Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Mίνως Μάτσας ο «αινιγματικός»

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

Μόνο τυχαία δεν τον ονόμασε έτσι ο ερευνητής και συγγραφέας Παναγιώτης Κουνάδης, τιτλοφορώντας το βιβλίο του «Ο Αινιγματικός Κος Μάτσας». Σε αυτό το αφιέρωμά μας θα κρατήσουμε το στοιχείο αυτό για τον Μίνωα Μάτσα, τον ιδρυτή (τελικά) της σπουδαίας δισκογραφικής εταιρείας μαζί με το γιο του τότε, τον συνεχιστή και σπουδαίο οραματιστή, Μάκη Μάτσα. Ο κολοσσός αυτός «φιλοξένησε» τελικά όλη την αφρόκρεμα του ελληνικού τραγουδιού, αλλά όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή έχουν μια αρχή, μια σπίθα.

Ο Τάκης Μπίνης λοιπόν γράφει στην αυτοβιογραφία του:

«Αν δεν υπήρχε ο Μίνως Μάτσας δεν θα υπήρχε ρεμπέτικο τραγούδι»

«Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά» (σύνθεση Μάρκος Βαμβακάρης)

Μάρκος Βαμβακάρης (Α εκτέλεση 1938)

Στίχοi: Μίνως Μάτσας (σαν Γιώργος Φωτίδας)

To 1930 οι πρωτοπόροι της δισκογραφίας στην Ελλάδα «Αμπραβανέλ και Μπενβενίστε» από τη Θεσσαλονίκη, έρχονται στην Αθήνα και ιδρύουν την εταιρεία «ΑΤΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ». Ασχολούνται με γενικό εμπόριο υαλικών και με τους δίσκους. Για την συγκεκριμένη δουλειά των δίσκων προσλαμβάνουν τον Μίνωα Μάτσα, ο οποίος γνωρίζει μουσική, γράφει στίχους, ήδη έχει κυκλοφορήσει τους πρώτους του δίσκους και είναι και πτυχιούχος της Νομικής. Την εποχή εκείνη ο μοναδικός βασικός ανταγωνιστής τους στην δισκογραφία ήταν κάποιος ονόματι Κισσόπουλος, ο οποίος αντιπροσώπευε στην Ελλάδα την HIS MASTER'S VOICE.

Το 1932 ο Κισσόπουλος, απογοητευμένος απο τις συνεχείς αποτυχίες του, αποφασίζει να πουλήσει την εταιρεία του και καλεί τον Μίνωα Μάτσα και του προσφέρει την Ηis Master's Voice.

Ο επιτυχημένος ήδη παράγοντας της δισκογραφίας, ο οποίος είχε ήδη ανακαλύψει τον Μάρκο Βαμβακάρη, διστάζει να εγκαταλείψει τους συνεργάτες του και αρνείται την συνεργασία του Κισσόπουλου, ενώ εκείνοι σε αντάλλαγμα του προσφέρουν ποσοστά επί των πωλήσεων και του υπόσχονται να τον κάνουν και συνεταίρο στην εταιρία Parlophone. Μετά την άρνηση του Μίνωα Μάτσα, η His Master's Voice πηγαίνει στην εταιρία «Αδελφοί Λαμπρόπουλοι», οι οποίοι μπαίνουν πλέον δυναμικά στο χώρο της δισκογραφίας.

Έτσι ο Μίνως Μάτσας, ως υπεύθυνος για την λειτουργία των εταιρειών Odeon και Parlophone, πήρε τις σοβαρότερες αποφάσεις επιλογής προσώπων και ρεπερτορίου που σημάδεψαν τη μουσική εξέλιξη στην Ελλάδα και δημιούργησαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε "Πολιτιστική μουσική κληρονομιά μας":

Μάρκος Bαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Απόστολος Καλδάρας, Απόστολος Χατζηχρήστος, Γιώργος Κάβουρας, Κώστας Ρούκουνας, Τάκης Μπίνης, Μαίρη Λίντα, Ρόζα Εσκενάζυ, Πάνος Γαβαλάς, Βαγγέλης Περπινιάδης, Αλέκος Κιτσάκης, Κώστας Μουντάκης, Νίκος Ξυλούρης, Στράτος Διονυσίου,Φώτης Πολυμέρης, Γεωργία Μηττάκη, Κούλα Νικολαίδου, Στράτος Παγιουμτζής, Δημήτρης Περδικόπουλος, Πρόδρομος Τσαουσάκης, είναι μόνο μερικά από τα κύρια πρόσωπα μέσα στον απέραντο κατάλογο αυτών που ανακαλύφθηκαν και προωθήθηκαν με επιλογές του Μίνωα Μάτσα. Ταυτόχρονα έφερε κοντά του σε μόνιμη συνεργασία τα σπουδαία πρόσωπα από την προηγουμένη «παρέα» των μικρασιατών δημιουργών, όπως τον Σπύρο Περιστέρη και τον Κώστα Σκαρβέλη.

«Είσαι 'συ ο άνθρωπός μου» (σύνθεση Σπύρος Περιστέρης)

Σωτηρία Μπέλλου (φωνητικά Στελλάκης Περπινιάδης)

Α εκτέλεση 1950

Ο Μίνως Μάτσας γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1903. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί του Σαμουήλ Μάτσα και της Σταμούλας, οικογένειας Ρωμανιωτών Εβραίων που φέρονται εγκατεστημένοι στην Πρέβεζα, τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα.

Από μικρός ασχολήθηκε με την μουσική, παίζοντας κλαρίνο στη φιλαρμονική της Πρέβεζας. Σπούδασε νομικά και οικονομικά. Από το 1927 αρχίζει να γράφει στίχους. Τα πρώτα του τραγούδια μελοποιούνται από τους κορυφαίους της εποχής Νίκο Χατζηαποστόλου και Παναγιώτη Τούντα και ηχογραφούνται, πριν ακόμα έχει οποιαδήποτε επαγγελματική σχέση με τη δισκογραφία. Ως το 1960, οπότε σταμάτησε, έγραψε στίχους με εννέα ψευδώνυμα (Τσάμας, Γ. Φωτίδας, Αθ. Παγκαλάκης, Μ. Σαλαχώρας, Μ. Μαργαρίτης, Πιπίτσα Οικονόμου κ.ά.). Συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους συνθέτες του ελαφρού και λαϊκού τραγουδιού. Διηύθυνε από το 1930 ως το 1960 τις Odeon και Parlophone, ενώ συμμετείχε από το 1950 στην Parlophone, ως μέτοχος. Το 1960 με τον γιο του, Μάκη, ίδρυσαν την Μίνως Μάτσας και Υιός.

Ο Μίνως Μάτσας λοιπόν δεν έστησε μόνον την «Οdeon- Ρarlophone», αλλά είχε γράψει στίχους για 700-800 λαϊκά, ρεμπέτικα και ελαφρά τραγούδια. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στάμος Ζούλας,

«δεκάδες τραγούδια αποκαλύπτονται ότι ήταν δικά του, με κορωνίδα το “Μινόρε της αυγής” που για μισό και πλέον αιώνα αγνοούσαμε».

«Το Μινόρε της Αυγής» (σύνθεση Σπύρος Περιστέρης)

Μάρκος Βαμβακάρης & Απόστολος Χατζηχρήστος & Γιάννης Σταμούλης

Α εκτέλεση 1936

Την υπογραφή του Μίνωα Μάτσα φέρουν κι αρκετά άλλα τραγούδια, όπως ο «Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης», «Κορίτσι άπονο», «Ο καπετάνιος πέθανε», «Όποιος ορφάνεψε μικρός», «Κανείς δεν βρέθηκε γιατρός», «Τι να τα κάνω τα λεφτά» κ.ά.

Για έναν άνθρωπο που δεν του άρεσε η επίδειξη μιλά ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο σημείωμά του, στο βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη.

«Ενώ είχε γράψει σπουδαίους στίχους για λαϊκά τραγούδια, ουδέποτε μου είχε πει κάτι σχετικό. Θυμάμαι όμως, όποτε διάβαζε στίχους μου που θα ηχογραφούσαμε στην εταιρεία του με τον Λοΐζο, κατά κανόνα να κάνει μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας, αλλά και να μου λέει: “Αν αλλάξεις την τάδε λέξη και βάλεις μια άλλη, πιο λαϊκή, το τραγούδι σου θα είναι καλύτερο”...».

«Πάμε στο Φάληρο» (σύνθεση Απόστολος Χατζηχρήστος)

Aπ.Χατζηχρήστος, Μ.Βαμβακάρης, Απ.Καλδάρας (Α εκτέλεση 1948)

Στίχοι σαν Γιώργος Φωτίδας

Παρά το γεγονός ότι υπήρξε ο πολυγραφότερος στιχουργός του ελληνικού τραγουδιού για τριάντα ολόκληρα χρόνια, τα διαφορετικά ψευδώνυμα έκρυβαν το μέγεθος του έργου του, κι έτσι προέκυψε –όχι άδικα τελικά- ως «αινιγματικός». Ένας άνθρωπος που δεν είχε δώσει ποτέ ούτε μια συνέντευξη καταγεγραμμένη, ούτε είχε φωτογραφηθεί με κάποιο από τα διάσημα δημιουργήματά του.

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις έρευνες και τις μαρτυρίες, τα ψευδώνυμα δεν ήταν και τυχαία. Η «Πιπίτσα Οικονόμου» π.χ. ήταν υπάλληλός του και ονομαζόταν Παπαοικονόμου.

Οι «Γιώργος Φωτίδας» και «Α. Παγκαλάκη» ήταν ζευγάρι, η δεύτερη επίσης εργαζόταν για τον Μίνωα Μάτσα, ενώ ο πρώτος μάλλον έγραφε ερασιτεχνικά στίχους, αλλά αρρώστησε από καρκίνο και έφυγε από τη ζωή νωρίς, στα 46 του χρόνια. Ωστόσο ο Μίνωας Μάτσας έγραφε με αυτό το ψευδώνυμο, αφήνοντας ένα εισόδημα στην οικογένεια αυτή. Το ψευδώνυμο «Τσάμας» ήταν φανερό στην πορεία πως επρόκειτο για αναγραμματισμό του «Μάτσας». Το «Μ. Μαργαρίτης» αφορούσε τη γυναίκα του, Μαργαρίτα.

«Ο Αντώνης ο βαρκάρης» (σύνθεση Σπύρος Περιστέρης)

Βαμβακάρης – Χατζηχρήστος

Α εκτέλεση 1939

Στίχοι σαν Πιπίτσα Οικονόμου

Παρά την κλίση του στο λαϊκό τραγούδι, πάντως, ο Μίνωας Μάτσας ασχολήθηκε και με το αποκαλούμενο «ελαφρό», συνεργαζόμενος με τραγουδιστές, όπως ο Φώτης Πολυμέρης, η Κούλα Νικολαΐδου, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Μπελίντα, η Νάνα Μούσχουρη…

Ο σπουδαίος τραγουδιστής της εποχής, Φώτης Πολυμέρης, έλεγε για τον Μίνωα Μάτσα:

«Πάντα τηρούσε το λόγο του, τίμιος, ευθύς, ήρεμος. Ποτέ δεν τον είδα θυμωμένο. Είχε την πρωτοβουλία στις επιλογές του ρεμπέτικου. Είχα συνδεθεί πάρα πολύ με τον Μίνωα Μάτσα και τον έβλεπα σαν δεύτερο πατέρα μου. Με στήριξε σε κάθε περίπτωση».

«Καρδιές που σμίξανε» (σύνθεση Ζακ Ιακωβίδης)

Φώτης Πολυμέρης (β φωνή Τότης Στεφανίδης)

Α εκτέλεση 1947

Στίχοι σαν Μ. Μαργαρίτης

Ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '30, όταν ένας ολίγον περιθωριακός τύπος με τραγιάσκα και μακρύ παλτό που έγραφε μουσική και τον έλεγαν Μάρκο Βαμβακάρη προσέγγισε τον σχεδόν 30χρονο τότε Μίνωα Μάτσα, που είχε την ευθύνη των επιλογών στις εταιρείες Odeon και Parlophone και του ζήτησε να του παίξει κάποια τραγούδια με το μπαγλαμαδάκι του.

Παρ' όλο που το μπουζούκι ήταν σχεδόν υπό διωγμόν και το μουσικό κατεστημένο της εποχής προωθούσε την ελαφρά μουσική, ο διορατικός Μίνως άκουσε τα τραγούδια του Βαμβακάρη και αντιλήφθηκε ότι είχε πέσει σε φλέβα χρυσού. Για κακή του τύχη, όμως, τις ηχογραφήσεις που ξεκίνησαν αμέσως, τις άκουσε ο καθιερωμένος μουσουργός Νίκος Χατζηαποστόλου, ο οποίος ηχογραφούσε κάποια οπερέτα.

«Αυτή τη μουσική θα βάλεις κάτω από το σήμα που ηχογραφώ εγώ;», ρώτησε τον Μίνωα Μάτσα.

«Μαέστρο μου, ναι, γιατί όχι;» απάντησε εκείνος.

«Αν το κάνεις, εγώ δεν πρόκειται να ξαναηχογραφήσω στην Odeon», τον προειδοποίησε ο μαέστρος.

«Οπως εγώ δεν ανακατεύομαι στις παρτιτούρες σου, θα σε παρακαλούσα να μην ανακατεύεσαι και εσύ στη δουλειά μου», του απάντησε εκείνος.

Ο Χατζηαποστόλου έκλεισε τις παρτιτούρες του, σταμάτησε τη συνεργασία με τον Μάτσα, αλλά ο δεύτερος είχε κερδίσει έναν Βαμβακάρη. Aυτή η μοιραία φράση λοιπόν ήταν η αιτία που ο Μίνωας Μάτσας έχασε για πάντα την συνεργασία του Νίκου Χατζηαποστόλου, αλλά κέρδισε το σημαντικότερο ραντεβού του με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.

Το περιστατικό της πρώτης αυτής ηχογράφησης του Μάρκου στην Odeon αναφέρεται από τον ίδιο στον πρόλογό του δίσκου του, «Σαράντα χρόνια Βαμβακάρης», ενώ όλα τα υπόλοιπα περιστατικά γύρω από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και τις αντιδράσεις του κατεστημένου επιβεβαιώνονται στην αυτοβιογραφία του Γιάννη Παπαϊωάννου και άλλων συνθετών.

«Μπουζούκι μου διπλόχορδο» (σύνθεση Σπύρος Περιστέρης)

Βαμβακάρης – Παγιουμτζής

Α εκτέλεση 1937

Στίχοι σαν Πιπίτσα Οικονόμου

Λέει ο Μάκης Μάτσας:

«Αν δίσταζε να χάσει την προσωπικότητα του Χατζηαποστόλου, ο Βαμβακάρης δεν θα υπήρχε σήμερα διότι οι πόρτες των άλλων δισκογραφικών εταιρειών ήταν κλειστές».

Σύμφωνα με τον Μάκη Μάτσα, ο πατέρας του υπέστη πόλεμο από όλους τους μεγάλους μαέστρους ελαφράς μουσικής, οι οποίοι αποτελούσαν το μουσικό κατεστημένο της εποχής. Και αυτό διότι, μόλις βγήκαν οι δίσκοι του Βαμβακάρη έγινε λαϊκό προσκύνημα.

«Οι αστυνομικοί είχαν τον Βαμβακάρη ως κράχτη: πήγαιναν εκεί όπου έπαιζε για να συλλάβουν τους… υπόπτους. Το είδος του Βαμβακάρη ήταν το είδος της φυλακής».

Και συνεχίζει ο Μάκης Μάτσας περαιτέρω:

«Μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του πατέρα μου ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τον βρήκε να φοράει παπούτσια από προβιές ζώων. Τέτοια φτώχεια… Ήταν όμως ένα φιλόδοξο παιδί που είχε έρθει στην Αθήνα, για να σπουδάσει και έπαιζε σπουδαίο μπουζούκι. Στην αρχή ο πατέρας μου τον χρησιμοποίησε ως οργανοπαίκτη στις ηχογραφήσεις. Στην πορεία άρχισε να καταλαβαίνει ότι αυτός ο άνθρωπος είχε μυαλό και μουσική φλέβα και άρχισε να ηχογραφεί δικά του τραγούδια. Όταν πρωτοβγήκαν δεν είχαν ανταπόκριση αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται μεγάλες επιτυχίες».

«Γειτόνισσα» (σύνθεση Βασίλη Τσιτσάνη, στίχοι Μίνωα Μάτσα)

Σοφία Καρίβαλη (1937)

Ενδεικτικό πάντως του χαρακτήρα του ήταν το πώς διέκοψε τις σχέσεις του με τον Τσιτσάνη:

«Δεν ήθελε να αθετήσει τον λόγο που είχε δώσει σε έναν εκκολαπτόμενο συνθέτη της εποχής του Εμφυλίου, τον Μπάμπη Μπακάλη» λέει ο Μάκης Μάτσας.

«Τότε κάθε σπίτι είχε και έναν τραυματία. Ο Μπακάλης ήρθε στο Λουτράκι, όπου παραθέριζε ο πατέρας μου και του είπε ότι είχε ένα τραγούδι που θα έκανε μεγάλο σουξέ με τίτλο "Ο τραυματίας".

Μετά από λίγες ημέρες τον βρήκε και ο Τσιτσάνης.

«Μίνωα, σου έφερα μεγάλη επιτυχία» του είπε.

«Τι, Βασίλη μου;» τον ρώτησε εκείνος.

«Τον Τραυματία».

«Ωραίο το θέμα, αλλά μου το έφερε κι ένας άλλος, ο Μπάμπης Μπακάλης».

Ο Τσιτσάνης εκνευρίστηκε.

«Και ποιος είναι αυτός; Δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του!».

Και ξεκίνησε μια λογομαχία για το αν θα κυκλοφορούσαν τραγούδια με τους ίδιους τίτλους που στο τέλος κατέληξε σε οριστική σύγκρουση. Στον Τσιτσάνη, που επέμενε να κυκλοφορήσει μόνο ο δικός του «Τραυματίας», o πατέρας μου του είπε ότι λυπάται πολύ, αλλά δεν θα ήθελε να αθετήσει τον λόγο του».

Κι έτσι ο ένας «Τραυματίας» του Μπακάλη έμεινε στην ODEON, ο άλλος του Τσιτσάνη πήγε στην αντίπαλο HIS MASTER'S VOICE.

Για την ακεραιότητά του ωστόσο, υπάρχει και ακόμα ένα περιστατικό!

Όταν οι εργοδότες του στην Οdeon του πρότειναν να γίνει συνέταιρος με 15%, προκειμένου να απορρίψει τις δελεαστικές προτάσεις για συνεταιρισμό του με την ανταγωνίστρια HIS MASTER VOICE, εκείνος όχι μόνο δέχτηκε τις υποδεέστερες προτάσεις των παλαιών συνεργατών του, αλλά όπως αποδεικνύεται και από τα επίσημα καταστατικά της εταιρείας, περίμενε καρτερικά 15 ολόκληρα χρόνια, για να πάρει επισήμως τον τίτλο του συνεταίρου. Όλο αυτό το διάστημα παρέμενε άτυπος συνεταίρος, βασιζόμενος σ' ένα λόγο που του είχαν δώσει.

«Ο καϊξής» (σύνθεση Απόστολος Χατζηχρήστος)

Απόστολος Χατζηχρήστος (Α εκτέλεση 1948)

Στίχοι σαν Γιώργος Φωτίδας

Στο βιβλίο «Ο Αινιγματικός κος Μίνως» του Παναγιώτη Κουνάδη, υπάρχουν αρκετές αναφορές από σημαντικούς καλλιτέχνες που σταδιοδρόμησαν από τη γνωριμία τους με τον Μίνωα Μάτσα:

Γιώργος Ζαμπέτας: «O Mίνως Μάτσας μ' έκανε εμένα τραγουδιστή, αυτός μ' έβαλε στη γραμμοφωνία. Το 1960 έκανα την επίσημη πρώτη τραγουδιστική μου, στην ΟDEON»

Μαίρη Λίντα: «Η πρώτη γνωριμία με τον Μίνωα Μάτσα έγινε στα γραφεία της Οdeon, στη Σταδίου. Ειλικρινά τον αισθάνθηκα σαν πατέρα. Με αγκάλιασε με όλη του την αγάπη και τη στοργή και με πρόσεξε πάρα πολύ. Στον Μίνωα Μάτσα οφείλω μια πολύ-πολύ τεράστια επιτυχία μου, όπως είναι τα «Ηλιοβασιλέματα» και τόσα άλλα».

Στάμος Ζούλας (Δημοσιογράφος): «Η διορατικότητα του Μίνωα Μάτσα ως προς τους συνεργάτες του και η αγάπη του προς αυτούς μετουσιώθηκε από τους ίδιους σε εμψύχωση, αφοσίωση, αγωνιστικότητα. Η προσφορά του "συμπίπτει" με την καθοριστική μάχη που έδωσε το λαϊκό μας τραγούδι, για να βρει τη θέση του, τόσο στο μουσικό μας στερέωμα, όσο και στην ιστορικο-πολιτισμική μας κληρονομιά».

Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Ο Μίνως Μάτσας με τις ανατροπές του και με την ανακάλυψη του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη και στη συνέχεια του Γιάννη Παπαιωάννου και των υπολοίπων, αναδεικνύεται σε μια ιδιοφυία του χώρου και δημιουργεί πλέον τις προϋποθέσεις για όλη την μετέπειτα εξέλιξη και καταξίωση του λαϊκού τραγουδιού».

«Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια» (σύνθεση Μάρκος Βαμβακάρης)

Βαμβακάρης – Ρούκουνας (Α εκτέλεση 1936)

Στίχοι σαν Γιώργος Φωτίδας

Στη δεκαετία του 1960 μπορεί να μη συμμετείχε όπως παλιά στη δισκογραφία, αλλά έδωσε την «ευλογία» του στη νέα γενιά καλλιτεχνών. Στον Χρήστο Λεοντή, στον Μάνο Λοΐζο, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στον Σταύρο Κουγιουμτζή, στον Γιώργο Νταλάρα και σε τόσους άλλους, που θα έπαιρναν τα ηνία από τους παλαιότερους και θα εξέλισσαν το ελληνικό τραγούδι.

Η αρχή του τέλους της Odeon ξεκίνησε με το έμφραγμα που υπέστη ο Μίνως Μάτσας.

Αναφέρει συγκεκριμένα ο Μάκης Μάτσας:

«To 1960 η εταιρεία ήταν έτοιμη για πτώχευση. Με την προσωπική μου εμπλοκή, η πτώχευση τελικά δεν συνέβη. Ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά οι προτεραιότητες ήταν άλλες. Έτσι δημιουργήθηκε η Μίνως Μάτσας και Υιός. Ήταν μια δεύτερη φάση, την οποία «πήρα πάνω μου», διότι ο πατέρας μου δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει».

O Mίνως Μάτσας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών, στις 25 Σεπεμβρίου του 1970.

«Σεχραζάτ» (σύνθεση Σπύρος Περιστέρης)

Συμμετέχει σε όλη τη δημιουργία και ο Ζακ Ιακωβίδης

Πάνος Σάμης (Α εκτέλεση 1947)

Πηγές:

  • «Ο Αινιγματικός Κος Μάτσας» του Παναγιώτη Κουνάδη
  • Ιστοσελίδα του Μάκη Μάτσα http://www.makismatsas.gr/
  • Αρθρογραφία ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΑ ΝΕΑ
  • Όλα τα You Tube links αφορούν πρώτες εκτελέσεις

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ

    Εγώ κι Εσύ / Εσύ κι Εγώ

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    James Bond – «Τραγουδώντας» για τα 60 χρόνια του αγαπημένου Πράκτορα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο κινηματογράφος είναι γεμάτος από «ήρωες» που αγαπήθηκαν από το κοινό για...

    Συνέχεια

    Μαρία Φαραντούρη - H απέραντη φωνή της Δημιουργίας

    Γράφει ο Γιάννης Φαλκώνης Φωτογραφίες: Γιάννης Φαλκώνης Η φωνή της Μαρίας...

    Συνέχεια

    Σωτήρης Κοματσιούλης

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ο Σωτήρης Κοματσιούλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα, μεγάλωσε στη Λάρισα...

    Συνέχεια

    Ο Σταμάτης στη δισκογραφία

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Στις 8 Noεμβρίου, ημέρα των Ταξιαρχών, Μιχαήλ και...

    Συνέχεια

    Στίγμα '90

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ταμπελοκουλτούρα ονομάζεται ο τρίτος δίσκος των Στίγμα...

    Συνέχεια

    Στους ρυθμούς της υπαίθρου

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ο Δημήτρης Κωτσάκης παίζει πιάνο και συνθέτει ήρεμες μελωδίες που...

    Συνέχεια

    Ο συνθέτης και στιχουργός Σταμάτης Κόκοτας

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Έβγαλε τα πιο πολλά λεφτά απ' όλους τότε, αλλά τα περισσότερα...

    Συνέχεια

    Εγώ κι Εσύ / Εσύ κι Εγώ

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Οταν έγραψα στο Youtube το Εγώ κι Εσύ, μου έβγαλε τα τραγούδια: ...

    Συνέχεια

    Eιρήνη Παπά - Τραγουδώντας την Ελλάδα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Η Ειρήνη Λελέκου, όπως έλεγε το ληξιαρχείο στο Χιλιομόδι...

    Συνέχεια