Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) - Σα μαγεμένο το μυαλό μου...

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

«Το πρωί ξεκίναγα μόνος, τυφλός με το μπαστούνι για τα διάφορα συσσίτια κι όπου μοίραζαν γάλα για τα παιδιά. Με γνώριζαν απ' τα τραγούδια μου, ήμουν και τυφλός και με συμπονούσαν, δεν ήμουν κι' εγωιστής, έπρεπε να αγωνιστώ για να ζήσουμε κι έτσι έκανα…».

Αυτά έλεγε ο Μήτσος ο Γκόγκος, ο σπουδαίος Μπαγιαντέρας, όπως τον θέλησε ο θρύλος και η ιστορία, σε συνέντευξή του στον αξέχαστο «Ρακοσυλλέκτη», τον Κώστα Χατζηδουλή, εστιάζοντας στην περίοδο της Κατοχής, η οποία τον βρήκε τυφλό, αλλά και ήδη «αστέρα του ρεμπέτικου πάλκου». Τυφλώθηκε από αβιταμίνωση και ένα γρήγορα εξελισσόμενο γλαύκωμα το 1941, την ώρα που τραγουδούσε πάνω στο πάλκο, στο κέντρο «Τα τρία αδέλφια» (του Δασκαλάκη αλλιώς) στο Μαρούσι. Το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το πήρε το 1925, όταν διασκεύασε και έπαιξε στο μπουζούκι του κάποια κομμάτια απ' την οπερέτα του Έμεριχ Κάλμαν, «Η Μπαγιαντέρα», μεταξύ των οποίων και το ομότιτλο τραγούδι.

Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας ( Χατζηκυριάκειο Πειραιά, 28 Φεβρουαρίου 1903 - Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 1985), υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες ρεμπέτες, ερμηνευτές, οργανοπαίκτες και συνθέτες. Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός. Στην αρχή έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα μέχρι το 1920 και μετά βιολί και τέλος, από το 1924, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Συνεπώς, την ίδια εποχή, άρχισε να ασχολείται με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, τη σύνθεση και το ρεμπέτικο τραγούδι. Μικρός δούλευε σε μια ταβέρνα για το χαρτζιλίκι του, όπου τραγούδαγε μια κομπανία. Όταν έλειπαν οι οργανοπαίχτες, ξεκρέμαγε απ' τον τοίχο το μπουζούκι κι έπαιζε στα κρυφά. Το μπουζούκι, όπως έχει πει,

«θεωρούνταν τότε πρόστυχο όργανο».

Ο ιδιαίτερος αυτός ρεμπέτης, έγραψε τουλάχιστον 130 αξέχαστα τραγούδια σε μια καριέρα που απλώθηκε σε έξι σχεδόν δεκαετίες. Ερωτικά, καντάδες, βαριά ρεμπέτικα, απ' όλα είχε ο μπαξές του σπουδαίου μουσικού, ο οποίος αναγκάστηκε να κρατήσει στα συρτάρια του καμιά σαρανταριά τραγούδια, μιας και δεινοπάθησε από τη λογοκρισία και την υποκρισία των Αρχών. Πολλά από αυτά άντεξαν στη μάχη με το χρόνο, συνεχίζουν να εμπνέουν και να συγκινούν, να συντροφεύουν τις χαρούμενες και τις δύσκολες ανθρώπινες στιγμές και τις παρέες. Το πρώτο τραγούδι του Μπαγιαντέρα, ήταν ένα χασάπικο που ηχογραφήθηκε το 1934. Επανακυκλοφόρησε από τον ίδιο λογοκριμένο το 1977 σε δίσκο 33 στροφών με τίτλο "Η Καπνουλού". Είναι γραμμένο για τις εργάτριες της καπνοβιομηχανίας ΚΕΡΑΝΗ στον Πειραιά, ανάμεσα στις οποίες ήταν η κατοπινή γυναίκα του, Δήμητρα Αρμπατζόγλου, που είχε έρθει στον Πειραιά το 1922 προσφυγοπούλα απ' τη Σμύρνη. Ένα τραγούδι που δε γνώρισε επιτυχία, ενώ ανήκε στα λεγόμενα «χασικλίδικα» ή «απαγορευμένα».

Η ιδιαίτερα ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του, ο πρόσθετος πόνος που του δημιούργησαν οι ταλαιπωρίες του (έκανε 5 χρόνια και 2 μήνες φυλακή), αλλα και η σχετική μόρφωσή του (τελείωσε το τότε τετρατάξιο Γυμνάσιο και σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή του Πειραιά), βάρυναν αποφασιστικά πάνω στις συνθέσεις του. Η έκτιση της παραπάνω ποινής έγινε στις στρατιωτικές φυλακές, μεταξύ 1925 και 1930, εξ' αιτίας νεανικού του παραπτώματος, όταν υπηρετούσε στο Ναυτικό.

Εκμεταλλευόμενος τότε τις επαφές και γνωριμίες που απέκτησε στο Ναυτικό, “εξοικονομούσε” κρυφά εκρηκτικές ύλες, με τις οποίες τροφοδοτούσε φίλους του ψαράδες από την Κούλουρη. Μια μέρα τον καρφώσανε και τον τυλίξανε σε μια κόλλα χαρτί, εξαντλώντας την ερμηνεία του νόμου “περί εμπορίας όπλων”. Στο ναυτοδικείο αποφασίστηκε η ποινή που προαναφέρουμε. Όχι άδικα λοιπόν, μετά από χρόνια έγραφε «Το αλανάκι» (μπουζούκι Χιώτης), σχετικά καλυμμένο ερωτικά, αλλά με πόνο πια το 1940 για όσα είχε περάσει μέχρι τότε. Αν και τα δυσκολότερα θα έρχονταν αργότερα…

Από το 1930 αρχίζει και τριγυρνά στα γνωστά στέκια του Πειραιά, παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμά, συντροφιά με τον νεώτερό του, Στέλιο Κερομύτη και συμμετέχοντας ενεργά πλέον στη μεγάλη παρέα του ρεμπέτικου τραγουδιού, που έμελλε να εξελιχθεί στα επόμενα χρόνια στην «Πειραιώτικη Κομπανία». Ο Μπαγιαντέρας είχε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη.

«Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια (Γυρνώ σαν νυχτερίδα)» (1938), με τον Στράτο Παγιουμτζή και μπουζούκια τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη.

Προπολεμικά ο Μπαγιαντέρας πιάνει δουλειά στο θρυλικό μαγαζί «Δάσος» στο Βοτανικό, ιδιοκτησίας του διαβόητου Βλάχου, στοιχείου του υπόκοσμου που μπαινόβγαινε στις φυλακές για φόνους κι άλλα αδικήματα. Η ατρόμητη όμως ψυχή του θα τον μετέτρεπε σε φόβο και τρόμο των κουτσαβάκηδων της δεκαετίας του '30, μιας και, για να επιβιώσει στους κακόφημους τεκέδες του Πειραιά, έπρεπε να γίνει εξίσου σκληρός με το σινάφι. Οι παλιοί ρεμπέτες το έλεγαν εξάλλου με καμάρι πόσες φορές καθάρισε ο «Μήτσος» για πάρτη τους σε καυγάδες και φασαρίες. Στο μαγαζί του Βλάχου, γνωρίζεται με τον 16χρονο τότε Μανώλη Χιώτη, με τον οποίο θα συνεργαστεί στενά τα επόμενα χρόνια.

«Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Κι εγώ στο πάλκο με τον Μπαγιαντέρα πρωτανέβηκα… Του Μπαγιαντέρα τα τραγούδια είναι διαλεχτά, ένα κι ένα, πολύ ωραία, όλο αρμονίες. Καλός συνθέτης ο Μπαγιαντέρας και καλός μάγκας. Φίλος μου, δούλεψα μαζί του. Ήταν επαναστάτης, ανάποδος αλλά καλό παιδί. Είναι τυφλός από την Κατοχή, δεν ξέρω πώς, αυτά είναι δικά του, εντελώς δικά του, ήταν όμως δυνατό παιδί και μπράβο του». Γιάννης Παπαϊωάννου.

Από το μακρινό 1938, ας απολαύσουμε τους δυο σπουδαίους βιρτουόζους του μπουζουκιού (τρίχορδα μπουζούκια), στο οργανικό κομμάτι-χασαποσέρβικο «Το πέρασμα», σύνθεση του Μπαγιαντέρα, ενώ ο Μανώλης Χιώτης εδώ είναι 17 μόλις ετών.

Ο Μπαγιαντέρας ήταν και μεγάλος μάγκας και είχε «άγνοια κινδύνου» όπως λέμε παραπάνω, εξάλλου ήξερε και από πάλη, όμως το πραγματικό μουσικό ταλέντο του τον οδήγησε μετά το 1935 και μέχρι τουλάχιστον τον πόλεμο, να γράψει ορισμένα από τα πλέον αγαπημένα ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, γεμάτα έρωτα και συναίσθημα, αλλά και ενθύμια στιγμών. Ο κατάλογος είναι μεγάλος, «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Το τραγούδι της αγάπης», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Το μαναβάκι», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Χατζηκυριάκειο» και ίσως πρώτο και πάνω απ' όλα το «Σα μαγεμένο το μυαλό μου».

Οι ευαίσθητοι και ρομαντικοί στίχοι του ύμνησαν προπολεμικά τον έρωτα όσο λίγοι, αν και, όταν θα ερχόταν ο Β' Παγκόσμιος και η Κατοχή, ο Μπαγιαντέρας θα μετατρεπόταν σε πολιτικοποιημένο καλλιτέχνη που θα υμνούσε τον αντιστασιακό αγώνα κατά του βάρβαρου κατακτητή. Λίγο πριν από τον πόλεμο, ο Μπαγιαντέρας, γίνεται μέλος του ΚΚΕ, επισημοποιώντας την αριστερή πολιτική του τοποθέτηση. Αφού πολέμησε γενναία στο αλβανικό μέτωπο, έγραψε αντιπολεμικά και επαναστατικά ρεμπέτικα τραγούδια, την ώρα που τυφλώνεται, δίνοντας στους στίχους του κάτι από τη σκοτεινιά και τα βάσανα της προσωπικής του οδύσσειας. Ο Μπαγιαντέρας έζησε πραγματικά σκληρά χρόνια, τα οποία ακολουθήθηκαν από ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς ήταν δηλωμένος κομμουνιστής σε καιρούς χαλεπούς για τη χώρα μας.

Ο Παναγιώτης Κουνάδης, στο βιβλίο του «Γειά σου περήφανη και αθάνατη εργατιά», γράφει:

«Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, αν και τυφλώθηκε το 1941, δεν έχασε το θάρρος του και έγραψε πολλά τραγούδια με αντιστασιακό περιεχόμενο, σε ρεμπέτικο ύφος. Το 1966 μας τραγούδησε, για πρώτη φορά, έξι από αυτά, τα οποία, το 1974, ηχογραφήσαμε τραγουδημένα από τον ίδιο».

Τα αντάρτικα που τραγουδούσε στην Κατοχή θα του έφερναν ξύλο με το τσουβάλι από τους Γερμανούς αλλά και τους δωσίλογους Έλληνες συνεργάτες τους, αν και ο μπάρμπα-Μήτσος δεν σταμάτησε να τραγουδά για την ελευθερία ούτε στιγμή.

Τα τραγούδια του Μπαγιαντέρα, με θέμα το Αντάρτικο, κοσμούνται ανελλιπώς με τις λέξεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Άρης (Βελουχιώτης) – τα συνθήματα της Αντίστασης, συμβαδίζοντας απόλυτα με τα αντίστοιχα των τοίχων της Κατοχής. Έτσι περνάει στην επόμενη εποχή, του εμφυλίου, όπου και εκεί δείχνει με κάθε τρόπο «μουσικό», την πολιτική του ταυτότητα και ιδεολογία. Αναμφίβολα από τις κυρίαρχες μορφές λαϊκών δημιουργών, της κατοχικής περιόδου και του εμφυλίου, είναι ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο αναφερόμενος και ως «τυφλός ραψωδός της Εθνικής Αντίστασης».

Το τραγούδι του Μπαγιαντέρα, «Να 'ναι γλυκό το βόλι», έφτασε μέχρι τις μέρες μας να είναι σημείο τριβής σε σχολικούς και άλλους εορτασμούς.

Οι συνθήκες επιδεινώθηκαν στη δεκαετία του 1950, όταν μόνος και ξεχασμένος πέρασε και πάλι δύσκολες ώρες φτώχειας και πείνας στο καλυβάκι του στις Τζιτζιφιές με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά, στιγματισμένος επιπρόσθετα ως αριστερός. Αν και αυτό δεν θα ήταν το τέλος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για τα ρεμπέτικα, ο Γκόγκος επανήλθε στη δημοσιότητα, όπως και οι άλλοι μεγάλοι ρεμπέτες, μέσω της επανακυκλοφορίας παλιότερων επιτυχιών του αλλά και με νέες ηχογραφήσεις, καθώς παρά τα χρόνια της επιβεβλημένης σιωπής ο ίδιος δεν σταμάτησε ποτέ να εκφράζεται μουσικά.

Εκτός από τα 100, περίπου, τραγούδια και τα 30 ανέκδοτα, έχει στο ενεργητικό του και μια μέθοδο για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου. Τα τελευταία χρόνια ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στο Περιστέρι, στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του, Δέσποινα. Το 1971 κυκλοφορεί σε 45άρι ο "Καθρέφτης", ντουέτο με το Διονύση Σαββόπουλο, μαζί με τον "Πολιτευτή" του δεύτερου.

Τον Μάη του 1972, επανεμφανίστηκε σε μια τιμητική βραδιά στις «Χάντρες», στην Πλάκα και σε δύο συναυλίες με δικά του τραγούδια, στο θέατρο «Διάνα» και στον κινηματογράφο της Καλλίπολης «Γαρδένια», που οργάνωσε το Ελληνικό Κέντρο Γραμμάτων (Ε.Κ.Γ).

Το χειμώνα του 1972, ανταποκρινόμενος με εφηβικό ενθουσιασμό στην πρόταση του Τάσου Σχορέλη να παρουσιάσουν γνήσιο ρεμπέτικο και σμυρνέϊκο τραγούδι, εμφανίστηκε μαζί με άλλους βάρδους ρεμπέτες σε κέντρο της Πλάκας. Έτσι, επί Χούντας, ξεκίνησε μια προσπάθεια «ζωντανής» αναβίωσης του ρεμπέτικου με πρωτεργάτες τον Μπαγιαντέρα, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο κ.ά, που στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία.

Στις 28 Φεβρουαρίου 1903 γεννήθηκε στον Πειραιά ένας από τους πρωτοπόρους δημιουργούς του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας. Την ίδια ημερομηνία, 57 χρόνια μετά (1960), γεννιόταν ο Μανώλης Λιδάκης, ο οποίος, με την ώθηση του Χατζηδουλή, στο δίσκο του 1990 «Ούτε που ρώτησα», συμπεριέλαβε ένα ανέκδοτο τραγούδι του Μπαγιαντέρα, τα περίφημα «Μαϊστράλια», σε σύνθεση του Χρήστου Νικολόπουλου και σεγόντα από το συνθέτη και τη Σοφία Βόσσου. Το τραγούδι αυτό έκανε αίσθηση και στον επόμενο δίσκο του ο Λιδάκης, στο «Καράβι απόψε το φιλί», συμπεριέλαβε ακόμα τρία τραγούδια του Μπαγιαντέρα.

Το πρώτο και το πιο γνωστό ήταν το ζεϊμπέκικο «Και καρτερώ», που γράφτηκε μετά την απελευθέρωση. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1983 από την Ελένη Γεράνη - μόνιμη παρτενέρ του Βασίλη Τσιτσάνη εκείνη την εποχή - και κυκλοφόρησε στο δίσκο «Ρεμπέτικη ανθολογία Νο 1» με τραγούδια του Τσιτσάνη, του Μπαγιαντέρα και του Γενίτσαρη. Το δεύτερο, επίσης ζεϊμπέκικο, ήταν το «Αγαπάτε αλλήλους» που, όπως λένε τα στοιχεία στο εσώφυλλο του δίσκου, γράφτηκε το 1971. Η έκπληξη του δίσκου βρίσκεται στο τελευταίο κομμάτι, το «Αφιερωμένο στον Αττίκ», που γράφτηκε στο σπίτι του Κώστα Χατζηδουλή το 1977 και πρόκειται για μια ερωτική λαϊκή μπαλάντα. Ο τίτλος έμεινε όπως τον ήθελε ο ίδιος ο Μπαγιαντέρας, ο οποίος και σε συνέντευξή του είχε δηλώσει θαυμαστής του ταλέντου του Κλέωνα Τριανταφύλλου.

Ο Λιδάκης συνέχισε να συμπεριλαμβάνει Μπαγιαντέρα και σε επόμενες δουλειές και σε μια από αυτές το 1995, το «Τέσσερις κύκλοι τραγουδιών», ένας από αυτούς είναι αφιερωμένος στον Μπαγιαντέρα. Συγκεκριμένα πρόκειται για 4 τραγούδια, «Τραυματισμένο πουλί», που όπως και το «Και καρτερώ» είχε ηχογραφηθεί για πρώτη φορά - με εντελώς διαφορετική ενορχήστρωση - το 1983 από την Ελένη Γεράνη για το δίσκο «Ρεμπέτικη ανθολογία Νο 1». Το χασαποσέρβικο «Θεσσαλονικιά κυρά μου» ο Μπαγιαντέρας το έπαιξε και το τραγούδησε στο σπίτι του Κώστα Χατζηδουλή τον Μάιο του 1977, όπου και ηχογραφήθηκε πρόχειρα. Για τη «Ζωγραφιά», όπως λένε τα στοιχεία του δίσκου:

«Το 1966 η μεγάλη του κόρη, Αγγελική, παντρεύτηκε και έφυγε στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση. Η πίκρα του χωρισμού ζωγράφισε στην ψυχή του μπάρμπα Μήτσου αυτό το έξοχο τραγούδι. “Δυο ήλιοι ήταν τα μάτια σου μες στη ζωή για μένα”».

Το τελευταίο τραγούδι ήταν «Τα μάτια σου τα όμορφα», ένα τσιφτετέλι γραμμένο το 1983. Πρόκειται για το τελευταίο τραγούδι του Δημήτρη Γκόγκου, του σπουδαίου Μπαγιαντέρα.

Λέει ο Μπαγιαντέρας στον Τάσο Σχορέλη, («Ρεμπέτικη Ανθολογία»)

«Η ζωή μας είναι πολύτιμη. Εγώ της λέω της γυναίκας μου: Άμα θα πάψω να νιώθω τη ζωή, θα πάω να γεμίσω το κρεβάτι μου λουλούδια, θα τα σκορπίσω, θα γράψω ένα τραγούδι και τότε θα σκολάσω…»

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Xρήστος Κολοκοτρώνης: Εγώ με την αξία μου...

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Μεγάλος γλεντζές ο Χρήστος, πολύ μεγάλος. Ήτανε,...

    Συνέχεια

    Γιάννης Ρίτσος: Ένας αιώνας ενός έθνους σε μια ζωή

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του περασμένου αιώνα,...

    Συνέχεια

    Nότης Περγιάλης: Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι...

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Η λογοτεχνία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα και ο λογοτέχνης οφείλει να...

    Συνέχεια

    David Bowie: Ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς (David Robert Jones, 8 Ιανουαρίου 1947 – 10 Ιανουαρίου...

    Συνέχεια

    Oδυσσέας Ελύτης - Τα ποιήματα που τραγουδήσαμε

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα...

    Συνέχεια

    Γιάννης Σπανός - Πιο πάνω κι απ' την μαρκίζα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Γεια σας, είμαι ο Γιανί Σπανός», δεν το ήθελα...

    Συνέχεια

    Ιστορίες τραγουδιών εν έτει... 1940

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Παρά το γεγονός ότι η αρνητική απάντηση του Ιωάννη Μεταξά προς τους...

    Συνέχεια

    Παντελής Βούλγαρης - Τα τραγούδια από τις ταινίες του

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Παντελής Βούλγαρης είναι ένας σημαντικός σκηνοθέτης μας, γεννημένος...

    Συνέχεια

    Ο Μάνος του Τρίτου

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Εικοσιτρείς Οκτωβρίου του 1925 ο Μάνος Χατζιδάκις...

    Συνέχεια