Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Eυτυχία Παπαγιαννοπούλου - Η θρυλική «γρηά» του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

«Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος.
Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου, βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές».

Λόγια ενός ανθρώπου που «έχει να πει» κάτι λόγω αναμνήσεων, σοβαρών αναμνήσεων. Ο ίδιος αυτός άνθρωπος τις χαρακτηρίζει πικρές, τις αγκαλιάζει και τις κάνει τραγούδι…

Στο ελληνικό τραγούδι, η περίπτωση της «γριάς» Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου έφτασε στα όρια του μύθου. Όχι μόνο για το έργο της, δεδομένου ότι σημαντικό έργο είχαν και άλλοι στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, αλλά είναι και η συνολική παρουσία της έξω από αυτό το περιβάλλον, που την καθιστά σχεδόν μοναδική. Και αυτή η συνολική της παρουσία είναι που αποτέλεσε σενάριο για ταινία, βιβλίο, θεατρική παράσταση. Έτσι έμαθε όλος ο κόσμος πολλά, για την ίδια, την εποχή που έζησε, τα πάθη της, την κληρονομιά που άφησε με τα τραγούδια της. Πολλά από… άλλα που είναι δικά της, δε φαίνονται στα αρχεία ως δικά της, είτε γιατί η ίδια το επέλεξε ή και γιατί «δεν το είχε» με το εμπορικό θέμα.

«Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους. Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το “δανείστηκαν” αρκετοί. Τραγούδια που αφήσανε στους αγοραστές περιουσίες ολόκληρες, είχανε πουληθεί από την Ευτυχία για τέσσερα-πέντε δεκάρικα. Η καημένη, όμως η Ευτυχία, ποτέ δεν βαρυγκώμησε: “Με γεια τους με χαρά τους”, έλεγε. Κι όταν είχε πάλι αδεκαρίες -και πότε δεν είχε;- έγραφε μερικά τραγούδια και πήγαινε και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά. Η ζωή της όλη, ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό»,

έγραψε στη βιογραφία της ο Αλέκος Σακελλάριος. Και όπως τα λέει και η ίδια το 1971: (από συνέντευξη (μαγνητοφωνημένη) στους Γιάννη και Ελισάβετ Κουνάδη, η οποία συμπεριλήφθηκε ως CD στην έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου, «Ένα Μπλουζ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου»).

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, αρχικά Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, αργότερα Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου (1893 - 7 Ιανουαρίου 1972) ήταν η πρώτη Ελληνίδα στιχουργός και εκ του αποτελέσματος η σημαντικότερη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, μέχρι το θάνατό της, στα 79 της χρόνια.

Η δισκογραφία που άφησε με το όνομά της προφανώς δεν αντανακλά και το σύνολο του έργου της, αφού, όπως είπαμε, πολλά από τα δημιουργήματά της τα πούλαγε, κυρίως για να ικανοποιήσει το πάθος της για τον τζόγο. Αρχή στη δισκογραφία με το όνομά της από τα ισχύοντα σήμερα, δείχνει να έχει γίνει το 1954 με ένα 78άρι με τον τίτλο «Θα δω και τα χαϊρια σου» (His Master's Voice), που τραγουδούν μαζί Σταύρος Τζουανάκος και ο «Ντίλιγκερ», Γιάννης Τατασόπουλος, ο οποίος πιθανότατα έχει γράψει και τη μουσική. Αυτό διότι περιέργως, το δισκάκι αναφέρει σαν πλήρη δημιουργό την Παπαγιαννοπούλου, που μάλλον είναι απίθανο.

Το 1958 καταγράφεται η πρώτη μεγάλη επιτυχία της σε δίσκο, το «Απ' τα ψηλά στα χαμηλά» με τον Στέλιο Καζαντζίδη και μουσική του φίλου της, του Απόστολου Καλδάρα, που απ' ό,τι φαίνεται είναι ο πρώτος που τη στήριξε και τη βοήθησε να πάρει τα δικαιώματα από τις δημιουργίες της. Στο ίδιο δισκάκι πάντως της εταιρείας «ΝΙΝΑ» τότε, καταγράφεται και το τραγούδι «Ηλιοβασιλέματα» σε πρώτη εκτέλεση, το οποίο φαίνεται να ανήκει εξ ολοκλήρου στον Χιώτη και να το ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα. Είναι από τα τραγούδια που ξέρουμε ότι είναι δικά της, ανεξάρτητα από τις καταγραφές της δισκογραφίας της εποχής.

Γύρω στα 400 πάνω-κάτω τραγούδια είναι καταχωρισμένα στο όνομά της. Είναι λογικό να υποθέσει κάποιος ότι υπάρχουν πολλά περίσσότερα, σκεπτόμενος τον τρόπο που έδινε (πούλαγε / χάριζε) τους στίχους της... Πολλοί από αυτούς έγιναν γνωστοί ως τραγούδια, μετά τον θάνατό της, όταν μελοποιήθηκαν για πρώτη φορά από γνωστούς συνθέτες. Μερικά μόνο παραδείγματα:

Ο Αντώνης Κατινάρης μελοποίησε το «Στου βοριά το παραθύρι» που είπε ο Στράτος Διονυσίου το 1974, ο Γιάννης Σπανός μελοποίησε το «Σκορπίσανε οι φίλοι μου (οι Μάηδες οι ήλιοι μου)» που είπε ο Γιώργος Νταλάρας το 1978, ο Σταμάτης Κραουνάκης μελοποίησε τη «Μαλάμω» που είπε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη το 1985, ο Χρήστος Νικολόπουλος μελοποίησε το «Τσιφτετέλι Τσιτσάνη» που είπαν οι Ελένη Τσαλιγοπούλου, Μανώλης Λιδάκης και Μιχάλης Δημητριάδης το 1993, ο Γιώργος Στεφανάκης μελοποίησε έναν κομβικό στίχο της Παπαγιαννοπούλου, εξαιτίας του ιδιότυπου λεξιλογίου του, τον «Ο μπάρμπας μου ο Παναής» που είπε ο Μιχάλης Ζαμπέτας το 1999 και έγινε επιτυχία και με την Αργυρώ Καπαρού αργότερα.

Tραγούδια-επιτυχίες, που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του '60 με το επώνυμο της Παπαγιαννοπούλου στις ετικέτες των δίσκων (πέραν του «Ειμ' αητός χωρίς φτερά») και από τα οποία θα έπαιρνε κάποια λεφτά, μέσα στα χρόνια, από δικαιώματα:

«Τι να σου κάνει μια καρδιά» (1966) του Αντώνη Κατινάρη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Στ' Αποστόλη του κουτούκι» (1965) του Καλδάρα με τους Ευάγγελο Περπινιάδη-Μάριο, «Πήρα απ' τη νιότη χρώματα» (1966) του Καλδάρα με την Βίκυ Μοσχολιού, «Όνειρο απατηλό» (1967) του Καλδάρα με τον Σταμάτη Κόκοτα και «Πετραδάκι, πετραδάκι» (1966) και πάλι του Καλδάρα με τον Μιχάλη Μενιδιάτη (αν και στο δισκάκι με την εκτέλεση του Νίκου Ξανθόπουλου από το 1967, που επίσης ακούστηκε πολύ, το επώνυμό της δεν είναι αναγραμμένο).

Στο αφιέρωμά μας στον Απόστολο Καλδάρα, τον άνθρωπο που ουσιαστικά της έδειξε το δρόμο πως «να πληρωθεί» για τον πλούτο του ταλέντου της,

(https://www.mousikogramma.gr/afieromata/arthro/apostolos_kaldaras_magkas_bgike_gia_sergiani-4161/):

σημειώναμε τότε:

"… η συνεργασία με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα πρέπει να μνημονευθεί ξεχωριστά, άλλωστε ο «υιός» Κώστας Καλδάρας αποτύπωσε τη σχέση τους:

«Η Ευτυχία ήταν η μουσική ερωμένη του Απόστολου.

Είχαν ιδιαίτερη σχέση και εκείνη τον λάτρευε»

Τους ένωσαν κοντά 100 καταγεγραμμένα τραγούδια, 91 για την ακρίβεια ηχογραφημένα, μερικά εκ των οποίων θεωρούνται διαχρονικά και διαμάντια της ελληνικής δισκογραφίας. «Όνειρο απατηλό», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Ο γυάλινος κόσμος», «Ας παν' στην ευχή τα παλιά», «Αλλοτινές μου εποχές», «Πήρα απ' τη νιότη χρώματα» και είναι αυτό που λέμε «τι άλλο»…".

Αν ζητούσε κανείς μια αρχή σε όλα αυτά, μάλλον δεν έχει σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Δεδομένου ότι στο μυαλό της μπήκε να γίνει μια νέα «Κοτοπούλη» ή τέλος πάντων ηθοποιός του θεάτρου. Λέει η ίδια:

«Σε μια φιλανθρωπική παράσταση έπαιξα κάποιο ρόλο.

Με είδαν ο (Νίκος) Βέλμος και ο (Αιμίλιος) Βεάκης.

Με πήγαν στην Μαρίκα την Κοτοπούλη.

Κι από τότε ρίχτηκα με τα μούτρα στο θέατρο...».

Στα μέσα της δεκαετίας του '20 θα γνωρίσει κάποιον Νίκο Αλεξίου, που πρέπει να ήταν κάτι σαν μάνατζερ της εποχής, ο οποίος τη βοήθησε στο να συστηματοποιήσει τη θεατρική πορεία της και να παίξει με περιοδεύοντες θιάσους, επισήμως τα λεγόμενα «μπουλούκια».

Προς από τα τέλη της δεκαετίας του '20 η Ευτυχία Νικολαΐδου (όπως ήταν ακόμη το επώνυμό της, αφού τυπικά δεν είχε χωρίσει από τον πρώτο άντρα της), γνωρίζει τον αστυφύλακα, Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, τον οποίον και ερωτεύεται. Οι κοινές ανησυχίες τους περί Τέχνης τούς έφεραν πιο κοντά. Ασχολείται ακόμα με το θέατρο, αλλά πλέον ασχολείται και με την ποίηση. Και το 1931, ως Ευτυχία Νικολαΐδου, τυπώνει βιβλίο με ποιήματα της, που το αποκαλεί "Πνοές". Οι στίχοι της είναι ερωτικού περιεχομένου, νοσταλγικοί σε σχέση με κάποια αγαπημένα της πρόσωπα, που έχουν χαθεί εν τω μεταξύ, μα και κοινωνικοί, επηρεασμένοι από τις δυσκολίες της ζωής, που η ίδια είχε βιώσει.

Το 1932 ο Νικολαΐδης πεθαίνει κι έτσι παντρεύεται τον Παπαγιαννόπουλο. Αυτός έμελλε να είναι το μεγάλο κεφάλαιο στην προσωπική της ζωή, ο άνθρωπος που ήταν δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής του. Παίζει στο θέατρο και γράφει όχι μόνο ποιήματα αλλά και στίχους, όπως φανερώνει μια δημοσίευση στην εφημερίδα «Μακεδονία» της 15ης Ιανουαρίου 1932. Το στιχούργημά «Λενιώ» θα μπορούσε να γίνει τραγούδι...

Η δεκαετία του '30, ήταν μάλλον δημιουργική για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (πλέον). Συνεχίζει να παίζει στο θέατρο, να γράφει στίχους ή ποιήματα, έχει μια ήσυχη ζωή με το νέο σύζυγό της, τη μητέρα και τις κόρες της, που εν τω μεταξύ έχουν μεγαλώσει. Η πρώτη κόρη της, Μαίρη Νικολαΐδου ή Λαΐδου (καλλιτεχνικά) ακολουθεί την πορεία της στο θέατρο, εκεί όπου θα γνωρίσει τον Φραγκίσκο Μανέλη, τον οποίον και θα παντρευτεί. Από το γάμο τους θα γεννηθεί η Ρέα Μανέλη, αργότερα χορεύτρια του μουσικού θεάτρου, αλλά και συγγραφέας (2003) του βιβλίου, «Η Γιαγιά μου η Ευτυχία», η οποία περιγράφει τη γέννηση της γιαγιάς Ευτυχίας ξεκινώντας…

«Η γιαγιά μου Ευτυχία, γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, το 1893.

Μοναδικό παιδί της Κόνα Μαριόγκας και του Γεωργίου Οικονόμου, ο οποίος μετά λίγο καιρό άλλαξε το επώνυμό του, σε Χατζηγιωργίου ή Χατζηγιωργής.

Ο θρύλος την έχει, πως ήταν υιοθετημένη, και μάλιστα με τη συνεννόηση των δύο γυναικών, της θετής και πραγματικής μάνας της...

«...Θ' αφήσω το παιδί την τάδε ώρα στην πόρτα, έχε το νου σου...»

Πού να κλείσει μάτι η Μαριόγκα όλο το βράδυ. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν άνοιξε την πόρτα έβαλε τις φωνές:

«... Αχ, ένα μωρό είναι στην πόρτα μας, η ευτυχία μπήκε στο σπίτι μας...»

Κι έτσι η Ευτυχία έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη ζωή, με πολύ θεατρικό τρόπο...».

Κι αν μη τι άλλο, όταν κατάλαβε για τα καλά τη ζωή, έγραψε αυτό το θαύμα, το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» το 1958. Το 1956 ο αγαπημένος σύζυγός της έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας την Ευτυχία μόνη με τις δύο κόρες της και πολύ κοντά, το 1960, χάνει και την κόρη της, τη Μαίρη Νικολαϊδου ή Λαϊδου, μητέρα της Ρέας. Στα «μπερδέματα» των δικαιωμάτων της εποχής, να συνυπολογίσουμε πως το τραγούδι αυτό το έχει συνθέσει ο Βασίλης Καραπατάκης, ενώ το ερμήνευσε ο Στέλιος Καζαντζίδης αρχικά (και μοναδικά). Ακόμα και σήμερα όμως, παραμένει σε αρκετές καταγραφές ότι η μουσική ήταν του ίδιου του Καζαντζίδη, κάτι που δεν ισχύει.

Το 1960, λοιπόν, έχασε την κόρη της και από τότε όλα άλλαξαν, η απώλεια αυτή την οδήγησε ακόμη πιο κοντά στα πάθη της και δίχως όριο προς την χαρτοπαιξία. Για το προφητικό τραγούδι «Δύο πόρτες έχει η ζωή» έλεγε η ίδια:

«Μέσα σε αυτό το τραγούδι, ένιωσα για πρώτη φορά την οδύνη, σαν χάνεις μια αγαπημένη ύπαρξη και ύστερα μένεις μόνη. Σε αυτούς τους στίχους έχω κλεισμένη όλη μου τη ζωή – ή μάλλον τη ζωή της ζωής μου, την κόρη μου τη Μαίρη».

Χαρακτηριστική για την περίοδο αυτή είναι και η γραπτή κατάθεση του Αλέκου Σακελλάριου στη βιογραφία που έγραψε προς τιμήν της, στην οποία αναφέρει:

«Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από το θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της –που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατο της– κι αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας».

Μία από τις πιο σημαντικές γνωριμίες της ζωής της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Η στιχουργός γνώρισε μέσω του γαμπρού της, του Φραγκίσκου Μανέλη, πρώτα την τραγουδίστρια Μαρίκα Νίνου, η οποία ήταν τότε ντουέτο αλλά και σχέση του συνθέτη. Η Νίνου ξεχώρισε αμέσως το ταλέντο της Ευτυχίας και την ίδια στιγμή ανακάλυπτε και ο Τσιτσάνης τον αβίαστο και καθάριο λόγο της τότε νέας στιχουργού. Στην αρχή ήταν διστακτική στο να ασχοληθεί με την στιχουργική, θεωρώντας τον εαυτό της ποιήτρια και μόνο, αλλά ο Βασίλης Τσιτσάνης κατάφερε να την μεταπείσει και να την βοηθήσει να βρει τον δρόμο της έκφρασης μέσω των τραγουδιών. Οι στίχοι της αποτέλεσαν ακρογωνιαίο λίθο της λαϊκής μουσικής, με το «Για μια γυναίκα χάθηκα» να αποτελεί το πρώτο της τραγούδι που μελοποιήθηκε από τον Βασίλη Τσιτσάνη, το «δάσκαλό της στους στίχους», όπως τον αποκαλούσε η ίδια. Και όπως το ομολογεί άλλωστε η ίδια το 1971: (από συνέντευξη (μαγνητοφωνημένη) στους Γιάννη και Ελισάβετ Κουνάδη, η οποία συμπεριλήφθηκε ως CD στην έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου, «Ένα Μπλουζ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου»).

Με δική του παραγγελία είχε γράψει στίχους για το γνωστό τραγούδι «Τα καβουράκια», το οποίο έγινε αργότερα η αφορμή να επέλθει ρήξη στη μεταξύ τους σχέση, όταν εκείνη σκέφτηκε να διεκδικήσει την πατρότητα των στίχων και εκείνος αντέδρασε, αναφέροντας ότι η τελική επιτυχημένη μορφή του τραγουδιού οφείλεται στον ίδιο και ότι εκείνη έδωσε απλώς στην αρχή ένα προσχέδιο.

Εν γένει, Τσιτσάνης και Παπαγιαννοπούλου δεν είχαν πάντα αγαστές σχέσεις. Ακόμη και μετά το θάνατό της, ο Τσιτσάνης ερχόταν στα μαχαίρια με όποιον επιχειρούσε να τον ακυρώσει στιχουργικά (σε σχέση πάντα με κάποια συγκεκριμένα κομμάτια). Το 1997 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε γράψει δύο άρθρα στο περιοδικό Δίφωνο σχετικά με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (και αργότερα, το 2002, θα τύπωνε και το βιβλίο "Όλα Είναι Ένα Ψέμα" στις Εκδόσεις Καστανιώτη). Σ' εκείνα τα άρθρα (τεύχος 17 και 18, Φεβρουάριος και Μάρτιος 1997) ο Λ. Παπαδόπουλος σημείωνε:

«Ο Τσιτσάνης, που τον ενοχλούσαν πολύ οι δηλώσεις της Ευτυχίας, πως τα "Καβουράκια" ήταν δικά της μού έλεγε: "Η Γριά (σ.σ. η Παπαγιαννοπούλου ήταν 22 χρόνια μεγαλύτερη από τον Τσιτσάνη και το "Γριά" ή καλύτερα «Γρηά» ήταν το παρατσούκλι της) δεν μπορεί να γράψει ένα ολοκληρωμένο τραγούδι. Μου έδινε δυο στίχους, παράδειγμα:

"πήρα τη στράτα κι έρχομαι / μες στη βροχή και βρέχομαι"

και το υπόλοιπο τραγούδι το έγραφα εγώ. Έτσι έγινε και με τα "Καβουράκια". Μου έγραψε:

"στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια"

κι αυτό ήταν όλο».

Ακόμη κι αν ήταν έτσι τα πράγματα, όπως τα έλεγε ο Τσιτσάνης (η Παπαγιαννοπούλου είναι γνωστό, από αφηγήσεις, πως μιλούσε συχνά και με στιχάκια, πετώντας ένα δίστιχο εδώ, ένα παραπέρα...), η ουσία είναι πως τα συγκεκριμένα δίστιχα είναι απολύτως καθοριστικά, ώστε ακόμη κι ένας απλός στιχοπλόκος, πόσο μάλλον ο Τσιτσάνης, να μπορεί, στηριγμένος σ' αυτά, να σχηματίσει ένα ολοκληρωμένο άσμα.

Και σιγά σιγά δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην υποκλίθηκε στο έμφυτο χάρισμά της. Μανώλης Χιώτης, Στέλιος Καζαντζίδης, Απόστολος Καλδάρας, Αντώνης Ρεπάνης, Μάνος Χατζιδάκις «πάντρεψαν» τις μελωδίες τους με τους στίχους της Ευτυχίας, που φαίνεται ότι χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, είχε ανακαλύψει το μυστικό που έκανε τα τραγούδια διαχρονικές επιτυχίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.

Έγραφε τους στίχους της παντού, άλλες φορές σε ένα πακέτο τσιγάρα πάνω, άλλες πίσω από λογαριασμούς, χωρίς ουσιαστικά να κατανοεί το μέγεθος του ταλέντου της. Η πυγμή και ο χαρακτήρας της ανοίγεται ολόκληρος στα τραγούδια της, μέσω των στίχων, όπως «Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε, κόσμε γυάλινε», «Σαν τον αητό είχα φτερά και πέταγα πολύ ψηλά».

Η επιμονή και η παρόρμηση του χαρακτήρα της την οδήγησαν πολλές φορές στο να κάνει διάφορα πράγματα, όπου για μια γυναίκα της εποχής ήταν αδιανόητα, όπως για παράδειγμα ένα πρωί αποφάσισε να πάει από το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι και να αφήσει τους στίχους του “Είμαι αητός” μαζί μ' ένα σημείωμα για τον συνθέτη. Ο Χατζιδάκις συγκινημένος έγραψε τη μουσική στο στίχο και δημιουργώντας έτσι ένα από τα πιο διαχρονικά τραγούδια όλων των εποχών. (Πρώτη εκτέλεση, ερμηνεία Διαμαντής Πανάρετος, μπουζούκι Τόλης Χάρμας, από την ταινία του Σωτήρη Καψάσκη, «Αγάπη και θύελλα» του 1961).

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε και για το πάθος της Ευτυχίας, τον τζόγο (Δίφωνο #17, Φεβρουάριος 1997):

«Ναι, η Γριά ήταν μεγάλο χαρτόμουτρο. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, πάνω από την τσόχα, με την τράπουλα στο χέρι και με το τσιγάρο στα χείλη. Να παίζει, να χάνει και μετά να παίρνει τους δρόμους, για να μαζέψει κάνα φράγκο, να ξεπληρώσει τα χρέη της και να ξαναπαίξει. Γι' αυτό το καθημερινό ζεστό παραδάκι πουλούσε τα τραγούδια της για δυο πεντάρες, και ύστερα θυμότανε εκείνα που γίνονταν σουξέ κι άρχιζε να βρίζει τους συνθέτες τους και να ζητάει τα ποσοστά της! Οι άλλοι όμως, που την πιάνανε πάνω στην ανάγκη και της παίρνανε τα τραγούδια μ' ένα χιλιάρικο (σ.σ. και πολύ λιγότερα), την είχαν βάλει να υπογράψει πως παραιτείται από κάθε δικαίωμα. Έτσι η Γριά κέρδιζε κάποτε τη μάχη των εντυπώσεων, ο κόσμος πίστευε ότι το τάδε τραγούδι είναι δικό της, αλλ' από παράδες τίποτα. Και δωσ' του πάλι δανεικά και προκαταβολές, μια ζωή ολόκληρη».

Υπήρχαν περιπτώσεις όπου μια μεγάλη της επιτυχία θα μπορούσε να της αποφέρει από δικαιώματα ακόμη και 40 ή 50 χιλιάρικα (δραχμές), όταν εκείνη είχε εισπράξει στην καλύτερη περίπτωση λίγα κατοστάρικα. Και δεν είναι ότι την εκμεταλλεύονταν οι άλλοι, ότι την κορόιδευαν δίχως η ίδια να παίρνει χαμπάρι, είναι ότι εν γνώσει της έκανε κακό στον εαυτό της, στην τέχνη της, στην υστεροφημία της, γιατί είχε ανάγκη από άμεσο «ζεστό χρήμα» και όχι από «δικαιώματα», που θα τα εισέπραττε μήνες μετά. Όπως είχε πει και η ίδια:

«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από 'κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα – ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα».

[εφημερίδα Ακρόπολις, 29 Ιανουαρίου 1960]

Αλλά γενικότερα η σχέση της με το χρήμα δεν ήταν η καλύτερη, ή μάλλον δεν το λογάριασε ποτέ, είχε δεν είχε. Ό,τι διεκδικούσε και μάζευε το χάλαγε την ίδιαν ώρα, οπότε ήταν μονίμως στο άσσο. Όπως έγραφε και η Ρέα Μανέλη στο βιβλίο της, «Η Γιαγιά μου η Ευτυχία» [Άγκυρα, 2003]:

«Και το περίεργο είναι, πως δεν ξόδευε τα λεφτά της σε λούσα... Όχι. Γενικά δεν ήταν άνθρωπος των υλικών απολαύσεων. Πώς να το πω; Γι' αυτήν το χρήμα ήταν σαν το οξυγόνο. Από την ώρα που ξύπναγε, ανέπνεε λεφτά. Το πάθος του τζόγου ήταν πολύ, μετά δεν μπορούσε να κουμαντάρει τα λεφτά της ή δεν ήθελε. Από πολύ μικρή ηλικία, κι ως τα γεράματά της, είχε δει τον εαυτό της σαν Ρομπέν των δασών. Ντε και καλά έπρεπε να βοηθάει όλο τον κόσμο. Πριν από τον γάμο της με τον Γιώργο (σ.σ. Παπαγιαννόπουλο), αλλά και μετά, είχε πάντα οικότροφο με όλες τις ανέσεις. Μία ήταν η Μέλπω, η οποία έμεινε στο σπίτι τρία χρόνια, λέει η Καίτη (σ.σ. η κόρη της). Και η άλλη ήταν η Χρυσαυγή, που αυτή την θυμάμαι κι εγώ. Φίλη της Ευτυχίας από τη Μικρασία, η οποία ερχόταν κάθε δυο μήνες και καθόταν πέντε... Ήταν που η Ευτυχία είχε και τα "ζωντανά" – έτσι αποκαλούσε τις γάτες και τους σκύλους της γειτονιάς. Μόνιμα στο σπίτι, είχε δέκα γάτες. Άσε που γύριζε τους δρόμους της γειτονιάς με μια κατσαρόλα φαγητό, και τι φαγητό, αφού δεν είχαν εκείνη την εποχή ειδικές τροφές για τα "ζωντανά", το θεωρούσε καλό να ψωνίζει από τον χασάπη το καλύτερο.

Ύστερα ήταν και πως όποιος της κλαιγόταν, ή της ζητούσε δανεικά, αυτή είχε υποχρέωση να του τα δώσει.

Πού το πας κι αυτό;

Μα, το καλύτερο ήταν, όταν έστελνε να της κάνουν κάποιο θέλημα, της κόστιζε το τριπλάσιο... Ως και οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς την είχαν πάρει χαμπάρι και την δούλευαν...

"Κωστάκη, πας, αγόρι μου, να μου πάρεις τσιγάρα;".

Και ο Κωστάκης, δήθεν της έκανε τον δύσκολο:

"Άααα, δεν μπορώωωω τώραααα"

"Άντε, πουλάκι μου, και θα σου δώσω δεκαπέντε δραχμές για τον κόπο σου".

Και έτσι, ένα πακέτο τσιγάρα τής κόστιζε είκοσι δραχμές. Ή για ένα κουτί σπίρτα, που τ' αγοράζαμε μία δραχμή, αυτή έδινε δέκα δραχμές...».

Η ιστορία και η ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου έγινε βιβλίο (-α) και βιογραφίες (Αλέκος Σακελλάριος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ρέα Μανέλη), έγινε θεατρική παράσταση-μονόλογος με τη Νένα Μεντή, έγινε και περίφημη ταινία που έσπασε ταμεία το 2019 με τον τίτλο «Ευτυχία» και σκηνοθετημένη από τον Άγγελο Φραντζή και σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Η ταινία κατέδειξε πολλά από τα παραπάνω θέματα που αγγίξαμε σε αυτό το ελάχιστο αφιέρωμα και επιπροσθέτως πολλή ελληνική ιστορία, τόσο μουσική όσο και κοινωνικού-πολιτικού γίγνεσθαι. Ανέδειξε τους ανθρώπους που τότε όλοι μαζί έφτιαχναν το λαϊκό τραγούδι της εποχής, εκείνους που στάθηκαν κοντά στην αείμνηστη δημιουργό, όπως π.χ. η Ρένα Βλαχοπούλου που τη βοηθούσε οικονομικά και τη βοήθησε πολύ με την αρρώστια της κόρης της, την επιφανειακή σχέση της με τη Σωτηρία Μπέλλου που μοιράζονταν το ίδιο πάθος, την ουσιαστική πνευματική βοήθεια του Καλδάρα προς το πρόσωπό της, αλλά και το σεβασμό προς τον «δάσκαλο» Τσιτσάνη. Σπουδαίοι άνθρωποι που «είχαν να πουν κάτι», είτε δια λόγου ή «δια βίου» ή ακόμα και «δια στίχου».

H Παπαγιαννοπούλου είχε δώσει μια συνέντευξη στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ για το τεύχος 107, που κυκλοφόρησε την εβδομάδα 21-28 Αυγούστου 1970. Ρωτήθηκε για αρκετά πράγματα και τα είπε όλα… μονορούφι.

Έδειξε ότι κατείχε πια παραπάνω πράγματα για τη μουσική, εκτός του να γράψει έναν στίχο. Να μερικές φράσεις κλειδιά από εκείνη τη μάλλον «βιαστική» συνέντευξη:

Μπήκα στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με τα «Καβουράκια» και φεύγω με το «Όνειρο απατηλό».

Μια συμβουλή έχω να δώσω στους νέους στιχουργούς. Όχι συμβόλαια με εταιρείες

Συγχαίρω τον Δήμο Μούτση που έβαλε το μπουζούκι και το τσίμπαλο στο αρχαίο θέατρο... Μπράβο του! (αναφορά στο έργο «Νεφέλαι» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο το 1970)

Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι, πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του!

Είναι λάθος να γράφεται πρώτα η μουσική. Δεσμεύεται ο στιχουργός και το τραγούδι βγαίνει όπως-όπως. Εξάλλου, όλα τα μεγάλα αριστουργήματα της μουσικής γράφτηκαν πάνω στα λιμπρέτα.

Ο Βοσκόπουλος! Τι καλλιτέχνης αυτό το παιδί! Δίκαια πλούτισε. Μάλιστα!

Ο Κώστας Χατζής είναι κάτι που θ' αργήσει να ξαναφανεί. Κι εκείνος ο Γιώργος Μαρίνος, τι φαινόμενο!

Συνήθως τα τραγούδια μου τα γράφω σε μια μέρα!

Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν.

Τι να σας πω εγώ; Μιλάνε τα τραγούδια μου (Στην ερώτηση «Για τον εαυτό σας δε θα μας πείτε κάτι;»)

Στη «σούμα» για τα τραγούδια της αξίζει να τονίσει κανείς δυο πράγματα και να μην μείνει εκεί. Διότι η ζωή της είχε την τύχη να γίνει γνωστή μέσα από αυτά, όμως υπήρξε δύσκολη και η ίδια την έκανε δυσκολότερη, λόγω του ατίθασου χαρακτήρα της.

Αυτά τα τραγούδια, αφ' ενός έγραψαν χρυσές σελίδες στην ελληνική μουσική ιστορία, κατάφερε να συγκαταλέγονται αναμεσά τους όσα μπορούν να εκφράζουν πλήθη και πλήθη ανθρώπων. Είτε με την απλή, αλλά τόσο πονεμένη λογική του «Δυο πόρτες έχει η ζωή», με τον ερωτικό και περήφανο λυγμό του «Είμ' αητός χωρίς φτερά», αλλά και με το ονειροπόλο, όσο και δακρύβρεχτο «Όνειρο απατηλό». Και δεν είναι μόνο αυτά βέβαια.

Και το δεύτερο, πως αυτά τα τραγούδια έβγαιναν μέσα από προσωπικές καταστάσεις μια δύσκολης ζωής. Ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι πολλοί μαζί, ένας άνθρωπος που έζησε πολλές πίκρες από προσωπικά δράματα και τις αποτύπωνε με αυτόν τον τρόπο. Όμως αυτό το ταλέντο της την βοήθησε, έστω κι ανορθόδοξα, να ζήσει όπως έζησε και να ικανοποιήσει στο όποιο μέτρο του το πάθος της. Και, κακά τα ψέματα, οι συνεντεύξεις της σε ώριμη εποχή πια και κοντά στο θάνατό της, δείχνουν πως ήξερε από μουσική και τραγούδι, ήξερε πολύ καλά πλέον τη σημασία των λέξεων και των λόγων της πάνω στα περίφημα πεντάστιχά της.

«Γιατί βρε άνθρωπε κουτέ;».

Η ίδια το λέει σε μια εκδήλωση που έκαναν για εκείνη, λίγο πριν πεθάνει οι νεότεροι τότε, με πρωτοβουλία του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Η ιστορία λέει πως τη ζήτησε η ίδια, για να «βγάλει κανένα σπασμένο», αλλά ας μην είμαστε τόσο «κουτοί» όλοι μας. Ας ταξιδέψουμε έξω από το στενό «κουτ(ο)ί» μας.

Γιατί βρε άνθρωπε κουτέ…

(Τραγούδι: «Κάποιο τρένο θα περάσει», Απαγγελία: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Τραγούδι: Βίκυ Μοσχολιού, Σύνθεση: Μανώλης Χιώτης, Ενορχήστρωση: Σταύρος Ξαρχάκος, Άλμπουμ: «ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ & ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ», Δεκ.1982)

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ

    Μελοποιημένος Καβάφης

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Γιάννης Σπανός - Πιο πάνω κι απ' την μαρκίζα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Γεια σας, είμαι ο Γιανί Σπανός», δεν το ήθελα...

    Συνέχεια

    Ιστορίες τραγουδιών εν έτει... 1940

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Παρά το γεγονός ότι η αρνητική απάντηση του Ιωάννη Μεταξά προς τους...

    Συνέχεια

    Παντελής Βούλγαρης - Τα τραγούδια από τις ταινίες του

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Παντελής Βούλγαρης είναι ένας σημαντικός σκηνοθέτης μας, γεννημένος...

    Συνέχεια

    Ο Μάνος του Τρίτου

    Γράφει η Μίνα Μαύρου Εικοσιτρείς Οκτωβρίου του 1925 ο Μάνος Χατζιδάκις...

    Συνέχεια

    Διονύσης Θεοδόσης - Ένα μεγάλο γιατί...

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Γράφει ο ποιητής Κώστας Ουράνης: «...

    Συνέχεια

    O στιχουργός Γιάννης Δαλιανίδης

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν ένας από τους βασικούς σκηνοθέτες...

    Συνέχεια

    Mάνος Λοϊζος - Ο πρώτος «Μάνος» που άφησε το ελληνικό τραγούδι...

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Ο Μάνος ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν...

    Συνέχεια

    Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - Έλα, ρε ψυχούλα μου…

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Κάθε φορά που μπαίνω στη διαδικασία να «ψαχτώ» σε ένα αφιέρωμα, μπαίνω...

    Συνέχεια

    Σωτηρία Μπέλλου - Περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί…

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Τον Δεκέμβρη του 2011 ανέβηκε στο Θέατρο Κάππα η δραματοποιημένη...

    Συνέχεια

    Από το 1999 στο 2020

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος 22 χρόνια ελληνικής δισκογραφίας, από το 1999 ως και το 2020. Πόσοι...

    Συνέχεια