Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Εισαγωγή στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη

(To κείμενο που ακολουθεί διαβάστηκε στο Τρίτο Πρόγραμμα από τον στιχουργό Κώστα Φασουλά και είναι βασισμένο στη μελέτη του Γιώργου Πετρόπουλου για τον Βάρναλη. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης" το 2006).

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας, αν και σε ορισμένες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1883 και αλλού το 1885.

Στα 1898 ο Βάρναλης τελείωσε την έβδομη τάξη της «Αστικής Σχολής Πύργου» και συνέχισε τις σπουδές του στα Ζαφείρια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης.

«Αμα τελείωσα τα Ζαφείρια - γράφει ο ίδιος - παιδί αμούστακο δεκαοχτώ χρονώ, διορίστηκα δάσκαλος στο σκολειό του Πύργου με μισθό 600 λέβια το χρόνο, ήγουν με 1,70 μεροκάματο!...

Δεν πρόφτασα όμως να εξασκήσω τα υψηλά μου διδασκαλικά καθήκοντα. Και σ' αυτήν την περίσταση η Μοίρα μου με κυνήγησε. Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο λαβαίνω κάποιο συστημένο γράμμα από την κοινότητα της Βάρνας γεμάτο σφραγίδες κι επισημότητες και με την αντρέσσα γραμμένην ελληνικά...

Το ανοίγω και διαβάζω πως η κοινότητα της Βάρνας το θεωρούσε τιμή της, "ότι εν των τέκνων αυτής ηρίστευσεν εις εγκυκλίους σπουδάς του" και μου προτείνει να με στείλει να σπουδάσω εις το "Αθήνησι Πανεπιστήμιον" από το κληροδότημα του Βαρναίου Νικολάου Παρασκευά, Φιλολογίαν ή ...Θεολογίαν.

Μα γιατί η κοινότητα της Βάρνας με θεωρούσε "τέκνον" της. Επειδή ο πατέρας μου ήταν από τη Βάρνα. Το επίθετο Βάρναλης θα πει Βαρναίος. Δέχτηκα να σπουδάσω φιλολογία με την κρυφή χαρά πως θα επισκεπτόμουνα τη χώρα των ονείρων μου, την Ελλάδα. Τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου, της Σοφίας, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας!».

Στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Βάρναλης θα γραφεί το 1903 και θα αποφοιτήσει το 1908. Από την ίδια σχολή ανακηρύχτηκε και διδάκτωρ.

Στα 1909 πρωτοδιορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και κατόπιν υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατιά.

Το 1912-13 με τους Βαλκανικούς Πολέμους επιστρατεύτηκε. Ο ίδιος περιγράφει με εξαιρετικό σαρκασμό την εποχή:

«Το Σεπτέμβριο του 1912 - γράφει - η ελληνική ζωή τραντάχτηκε από τα θεμέλιά της. Η ζωή της καθημερινής ρουτίνας με τις μικρομιζέριές της, με το πολιτικό κουτσομπολιό των εφημερίδων και της Βουλής, με το γλωσσικό και το σταφιδικό ζήτημα τινάχτηκε απάνω σοβαρή κι επίσημη και πήρε ορμές και πόζες ηρωικές. Η Ψωροκώσταινα πέταξε τα κουρέλια της και την ασκήμια των πρώιμων γηρατειών της και μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε πολεμόχαρη Αθηνά νέα κι ωραία και... σοφή... Γενική επιστράτεψη ενάντια στους "προαιώνιους" εχθρούς».

Ο Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ του Δ. Ταγκόπουλου. Τα ίδια αυτά ποιήματα συμπληρωμένα τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο ΚΗΡΗΘΡΕΣ που κυκλοφόρησε το 1905.

Βέβαια, πρώτη του ποιητική δουλειά ήταν οι ΠΥΘΜΕΝΕΣ, μια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά.

Ο Βάρναλης είχε στείλει τους ΠΥΘΜΕΝΕΣ στον Παλαμά, ζητώντας απ' αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ' ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ' αφορμή το θάνατο του Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή του με το μεγάλο δάσκαλο:

«Του 'στειλα με το Ταχυδρομείο σ' ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημένα. Αυτό είτανε το μοναδικό τους προσόν. Υστερα από μέρες πήρα μια "βραχεία". Μου έγραφε: "Φίλε... συνάδελφε!". Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ' τη χαρά μου».

Τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, την πρώτη δημοσιοποιημένη ποιητική συλλογή του Βάρναλη, την προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, ένας ποιητής, που, όπως γράφει ο Μάρκος Αυγέρης, «οι νέοι τον εκτιμούσαν πολύ για τον αρμονικό στίχο του και τον θεωρούσαν σαν έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής». Έγραφε ο Μαρτζώκης για τον Βάρναλη σ' εκείνον τον πρόλογο: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά ότι είναι αληθινός ποιητής».

Μετά τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, ο Βάρναλης δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, στην ΗΓΗΣΩ, στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α. Το 1919 δημοσίευσε στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ. Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβα, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου.

Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου. Και προσθέτει: «Ο "Προσκυνητής" είναι το ορόσημο, ο σταθμός. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούργιο. Ολος ο "Προσκυνητής" είναι νέα ποιότητα στο έργο του Βάρναλη. Ο παλιός και έμπειρος τεχνίτης του στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, του εθνικού ποιητή, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες: Να εκφράσει το έθνος, την εποχή, να γίνει ο οδηγητής του».

Για το ίδιο θέμα ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον "Προσκυνητή" μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο "Προσκυνητής"... έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο "Προσκυνητής" αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».

Ως κοινωνικός ποιητής ο Βάρναλης εμφανίζεται στα 1922 με το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ. Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου.

Η στροφή του Βάρναλη στην κοινωνική ποίηση γίνεται στο Παρίσι. Γράφει ο Αυγέρης:

«Η μεταβολή ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του Ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν' αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε, όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ' όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης».

Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε».

Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει γι' αυτό του το έργο:

«Το "Φως που καίει" το έγραψα στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1921. Όμως το διάγραμμα του έργου, την κατανομή του σε τρία μέρη, τα πρόσωπα του διαλόγου και των διαφόρων λυρικών κομματιών τα είχα συλλάβει όταν ακόμη ήμουνα στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα έγραψα και τις πρώτες στροφές από το "Τραγούδι των Ωκαιανίδων"... Το έργο μου αυτό τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια από το Στέφανο Πάργα (έκδοση "Γραμμάτων") με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας στην αρχή του 1923. Ητανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού».

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ, όπως ήταν επόμενο, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και προκάλεσε έντονες συζητήσεις.

Ο Ξενόπουλος το χαρακτήρισε σταθμό στα Ελληνικά Γράμματα, ενώ ο ίδιος ο ποιητής «Μάλλον αρχή», εννοώντας προφανώς ότι επρόκειτο για μια νέα δική του αρχή, αλλά και μια αρχή στην κοινωνική ποίηση του 20ού αιώνα.

Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μιλάει για αρχή «της σοσιαλιστικής μας λογοτεχνίας» που «είναι μέρος της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας», με αποτέλεσμα - κατά τη γνώμη του - το δίκαιο να βρίσκεται με τη γνώμη του Ξενόπουλου.

Για τον Κορδάτο με το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ «ο Βάρναλης ξεσπαθώνει και βρίσκεται πρωτοπόρος στο προοδευτικό κίνημα».

Αντίθετα από τις παραπάνω κρίσεις, το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση στον Καζαντζάκη, αν και η πρώτη του επαφή με το έργο ήταν από τις βιβλιοκριτικές του ΝΟΥΜΑ. Σ' ένα γράμμα του προς την τότε σύζυγό του Γαλάτεια, ο Ν. Καζαντζάκης έγραφε: «Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το "Νουμά". Ξεφυλλίζοντας το "Νουμά" είδα μια κριτική για κάποιο "Τανάλια". Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα 'ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία - όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν' αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι "σοσιαλιστικά" πίσω δε λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα». Φυσικά ο Καζαντζάκης δεν είχε δίκιο, αλλά η γνώμη του, έστω και πρόχειρα διατυπωμένη, ως ιστορικό γεγονός έχει τη δική της ξεχωριστή βαρύτητα.

Το 1922, πάλι, ως Δήμος Τανάλιας, ο Βάρναλης εκδίδει, πάλι, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον τίτλο «Ο λαός των Μουνούχων». Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» και το 1927 το ποιητικό έργο «Σκλάβοι πολιορκημένοι».

Το 1931 ο Βάρναλης εξέδωσε την «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», για την οποία ο Παλαμάς τού έγραψε: «Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται, πως δύο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους, που θέλουνε να σε αφορίσουν, κ' εκείνους που ζητάνε να σε φιλήσουν. Είναι και μια τρίτη, που αισθάνεται και τα δύο διαβάζοντας σε, όσο κι αν τέτοιο αίσθημα μπερδεύει».

Το 1938 εκδόθηκαν οι «Ζωντανοί άνθρωποι», το 1946 το «Ημερολόγιο της Πηνελόπης», το 1956 οι «Διχτάτορες» και η επιλογή από το μέχρι τότε ποιητικό έργο υπό το γενικό τίτλο «Ποιητικά». Το 1958 βγήκαν σε δύο τόμους τα «Αισθητικά - κριτικά» και το 1959 ο ποιητής βραβεύεται στη Μόσχα με το Βραβείο Λένιν για τους αγώνες και το έργο του υπέρ της Ειρήνης.

Μετά το θάνατό του (1975), εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή, γραμμένη στα χρόνια της χούντας, με αντιδικτατορικά ποιήματα, ενώ το 1980 εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε βιβλίο τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα».

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Νίκος Γκάτσος - Η κληρονομιά

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Φτάνει ν' ανθίσει μόνο λίγο σιτάρι για τις γιορτές, λίγο κρασί για τη...

    Συνέχεια

    Γιώργος και Γεωργία

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος

    Συνέχεια

    «Απαγορεύομεν και διατάσσομεν»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Και είναι και πάλι Παρασκευή η 21η Απριλίου 2023. Σκέφτομαι «...

    Συνέχεια

    Ρένα Κουμιώτη

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Το πρώτο τραγούδι που έδωσε ο Μίμης Πλέσσας στη Ρένα...

    Συνέχεια

    Άκος Δασκαλόπουλος

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Άκος (Κυριάκος) Δασκαλόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937 στις 23...

    Συνέχεια

    Για τον Τάσο Βουγιατζή

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ο Τάσος Βουγιατζής γεννήθηκε 16 Φεβρουαρίου 1963 στην Καστέλλα, στον...

    Συνέχεια

    Έλληνες στιχουργοί

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Διάβασα συνέντευξη του στιχουργού Ηλία Φιλίππου στα ΝΕΑ...

    Συνέχεια

    7+2+1 τραγούδια υπέρ… Βαλεντίνου

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Υπέρ Βαλεντίνου το… ανάγνωσμα, λοιπόν! Που εμείς στην Ορθόδοξη...

    Συνέχεια

    Κάθε στιγμή ραδιοφώνου είναι λόγος ύπαρξης

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Σε λίγες μέρες κλείνουν 43 χρόνια από τον φοβερό σεισμό του 1981 στις...

    Συνέχεια

    Nίκος Ξανθόπουλος - Τραγουδώντας με το «παιδί του λαού»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Τον Νίκο Ξανθόπουλο τον θυμάμαι πάντα ως μια εικόνα συνδεδεμένη με...

    Συνέχεια