '80 με ροκ και ηλεκτρονικά στοιχεία, η Στυλιανού προσφέρει μια φρέσκια οπτική που αναδεικνύει την αυθεντική έκφραση και τη δύναμη της τέχνης να εξελίσσεται.
Δεν περιορίζεται στα «πρέπει» και τις νόρμες, αλλά προτάσσει την καλλιτεχνική ελευθερία και τη διαρκή αναζήτηση που την χαρακτηρίζουν. Όπως μας αποκαλύπτει, αντιμετωπίζει κάθε τραγούδι με σεβασμό, αναδεικνύοντας την αλήθεια και την ένταση που κρύβεται στις μελωδίες και τους στίχους του παρελθόντος, ενώ παράλληλα μοιράζεται τις σκέψεις της για τα όρια της τέχνης, τη σημασία του πειραματισμού και τη δύναμη της μουσικής να ενώνει γενιές και συναισθήματα.
Πώς προέκυψε η ιδέα να συνδυάσεις λαϊκά τραγούδια με ροκ και ηλεκτρονικά στοιχεία;
Η ιδέα αυτή ωριμάζει στο μυαλό μου εδώ και κάποια χρόνια και προκύπτει από την έντονη ανάγκη μου να βρω φωνητικά και ιδιοσυγκρασιακά, ως καλλιτέχνης, ένα «χώρο» με ένταση, δωρικότητα, θεατρικότητα και πάθος, ένα πλαίσιο που μόνο η ροκ μουσική ξέρει να δημιουργεί. Έχω ξεκινήσει απο την ροκ, αισθάνομαι τρομερή συγγένεια ως τραγουδίστρια με αυτό το είδος, αλλά τώρα ήθελα να συνδυάσω αυτή την στυλιστική νοοτροπία με τον ελληνικό στίχο.
Όσο περνούσε λοιπόν ο καιρός και ψάχνοντας μέσα στον τεράστιο πλούτο της ελληνικής μουσικής, ισχυροποιόταν μέσα μου όλο και περισσότερο η πεποίθηση πως το λαϊκό μας τραγούδι είναι πιο ροκ από οτιδήποτε άλλο. Η ντομπροσύνη του, η αμεσότητα, η διαύγεια, τα λίγα και σταράτα λόγια των τραγουδιών αυτών με τις τόσο απλωμένες, συναισθηματικά φορτισμένες μελωδίες και τις αντίστοιχα θεατράλε ερμηνείες των τραγουδιστών εκείνης της εποχής, φτιάχνουν ένα κάδρο απίστευτα ελκυστικό για εμένα. Με προκαλεί να κάνω βουτιά στον βαθύ πυρήνα των τραγουδιών αυτών, και να φωτίσω αυτή τους την πλευρά, με ήχους σημερινούς, με ροκ ενορχηστρώσεις και με ηλεκτρονικά στοιχεία.
Ταυτόχρονα, πέρα από αυτή την προσωπική ανάγκη, αισθάνομαι πως στην εποχή μας, χρειαζόμαστε την αλήθεια αυτών των τραγουδιών. Μέσα στο απόλυτα πλασματικό περιβάλλον, στο οποίο ζούμε και διαμορφωνόμαστε, τα λαικά τραγούδια των 70s-80s είναι μια όαση αυθεντικότητας και ακριβώς για αυτό το λόγο, θεωρώ πως έχουν κάθε λόγο να ακούγονται σήμερα.
Ο τίτλος “Αυτά που δεν πρέπει” προκαλεί σκέψεις για το τι θεωρείται επιτρεπτό ή όχι στη μουσική. Πιστεύεις ότι υπάρχουν όρια και “πρέπει” στη μουσική, ή όλα είναι ανοιχτά στον πειραματισμό;
Ο τίτλος έχει σαρκαστική χροιά και τονίζει ακριβώς αυτό. Το ότι δεν υπάρχουν πρέπει. Θέλοντας να καθρεφτίσω το τέλμα, στο οποίο φτάσαμε τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στη μουσική αλλά και γενικά, συμπιέζοντας τους εαυτούς μας σε κουτάκια, με τις τεράστιες ταμπέλες που πολλές φορές βάζουμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας και οι οποίες κάθονται στο σβέρκο μας, μην αφήνοντας μας να σηκώσουμε κεφάλι, έφτιαξα μια παράσταση που αποκλίνει αρκετά από το τι θεωρείται «επιτρεπτό» από την ίδια μας την ενοχική συνείδηση. Λαϊκά σουξέ των μπουζουκιών και των πάλκων σε μια μουσική σκηνή, με απόλυτα ροκ «ένδυμα», χωρίς λαϊκή ορχήστρα και σίγουρα χωρίς λαϊκή τραγουδίστρια!
Στη μουσική, στην τέχνη γενικά, πιστεύω πως όλα είναι ανοιχτά προς πειραματισμό και ας πάρει ο καθένας μας την ευθύνη για το αποτέλεσμα. Με τον ίδιο τρόπο και ο ακροατής/θεατής έχει κάθε δικαίωμα να επιλέξει, να κρίνει, να επιδοκιμάσει ή να αποδοκιμάσει το έργο του καθενός.
Αν υπάρχει ένα και μόνο «πρέπει» σε αυτή την ιστορία, είναι ότι η τέχνη γενικότερα οφείλει να σέβεται τον άνθρωπο και την ίδια την τέχνη. Από 'κει και πέρα όλα είναι ανοιχτά.
Πώς επιλέξατε τα συγκεκριμένα τραγούδια από τη δεκαετία του '70 και του '80;
Είναι τραγούδια «έξω καρδιά». Είναι πλούσια σε συναισθήματα, έχουν αριστουργηματικές μελωδίες και ακαριαίο στίχο. Ειδικά το τελευταίο με γοητεύει πολύ. Όλη αυτή η δραματικότητα που εμπεριέχεται σε δυο απλές κουβέντες με συγκλονίζει! Και είναι και τόσο ροκ! Αυτές οι δύο δεκαετίες είναι γεμάτες φανταχτερά, εξωστρεφή λαϊκά τραγούδια. Η δισκογραφία άκμαζε, ερμηνευτές όπως ο Καζαντζίδης, ο Διονυσίου, η Σακελλαρίου ήταν στο απόγειο της καριέρας τους και μοίραζαν απλόχερα την αλήθεια τους.
Επιμένω σ' αυτό, στην αλήθεια των τραγουδιών αυτής της εποχής, γιατί θεωρώ πως είναι αυτό που λείπει περισσότερο από τη δική μας εποχή. Ως νέοι δημιουργοί, νιώθω πως, ακόμα κι αν η πρόθεση μας είναι καθαρή, δεν μας αφήνουν οι προσλαμβάνουσες να είμαστε τόσο ευθείς σε αυτά που γράφουμε. Η πολιτική ορθότητα και η ιεροποίηση του "φαίνεσθαι" κάνουν τη διαδικασία της γραφής όχι απλά δύσκολη, αλλά θα έλεγα επώδυνη. Τουλάχιστον έτσι το βιώνω εγώ. Μελετάω αυτά τα παλιά τραγούδια και λέω «Πω, πω τι απενοχοποιημένοι στίχοι! Τι ελευθερία! Πού να τολμήσεις τώρα να το πεις αυτό!».
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όταν «πειράζεις» τέτοια κλασικά λαϊκά κομμάτια;
Το να μην χάσουν το ειδικό τους βάρος. Όχι απλά να μην τα ευτελίσεις, αλλά να μην χάσουν τίποτα από το πνεύμα τους. Αυτό είναι το πιο δύσκολο απ' όλα, αν και εμένα που φαίνεται ακόμα πιο δύσκολο να εκπέσεις και να τα κάνεις φτηνά.
Πώς πιστεύεις ότι θα αντιδράσει το κοινό στη ροκ εκδοχή αυτών των τραγουδιών;
Αυτό δεν το ξέρω. Είναι το ρίσκο που παίρνω και εγώ και οι υπέροχοι συνεργάτες μου, για τους οποίους έχω να σας πω πολλά!
Εύχομαι οι παλιότεροι να νιώσουν πως το στίγμα και το «σήμα» των τραγουδιών που τους «μεγάλωσαν» παραμένει το ίδιο καθαρό.
Παράλληλα, εύχομαι οι νεότεροι να τα γνωρίσουν καλύτερα μέσα από τον φρέσκο ήχο και να γουστάρουν την ανάγνωση που τους κάναμε, να τους «φτιάξει» αυτή η γλώσσα.
Σίγουρα πάντως όσοι έρθουν την Παρασκευή θα δουν μια παράσταση με πολλή ενέργεια, πολύ γκάζι και δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να μην ξέρει και να μην τραγουδήσει μαζί μας όλους, μα όλους τους στίχους των τραγουδιών που θα ακουστούν!
Μίλησέ μας για τους συνεργάτες σου σε αυτή την παράσταση. Ποια ήταν η συμβολή τους στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος;
Ξεκινώ, λέγοντάς σας πως, χωρίς τους συνεργάτες μου, το πρότζεκτ αυτό θα ήταν απλά μια ιδέα στο μυαλό μου. Οι μουσικοί αυτής της παράστασης είναι η σάρκα και τα οστά της σύλληψης, αλλά και η ψυχή της.
Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι η Ειρήνη Κετικίδη, κιθαρίστρια και συνθέτρια με καριέρα που ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα, καταξιωμένη διεθνώς και αναγνωρισμένη από μουσικές προσωπικότητες της παγκόσμιας σκηνής. Έχω την τιμή να την έχω σε αυτό το πρότζεκτ, όπου έφερε με το αστραφτερό και κοφτερό της παίξιμο έναν αέρα απογειωτικό! Πάντα έψαχνα αυτό το λαμπερό ροκ, όπως μ' αρέσει να το λέω, στους ηλεκτρικούς κιθαρίστες, και το βρήκα στην Ειρήνη. Είναι σπάνιο να συναντάς τεχνικά άρτιους μουσικούς, με κρυστάλλινο ήχο, όπου να ενισχύει το παίξιμό τους μια αντίστοιχη προσωπικότητα, ολόφωτη και πεντακάθαρη!
Στο ηλεκτρικό μπάσο είναι ο Απόστολος Καλτσάς, σολίστας του μπάσου και συνθέτης. Με τον Απόστολο μετράμε ήδη δύο χρόνια συνεργασίας. Είναι ένας πολυσχιδής μουσικός, ιδιαίτερα διαισθητικός, πολύ δημιουργικός, με σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό του και μια πορεία στον χώρο αξιοζήλευτη. Η καλλιέργειά του και η καλλιτεχνική του ευγένεια αντανακλούν στο ήδη άρτιο παίξιμό του κι αυτό είναι κάτι που προσθέτει πολύ σε κάθε πρότζεκτ που κάνουμε παρέα!
Στα τύμπανα είναι ο Κώστας Σαλάπας, υπέροχος ντράμερ, πολύ δυναμικός, σύγχρονος και ευρηματικότατος! Επίσης παίζουμε μαζί τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι ένας άνθρωπος που βάζει την ψυχή του σε ό,τι κάνει, ένας μουσικός πολύ γενναιόδωρος παιχτικά και προσωπικά και, αν κάτι τον ξεχωρίζει κατά τη γνώμη μου, είναι το ότι μέσα στο δυνατό, ροκ παίξιμό του, μπορείς εύκολα να αισθανθείς την ευαισθησία του. Το πόσο ανθρώπινος είναι, ακόμα και στο πιο σκληρό του χτύπημα. Κι αυτή είναι κατά τη γνώμη μου και η ουσία του πράγματος γενικότερα.
Τα 15 από τα 25 τραγούδια που θα παρουσιάσουμε, έχουν ενορχηστρωθεί από όλους μας επί τόπου, στην πρόβα. Όλοι έβαλαν τις ιδέες τους, το ταλέντο τους και την αγάπη τους για το υλικό.
Τα υπόλοιπα 10, αυτά στα οποία ο ροκ ήχος συνδυάζεται με λούπες και ηλεκτρονικά στοιχεία, έχουν ενορχηστρωθεί από τον Ανδρέα Αποστόλου, αυτόν τον εξαιρετικά ευφυή πιανίστα και ενορχηστρωτή, που οι περισσότεροι γνωρίζουν από την συνεργασία του με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Θαύμαζα πάντα τις ενορχηστρώσεις του και, αν ξεχωρίζω μία μέσα στις εκατοντάδες, είναι αυτή στην επανεκτέλεση του Β. Παπακωνσταντίνου στο «Χάθηκα» του Θεοδωράκη στο δίσκο «Χαραγμένες στιγμές».
Στο πρότζεκτ «Αυτά που δεν πρέπει», ο Ανδρέας μού χάρισε δέκα ενορχηστρώσεις σε κάποια από τα πιο επικά τραγούδια των 70s-80s και οφείλω να ομολογήσω πως είναι, κατά τη γνώμη μου, ίσως από τις ωραιότερες, τις πιο πλούσιες και ευφάνταστες που έχει κάνει μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η πορεία του στην ροκ σκηνή εδώ και δεκαετίες, ούτε η προφανής αγάπη του για την κινηματογραφική μουσική, που υπονοείται μέσα από τον θεατρικό τρόπο που έφτιαξε αυτά τα τραγούδια. Με τιμά ιδιαίτερα η συμβολή του σε αυτό το εγχείρημα.
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι της παράστασης που σε συγκινεί ιδιαίτερα;
Ναι! Το «Εγώ είμαι αητός». Και όποιος δει την παράσταση θα το διαπιστώσει.
«Εγώ είμαι αητός κι εσύ είσαι τα φτερά μου. Κι όταν μου φεύγεις μακριά, χάνω το πέταγμα μου». Τι ωραίος τρόπος να πεις πως έχουμε ο ένας τον άλλον!
Πώς νιώθεις που ανεβάζεις τη συγκεκριμένη παράσταση στον "Σταυρό του Νότου Club", έναν ιδιαίτερα οικείο χώρο για σένα;
Ξεκίνησα να τραγουδάω ροκ στην Αθήνα το 2007, στην House Band του "Σταυρού του Νότου", στο Club. Ήταν η πρώτη μου εργασία στην Αθήνα, η πρώτη μου επαφή με το κοινό εδώ, ήταν η αφετηρία μου! Μοιραία, δεν θα μπορούσα να φανταστώ αυτή την παράσταση πουθενά αλλού! Ο χώρος και οι άνθρωποι του Σταυρού είναι οικογένεια, το πατάρι το ξέρω καλά και κάθε φορά που τραγουδάω εκεί, νιώθω σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου. Όλα ταιριάζουν, όλα συνδέονται, όλα συντονίζονται!
Στην παράσταση, το «πρέπει» ή το «δεν πρέπει» είναι τελικά ο πρωταγωνιστής; Και στη ζωή της Φρόσως;
Μα το «δεν πρέπει» φυσικά!!
Στην ζωή μου παγιδεύομαι, όπως πολλοί ανθρωποι φαντάζομαι, μέσα στα «πρέπει». Ίσως γι' αυτό να διάλεξα τον δρόμο της μουσικής. Για να μου δίνει διέξοδο, για να μου δίνει χώρο να εκφράζομαι ελεύθερα, να είμαι δημιουργική, να σπάω τις νόρμες, να μάχομαι την επιβολή και την αυτοεπιβολή, να συνδέομαι ουσιαστικά και ακομπλεξάριστα με τον κόσμο.
Θεωρώ πως η δημιουργία είναι το απόλυτο όπλο για κάθε ανήσυχο άνθρωπο και ταυτόχρονα ο πιο συναρπαστικός δρόμος προς την πνευματική μας ανέλιξη. Και, αν κάτι χρειαζόμαστε, για να σπάσουμε τα δεσμά μας και να μπορέσουμε να εξελιχθούμε σε κάθε επίπεδο, είναι το ρίσκο που φέρνει μαζί της η περιέργεια, ο πειραματισμός, η δράση!
Σχολιάστε