Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Kώστας Βίρβος - Της γερακίνας γιος

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει:
"Είναι ένα από τα μεγάλα κλαριά επάνω στο δέντρο της Ελληνικής μουσικής. Είναι ο λαϊκός ποιητής που έγραψε χιλιάδες τραγούδια. Πολλοί από μας και από σας δεν θα ξέρετε ότι τα τραγούδια που έχετε αγαπήσει και τραγουδήσει και με τα οποία έχετε συγκινηθεί, έχετε κλάψει, έχετε πονέσει, έχετε ελπίσει, τα έχει γράψει εκείνος. Έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους πιο μεγάλους και κλασσικούς συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής".

Αυτός είναι ο Κώστας Βίρβος, ο λαϊκός ποιητής και στιχουργός 2.500 και πλέον τραγουδιών, μέλος της «Αγίας Τριάδας» του ελληνικού στιχουργικού θαύματος (Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Χαράλαμπος Βασιλειάδης – Τσάντας οι άλλοι δύο), που ήρθε στη ζωή την 29η Μαρτίου 1926 στα Τρίκαλα.

Στα χρόνια της Κατοχής για κάποιο σύνθημα, για την τότε κυβέρνηση του βουνού, που έγραψε σε έναν τοίχο, φυλακίστηκε. Πονούσε φοβερά από την κακομεταχείριση και το πολύ «ξύλο». Κατέληξε, λοιπόν, στο απομονωτήριο. Σε συνέντευξή του στη Μαρία Βλαχοπούλου στην Ελευθεροτυπία, λέει ο ίδιος για τη σύλληψη της «Γερακίνας»:

«Το ίδιο βράδυ με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί. Ήμουν δεμένος στο κεφάλι σαν χότζας. Έχω ένα σημάδι 57 χρόνια εδώ στο κεφάλι από βούρδουλα που κατέληγε σε σφαιρίδιο. Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα: "Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου». Έτσι έγινε. Σηκωνόμασταν την νύχτα να ξεμουδιάσουμε. Δεν κράτησε πολύ. Δυο μερόνυχτα. Αυτό είναι το αναπαυτικότερο κρεβάτι που κοιμήθηκα ποτέ. Απ' αυτό εμπνεύστηκα το "ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω" που γράφω στη "Γερακίνα". Στη φυλακή άρχισα να γράφω την "Καταχνιά" σαν ποίηση».

Πριν από μερικά χρόνια, σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή, εξήγησε γιατί το τραγούδι πέρασε για πρώτη φορά στη δισκογραφία, με τη φωνή του συνθέτη. Χαρακτηριστικά είχε πει :

«Παίρνω τηλέφωνο τον Τσιτσάνη και του λέω πως έχω κάποιους στίχους για τραγούδι. Τους διαβάζω και μου λέει πως θα με πάρει να μου πει τι θα κάνει. Και όντως. Με παίρνει λίγη ώρα μετά και μου λέει πως το ετοίμασε το τραγούδι και στο τηλέφωνο μου το παίζει. Ωραία, λοιπόν, του λέω… Να το δώσουμε να το πει ο Καζαντζίδης. Και μου απαντάει: "Τι λες ρε; Την ψυχή μου την ίδια θα δώσω"…».

Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στον δίσκο «Σκοπευτήριο», με πρώτη ερμηνεία της Λιζέτας Νικολάου και του συνθέτη το 1975.

Η Μαρία Βίρβου, κόρη του σπουδαίου αυτού στιχουργού, γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Κώστας Βίρβος – Εγώ δε ζω γονατιστός»:

«Ο βίος και το έργο του διατρέχουν την ιστορία της νεότερης Ελλάδας και ολόκληρου του λαϊκού τραγουδιού. Γεννιέται στα Τρίκαλα του μεσοπολέμου, ακολουθεί ο πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση, η σύλληψη από τους Γερμανούς Ναζί, η μεταπολεμική Ελλάδα με τις νωπές πληγές της, τα νέα όνειρα, η δικτατορία, η μεταπολίτευση, οι νέες ελπίδες, η νέα οικονομική κρίση. Σε όλες τις περιόδους, ο στίχος του παρηγορητικός, εμψυχωτικός και πάντα ανθρώπινος απευθύνεται στις καρδιές του κόσμου. Ο ίδιος συνδιαμορφώνει το Ελληνικό τραγούδι, καθώς συμπορεύεται διαδοχικά με πολλές γενιές κορυφαίων καλλιτεχνών. Ξεκινά από το Ρεμπέτικο τραγούδι, προχωρά στο Λαϊκό, αλλά και στο Έντεχνο και το Παραδοσιακό».

H σχέση του με το ρεμπέτικο έρχεται να επιβεβαιωθεί από το πρώτο του τραγούδι που κυκλοφόρησε με το όνομά του. Ήταν το «Να το βρεις από άλλη» (1948) στην Odeon, σε μουσική Απόστολου Καλδάρα, με ερμηνευτές τη Σούλα Καλφοπούλου και τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε ως στιχουργός με το λαϊκό τραγούδι, χώρο στον οποίο διακρίθηκε από τη δεκαετία του '50. Η αγάπη, η χαρά, η ελπίδα, η ζωή, τα βάσανα, οι καημοί, αποτυπώνονται στα τραγούδια που μας άφησε ως παρακαταθήκη, πολλά από τα οποία έχουν χαρακτηριστεί κλασσικά. Συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους κορυφαίους συνθέτες και ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Τόλης Βοσκόπουλος.

Ο Βίρβος είναι ο πρώτος λαϊκός στιχουργός που πέρασε με άνεση στο λεγόμενο έντεχνο τραγούδι, αφήνοντας το βαρύ αποτύπωμά του. Αρχικά συνεργαζόμενος με τον Μίκη Θεοδωράκη («Κοιμήσου αγγελούδι μου», «Μάνα», «Μελαχρινή μου κοπελιά» κ.ά.), όμως ερχόταν μια «καταιγίδα» έκφρασης να τον κυριεύσει τα επόμενα χρόνια. Γιατί τα λόγια τα «ποιητικά» είναι μόνο έκφραση… Το «Κοιμήσου αγγελούδι μου» φέρνει φαρδιά πλατιά μια συναισθηματική φόρτιση του λαϊκού μας ποιητή, αμέσως μετά τη δολοφονία Λαμπράκη. Ενώ είναι μοναδική η ερμηνεία της Γιώτας Λύδια, της αγγελικής αυτής φωνής, σε ένα τόσο πραγματικά «φορτισμένο» συγκινησιακό μοτίβο.

Η θρυλική «Καταχνιά» που αναφέρεται ο Βίρβος στη συνέντευξή του, κυκλοφόρησε το 1964 από την Odeon (σύμφωνα με άλλες πηγές κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1965, Ελληνική Δισκογραφία Πέτρου Δραγουμάνου, λογικά η πιο πιθανή εκδοχή) και έχει θέμα το τρίπτυχο «Κατοχή-Αντίστασις-Απελευθέρωσις», όπως αναγράφεται και σαν δευτερότιτλος στο δίσκο.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ο Κώστας Βίρβος ξεκίνησε να γράφει τους στίχους των πρώτων τραγουδιών “Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια” και “Ένας ξύλινος σταυρός”, έπειτα από τη σύλληψή του και τη βάναυση κακοποίησή του, ως μέλος της ΕΠΟΝ.

Οι αγώνες του ελληνικού λαού για την αποτίναξη του γερμανικού ζυγού ενέπνευσαν το στιχουργό και ποιητή να ολοκληρώσει το ιστορικό αυτό έργο. Το επίτευγμα του Βίρβου ήταν πράγματι αξιομνημόνευτο, αφού κατάφερε να συνταιριάξει τόσο ιδανικά τη θλίψη με την παλικαριά, τη δυστυχία με την ελπίδα και τον τρόμο του θανάτου με την αισιοδοξία. Και φυσικά να τον κατατάξει στην ποιητική πλευρά των δημιουργών. Συνεργάζεται όμως με τον Χρήστο Λεοντή, για τον οποίον είναι η πρώτη του ολοκληρωμένη σύνθεση και ενορχήστρωση. Την επιμέλεια των κειμένων έκανε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος και την αφήγηση ο σπουδαίος Δημήτρης Μυράτ. Ο διάσημος ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου φιλοτέχνησε με μια ξυλογραφία το εξώφυλλο του δίσκου. Συμμετείχε η Χορωδία Κορίνθου, αλλά ήταν υψίστης σημασίας η συμμετοχή του Στέλιου Καζαντζίδη και της ανερχόμενης τότε Μαρινέλλας.

Η λογοτεχνική διάσταση των στίχων του Βίρβου αποτυπώνεται περαιτέρω σε επόμενες δουλειές του, με συνθέτες υψηλού κύρους και βεληνεκούς. Καταδεικνύουν ουσιαστικά και μια διαφοροποίησή του από τους άλλους σπουδαίους στιχουργούς, οι οποίοι μεγαλούργησαν, ωστόσο μένοντας κυρίως σε μια πλευρά του αναμφισβήτητα πηγαίου και μοναδικού ταλέντου τους, αμιγώς τη λαϊκή και την ελαφρολαϊκή. Έτσι λοιπόν μπορούμε να αναφέρουμε και το σπουδαίο «Πανόραμα» (1971).

Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη συνεργασία του Μίμη Πλέσσα με τον Κώστα Βίρβο κι έχει ως θέμα τις εικόνες παλιών πανηγυριών από την Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα, δοσμένες ιδανικά και πολλές φορές με χιούμορ. Προσωπικότητες της παλιάς πρωτεύουσας όπως ο Δελαπατρίδης, ο Τζίμης ο πρωταθλητής, η «Ρεμπέτικη τετράς του Πειραιώς», οι πλανόδιοι φωτογράφοι και το «θηρίο της Κηφισιάς» ξαναζωντανεύουν μέσα από τους στίχους του Βίρβου και θυμίζουν στους παλαιότερους, αλλά και μαθαίνουν στους νέους πρόσωπα και χαρακτηριστικά στοιχεία μιας εποχής που δεν πρόκειται να ξαναζήσει... Ένα έργο που κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικές εκδόσεις μέσα σε πέντε χρόνια.

Η πρώτη στις αρχές του 1971 με ερμηνευτή τον Δώρο Γεωργιάδη και τον Απρίλιο του 1976 με τους Δημήτρη Κοντολάζο, Θέμη Ανδρεάδη και Πέτρο Κυριαζή, ο οποίος εν συνεχεία δεν ακούστηκε ξανά τουλάχιστον δισκογραφικά. Ανάμεσα στις δυο εκδόσεις υπήρξαν διαφορές, όπως π.χ. «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» που δεν μπήκε στη δεύτερη, αντ' αυτού μπήκαν άλλα. Και κυρίως η δεύτερη έκδοση είχε και εσώφυλλο με παλιές καρτ ποστάλ.

Με τον Πλέσσα τούς συνδέουν σημαντικοί δίσκοι και στη συνέχεια που φυσικά έγραψαν τη δική τους σελίδα και παραμένουν εκτός από διαχρονικοί και συλλεκτικοί πια, το «Ζει;», «Θάλασσα Πικροθάλασσα», «Νεκρικοί Διάλογοι» του Λουκιανού, «Ουτοπία».

Το «Ζει;» του 1971 ήταν ένας δίσκος που το «ποιητικό περίγραμμα» του Βίρβου αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες από τη χουντική λογοκρισία κι ας επρόκειτο για «χάρτινους ήρωες», όπως π.χ. ο «Σταύρακας» που ερμηνεύτηκε από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη ή ο «Μορφονιός» από τον Ανέστη Βλάχο. Τα υπόλοιπα τα ερμήνευσαν ο Νταλάρας, ο Καλατζής, ενώ υπήρχε και συνοδεία χορωδίας. Στο οπισθόφυλλο αναγράφονται τα εξής:

"Ζει ή ξεχάστηκε ο Μεγαλέξαντρος; Ζει ή κοιμήθηκε η χάρτινη πολιτεία του Καραγκιόζη; Ζούνε ή πεθάνανε όλοι αυτοί οι ήρωες, οι σκιές του μπερντέ, οι φωνές αυτές του λαουτζίκου; Όλοι μας αναρωτιόμαστε αν «κάτι έμεινε» αν «κάτι ζει»".

Το «Θάλασσα Πικροθάλασσα» περιλαμβάνει τραγούδια που έχουν να κάνουν με τη θάλασσα και τους ναυτικούς, αρκετά χρόνια πριν η ποίηση αυτού του είδους γίνει «μόδα» με την «ανακάλυψη» του Νίκου Καββαδία. Έτσι κι αλλιώς, ο Κώστας Βίρβος είχε το χάρισμα και τη δυνατότητα να μπορεί να γράφει στίχους θεματολογικά «δεμένους», οπότε κι εδώ μας παρουσιάζει ένα ενιαίο σύνολο με πρωταρχική πηγή αναφοράς το υγρό στοιχείο… Το πιο γνωστό και σπουδαίο τραγούδι του δίσκου είναι το μοναδικό «Άγια Κυριακή» με τη δωρική και στιβαρή ερμηνεία της Κουμιώτη. Από εκεί και πέρα ακούστηκαν αρκετά και τα «Ο Φουρτούνας κι ο Μπουνάτσας» και «Η Ριρή του λιμανιού».

Ερμηνευτές ήταν δύο από τα κλασσικότερα «Πλεσσόπουλα» (έκφραση του ίδιου του συνθέτη), ο Γιάννης Πουλόπουλος και η Ρένα Κουμιώτη που είχαν ανεξίτηλα συνδέσει το όνομά τους με τον δημιουργό και φυσικά τον περίφημο «Δρόμο», καθώς και η νεαρή, ταλαντούχα και πολλά υποσχόμενη Καίτη Αμπάβη, η οποία ωστόσο δεν είχε την εξέλιξη που πολλοί περίμεναν και αποσύρθηκε σχετικά γρήγορα από το χώρο…

Σπουδαίες οι συνεργασίες του, σε ολόκληρους κύκλους τραγουδιών, με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο «Θεσσαλικός κύκλος», με τον αξέχαστο Χρήστο Λεττονό στο «Γραφειοκρατία» (εμφάνιση και του νέου τότε Χρήστου Κυριαζή), το 1977 με τον Γαργανουράκη στο άλμπουμ «Ξεριζωμένοι». Στο άλμπουμ αυτό εμφανίζεται σε κάποια τραγούδια να έχει γράψει τη μουσική, όμως ο Βίρβος τη μουσική την είχε στην καρδιά και τα χείλη του, γιατί απλά δεν ήξερε μουσική. Αργότερα εμφανίζεται να δίνει τραγούδια και σε νεότερους, αρκετά εξελίξιμους τραγουδιστές, όπως ο Ηλίας Κλωναρίδης το 1985, στο άλμπουμ «Η Τρίτη λύση» σε συνθέσεις του Γιώργου Κατσαρού, η Δήμητρα Παπίου το 1990, στο άλμπουμ «Με σβησμένα φώτα» σε συνθέσεις του Χάρη Καλούδη, ο Δημήτρης Κοντογιάννης το 1993 στο άλμπουμ «Ο τελευταίος αισθηματίας» σε μελωδίες του Χρήστου Νικολόπουλου κ.ά. Συνολικά, ο Πέτρος Δραγουμάνος στην «Ελληνική Δισκογραφία» έχει καταγράψει 49 προσωπικούς δίσκους και 2 επανεκδόσεις (33'') στο όνομα του σπουδαίου λαϊκού ποιητή Κώστα Βίρβου. Οι καταγραφές σε δισκάκια 45άρια όμως φαίνεται να ξεπερνούν τις 700.

Και τιμώντας τον πολύ πρόσφατα απελθόντα (19 Ιουλίου 2021) Τόλη Βοσκόπουλο, ο Κώστας Βίρβος έχει γράψει τους στίχους στο περίφημο «Ψύλλοι στ' αφτιά μου μπήκανε», σε μουσική του φίλου του του Θόδωρου Δερβενιώτη, που ακούστηκε στην ταινία «Σε ικετεύω αγάπη μου» του 1970. Για την ιστορία όμως να πούμε ότι ο Κώστας Βίρβος εμπνεύστηκε το τραγούδι από την ομότιτλη (σχεδόν) φαρσοκωμωδία του Ζορζ Φεϊντό, το «Ψύλλοι στ' αφτιά», που εκείνη την εποχή παιζόταν σε αθηναϊκό θέατρο. Η μαρκίζα του θεάτρου λοιπόν ήταν η αιτία να δημιουργηθεί αυτή η μεγάλη επιτυχία, σε λιγότερο από μια ώρα!

Στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, όπως συμβαίνει παντού, υπήρξαν και λειτούργησαν κάποιες φιλίες και παρέες που έγραψαν τη δική τους μικρότερη ή μεγαλύτερη ιστορία και στη συνείδησή μας έμειναν εικόνα αδιαίρετη, παρά τις προσωπικές πορείες τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, τραγουδιστές συνδέθηκαν με συνθέτες και το έργο τους, ενώ, σε κάποιες άλλες, συνθέτης και στιχουργός έγραψαν την κοινή τους μοίρα και διαδρομή με χρυσά γράμματα. Μια τέτοια, ιστορική δημιουργική παρέα αποτέλεσαν ο Θόδωρος Δερβενιώτης και ο Κώστας Βίρβος.

Γνωρίστηκαν σ' ένα καφενείο στην Ομόνοια, με τη μεσολάβηση του Χρήστου Κολοκοτρώνη το 1955. Ο Θόδωρος Δερβενιώτης έχει αναφέρει σχετικά σε συνέντευξή του:

"Το πρώτο τραγούδι από τον Βίρβο το πήρα με τη μεσολάβηση του Κολοκοτρώνη. Ο Χρήστος έτυχε τότε να έχει στενότητα στίχων, ενώ είχαμε ήδη έτοιμο ένα τραγούδι με τον Καζαντζίδη και έπρεπε να το ζευγαρώσουμε, για να κυκλοφορήσει ο δίσκος. Έτσι, μου σύστησε τον Βίρβο. Έβαλα, λοιπόν, το όνομά του στο δίσκο και εκείνος μου έκανε παράπονα: «Ξέρεις τι ζημιά έκανες; Μου 'βαλες το όνομα, τώρα οι άλλοι συνθέτες δεν θα μου παίρνουν στίχους, γιατί θα νομίζουν ότι θέλω το όνομά μου στο δίσκο»! Το τραγούδι ήταν το «Λιώσαν στα βουνά τα χιόνια» που τραγούδησε η Ρένα Ντάλλια, ένα τραγούδια για τη μετανάστευση".

Από τότε αυτή η συνεργασία έδωσε «αγγέλους» στο ελληνικό τραγούδι. Πλασαρίστηκαν σαν δίδυμο δημιουργών και είχαν επιτυχίες, όπως με τον Αναγνωστάκη («Οι αναμνήσεις», «Δέκα συμβουλές» κ.ά.), τον Σπύρο Ζαγοραίο («Παλαμάκια-παλαμάκια», «Ντόλτσε βίτα» κ.ά.), τον Βαγγέλη Περπινιάδη («Πάρτε βουνά τον πόνο μου», «Κλαίνε μαζί μου τα βουνά») σε πιο δημοτικό στιλ, τον Καζαντζίδη φυσικά («Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο», «Της κοινωνίας ναυαγός», «Στη ζούγκλα που λέγεται ζωή», «Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι» κ.ά.). Μετά το 1966 συνεργάστηκαν και με τους νεότερους, τον Μπάμπη Τσετίνη, τον Μάνο Παπαδάκη κ.ά. Ειδικά στον πρώτο έδωσαν μια σειρά από τα καλύτερα και πιο γνωστά τραγούδια του («Ίσως», «Μπορεί», «Κι ενώ το ήξερα», «Απορώ» κ.ά).

Για το «Ίσως» ο Δερβενιώτης αναφέρει χαρακτηριστικά το πώς γράφτηκε:

«Με τον Βίρβο επικοινωνούμε με κλειστά τα μάτια. Πολλές απ' τις μεγάλες επιτυχίες μας, τις γράψαμε απ' το τηλέφωνο. Δηλαδή μου διάβαζε τον στίχο, τον έγραφα στο χαρτί και μετά έβαζα τη μελωδία. Μια μέρα έπρεπε να παραδώσουμε ένα τραγούδι στην εταιρεία για τον Μπάμπη Τσετίνη. Τον παίρνω τηλέφωνο, του λέω: «Κώστα περιμένω το στίχο, αύριο ο Τσετίνης έχει φωνοληψία, τι γίνεται;» Μου απαντά ο Βίρβος: «Δεν ξέρω». «Μα αύριο», του λέω «έχουμε κλείσει στούντιο, θα καταφέρεις να μου δώσεις σήμερα το στίχο;». «Ίσως», μου απαντά. «Τι ίσως ρε Κώστα. Ή ναι θα μου πεις ή όχι». «Ίσως», μου λέει πάλι εκείνος και κατεβάζει το ακουστικό. Με αυτό το ίσως γεννήθηκε ένα μεγάλο τραγούδι. Σε δέκα λεπτά με κάλεσε εκείνος και μου έδωσε αυτόν τον υπέροχο στίχο...».

Ίσως ακόμα σ' αγαπώ, δεν ξέρω ίσως

ίσως για σένα στη ζωή μου να πονώ

και αν μ' εγκατέλειψες δε σου κρατάω μίσος

συγγνώμη όμως να σου δώσω δεν μπορώ.

Οι Βίρβος και Δερβενιώτης θα δώσουν την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Γιάννη Καλατζή, τα περίφημα «Χρυσά κλειδιά», ενώ το 1984 θα καλύψουν μοναδικά με 6 τραγούδια την πρώτη πλευρά του δίσκου «Εξ' Αδιαιρέτου», με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά. Στην δεύτερη πλευρά τα τραγούδια υπογράφουν οι Σταμάτης Κραουνάκης και Λίνα Νικολακοπούλου.

Δημιουργίες, όπως το «Σου 'χω έτοιμη συγγνώμη» αλλά και τα: «Θα φύγω πρώτος», «Ξαφνικά», «Το φαρμάκι όλου του κόσμου», όχι μόνο έκαναν επιτυχία στην εποχή τους αλλά εξακολουθούν να συγκινούν ακόμη και στις μέρες μας. Οι δύο βετεράνοι, Δερβενιώτης και Βίρβος, άδραξαν τότε την ευκαιρία αποδεικνύοντας πόσο επίκαιροι και ώριμοι παρέμεναν στο διάβα των καιρών, που άλλαζε για το μουσικό γίγνεσθαι της χώρας.

Με στίχους του Βίρβου έκανε την είσοδό του στην δισκογραφία, στα τέλη του '60, ο Χρήστος Νικολόπουλος, σημειώνοντας μεγάλα σουξέ με ερμηνευτή τον Στέλιο Καζαντζίδη. Μεταξύ αυτών και το κλασσικό πια, «Νυχτερίδες κι αράχνες» (1969).

Ο Βίρβος υπογράφει κατ' αποκλειστικότητα τους στίχους σε όλους τους προσωπικούς δίσκους 33 στροφών του Μπιθικώτση στη δεκαετία του '70, με αποτέλεσμα: «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Ο μπατίρης ο Λουκάς», «Το θύμα ο Νικόλας», «Εγνατίας 406» κ.ά. Το 1976 ο Γιώργος Παπαστεφάνου αφιέρωνε στον Γρηγόρη Μπιθικώτση μια «Μουσική βραδιά», με το σκηνικό του Μπελαμή που έδειχνε ένα σκέτο καφενέ, εντελώς διαφορετικό από το εντυπωσιακό παλιό στέκι του Πειραιά, που φέρει το ίδιο όνομα και για το οποίο είχε γραφτεί και το τραγούδι. Τότε ακόμη στην τηλεόραση, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε και την άδεια να ανάψει το τσιγάρο του.

Ο Κώστας Βίρβος, έχει καταλάβει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους "Δημιουργούς της Λαϊκής στιχουργίας". Το Νοέμβρη του 1988, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε για τον Βίρβο.

"Αισθάνομαι τιμή, αλλά και βαριά ευθύνη, γράφοντας για τον Κώστα Βίρβο.

Πρόκειται για οριακή περίπτωση στο λαϊκό τραγούδι του τόπου μας. Το έργο του δεν ανήκει σε εταιρείες και σήματα. Ανήκει στον Ελληνικό λαό, που αυτός το γέννησε, και θα το γεννάει συνεχώς, γιατί ο Βίρβος δημιουργεί. Με την ορμή ενός εφήβου και την σοφία ενός ανθρώπου που πολλά είδε, πολλά γνώρισε, πολύ αγάπησε, και πολλά "πλάγχθη", όπως λέει και ο Όμηρος".

Ο ποιητής Νίκος Καρούζος γράφει, σχολιάζοντας κάποιους στίχους του:

«Αυτός, είναι ο τόσο ευαίσθητος Βίρβος, που τραγουδιέται, τραγουδήθηκε από το λαό μας επί δεκαετίες, με μουσικές επενδύσεις, εμπνευσμένες των διαπρεπέστερων συνθετών που φανέρωσε ο τόπος. Κι άφησα για το τέλος μια ουσιώδη παρατήρηση, καθώς η ρεμπέτικη στιχουργία το είχε ήδη πράξει, ο Βίρβος έχει "ανεξιγλωσσία" στο γράψιμο του. Κάνει άνετη χρήση, και πολύ φυσική, στοιχείων απ' την καθαρεύουσα. Ο Βιρβος, είναι γλωσσικά σωστός, και αποδίδει πραγματικότητα».

Ο έγκριτος ερευνητής, βιογράφος και στιχουργός Κώστας Μπαλαχούτης αναφέρεται στη διαφορά του Βίρβου με όλους τους άλλους μεγάλους:

«Η συνέπεια και συνέχειά του και τα ξεκάθαρα καταγραμμένα αποτελέσματά του, τον χρίζουν ως τον πρώτο - χρονικά, ποσοτικά, ποιοτικά - επαγγελματία στιχουργό στο λαϊκό τραγούδι. Ακόμα και ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Νίκος Μάθεσης και άλλοι πρωτοπόροι του ρεμπέτικου, παρά την αρτιότητα και την έκταση των γραφόμενων τους δεν μπορούν να θεωρηθούν, με την αυστηρή έννοια του όρου, ως επαγγελματίες του λόγου στο τραγούδι».

Μεγάλες στιγμές του Κώστα Βίρβου, πλέον των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω: «Το καράβι», «Μια στεναχώρια», «Δυο ποτήρια», «Το κουρασμένο βήμα σου», «Μια παλιά ιστορία», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω», «Ζαΐρα», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», «Γεννήθηκα για να πονώ», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι», «Εγώ ποτέ δεν αγαπώ», «Μακριά μου να φύγεις», «Λυπάμαι», «Σε ικετεύω», «Ο μεμέτης» (για τον Στράτο Διονυσίου), «Αχ ας μπορούσα να σε ξεχνούσα», «Γιατί θες να φύγεις» (συνεργασία με τον Στράτο Ατταλίδη) και ο κατάλογος δεν τελειώνει…

Προσωπικά, θεωρώ το τραγούδι «Το καράβι» των Τσιτσάνη και Βίρβου ένα από τα καλύτερα της ελληνικής μουσικής ιστορίας. Η ερμηνεία της μοναδικής Λάουρας συγκλονιστική, σε μια ταινία που φέρνει τον τίτλο «Συννεφιασμένη Κυριακή» (ή αλλιώς «Για το ψωμί και τον έρωτα») του 1959.

Η Μαρία Βίρβου συνεχίζει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Κώστας Βίρβος – Εγώ δε ζω γονατιστός»:

"Η ζωή του αναδεικνύει την αδιάκοπη μαχητικότητα για το καλύτερο, την προσήλωση σε αξίες, την αγάπη για τον άνθρωπο και την ειρήνη. Το λαϊκό τραγούδι υπήρξε για εκείνον πηγή δύναμης και φιλοσοφία ζωής, που τον οδήγησε σε έναν βίο πλήρη και ευτυχισμένο σε όλους τους τομείς, αναφορικά με την τέχνη, το επάγγελμα, την οικογένεια, όπως είχε ονειρευτεί.

Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνονται οι στίχοι επιλεγμένων τραγουδιών του, που συχνά ακολουθούν τα αντίστοιχα βιώματα που τον ενέπνευσαν. Συμπληρώνουν την αφήγηση με τα λόγια του ίδιου του στιχουργού, που μελοποιήθηκαν από σπουδαίους συνθέτες, ερμηνεύθηκαν από έξοχους ερμηνευτές και είχαν την τύχη να χιλιοτραγουδηθούν από ολόκληρο τον Ελληνικό λαό".

Έφυγε από τη ζωή κουρασμένος από τα προβλήματα υγείας την 6η Αυγούστου 2015, αλλά και «γεμάτος» από όσα εμπνεύστηκε, από τους φίλους που έκανε και τον σεβάστηκαν. Και είναι πραγματικά προφητικά ανατριχιαστικό για τον καθένα, το τόσο αγαπημένο τραγούδι όλων των Ελλήνων, αλλά και ένα από αυτά που η πένα του «ζωγράφισε»…

«Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα

να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω…»

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    To όνομα «Παπαδοπούλου» στην ελληνική μουσική ιστορία

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Θα μου πείτε πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή ονόματα, δεν είναι δα και ανακάλυψη...

    Συνέχεια

    Tσαχουρίδης και Νικολόπουλος

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Τον Απρίλιο του 2022 κυκλοφόρησε από την Heaven το CD του...

    Συνέχεια

    Άκης Πάνου: «Είμαι φασ«ή»στας στη δική μου φάση»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Δεν θα μπορούσε ποτέ να πει κανείς ότι ο Άκης Πάνου δεν είχε άποψη,...

    Συνέχεια

    Μανώλης Αγγελόπουλος - Ειν' η ζωή μια μολυβιά...

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Το 1988 ο Μανώλης Αγγελόπουλος συνεργάζεται με την Κολούμπια...

    Συνέχεια

    Λάκης Παππάς: Ο «ατμοσφαιρικός» τροβαδούρος

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, είναι τρόπος ζωής…»...

    Συνέχεια

    Mανώλης Χιώτης - Ο «Μπετόβεν» του μπουζουκιού

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Δε με βοήθησε ποτέ κανείς, ό, τι έκανα το έκανα μόνος μου…»...

    Συνέχεια

    Ο πόλεμος στη Λογοτεχνία και τις Τέχνες

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Το πρώτο θύμα σε έναν Πόλεμο είναι πάντα η Αλήθεια»...

    Συνέχεια

    Γιώργος Ζαμπέτας: «Με το μπουζούκι γεννήθηκα, με το μπουζούκι θα πεθάνω…»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Αν περάσεις μια βόλτα από την πλατεία Δαβάκη στο Αιγάλεω...

    Συνέχεια

    Δημήτρης Χριστοδούλου: «Έζησα το αίμα και το μετέτρεψα σε ποιητικό λόγο»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Δεν υπάρχει Έλληνας συνθέτης που να μην έκανα τραγούδια μαζί...

    Συνέχεια