Για τη Νina Simone
Η σχέση της με το κοινό κυριαρχική! Πάντα εξέπεμπε σ' αυτό μια αύρα φοβισμένης προσδοκίας, οι άνθρωποι προσέρχονταν στις συναυλίες της με την βεβαιότητα ότι θα δουν επί σκηνής ένα ιερό τέρας και ταυτόχρονα την αβεβαιότητα για την δική τους αξία, θα ήταν άραγε αρκετά καλοί γι' Αυτήν; Η δική της συγκέντρωση, πριν βγει στη σκηνή, ήταν μέρος μιας διαδικασίας κατά την οποία υπενθύμιζε στους ανθρώπους ότι ήταν παρόντες σε μια εξαιρετική καλλιτεχνική πράξη και θα έπρεπε να προσέξουν πώς θα την διαχειριστούν. Μετά την ιεροτελεστία αυτή, άνοιγε την καλλιτεχνική πόρτα του άβατού της, και εμφανιζόταν στη σκηνή μέσα από θυελλώδη χειροκροτήματα και φωνές ενθουσιασμού από όλους όσοι είχαν έρθει ν' αποτίσουν φόρο τιμής στο είδωλό τους.
Κι ήταν άλλες φορές που της έπαιρνε πολλή ώρα να ζεσταθεί καλλιτεχνικά, ειδικά όταν το κοινό δεν ήταν αυτό που της άξιζε. Τότε τραγουδούσε σαν μερικώς απούσα ή σαν η ορχήστρα να μην ήταν αρκετά καλή, για να ταιριάξει με το καλλιτεχνικό της μέγεθος. Σ' εκείνην την ενδιάμεση κατάσταση η ντίβα ζύγιζε αν το κοινό είχε την ικανότητα να προσλάβει τις βαθύτερες αλήθειες, που εκείνη μπορούσε να του αποκαλύψει. Ύστερα ακολουθούσε η κόλαση! Η ακραία όξυνση των τόνων της φωνής, η πυρετική ένταση στο χτύπημα των πλήκτρων του πιάνου της, η επίμονη ολέθρια ματιά της σ' έναν προς έναν τους θεατές της. Τέλος, μετά από αυτό το ξέσπασμα της κόλασης, ερχόταν το μαλάκωμα, η ισορροπία, κάτι σαν μια ικανοποίηση μετά από μια εξέγερση...
Αυτή ήταν η Nina Simone κι αυτή ήταν η εποχή! Όλα γύρω από την μουσική της ήταν σχετικά με την αγάπη και το σεβασμό και τα αντίθετά τους , όλα αυτά σε σύνδεση με τα θέματα της μαύρης φυλής.
Η Eunice Kathleen Waymon γεννήθηκε το 1933 με ένα τέλειο μαύρο χρώμα , κι ένα τέλειο μουσικό αυτί! Ένας συνδυασμός που σε έναν άλλο τόπο, κι έναν άλλο χρόνο θα μπορούσε να είναι ευλογία, για το μικρό ευαίσθητο κορίτσι στην πόλη Tyron, στην Βόρεια Καρολίνα, μάλλον ήταν κατάρα! Ο αέρας τότε εκεί κουβαλούσε άσβεστο μίσος για το μαύρο δέρμα, αποκλεισμούς και βία αλλά και τραγούδια που ήταν σωτηρία, σαν η ζωή κάπου αλλού, spirituals, folk και blues.
Χρόνια αργότερα, αυτός ο αέρας που η μικρή Eunice ανέπνευσε, βγήκε απ' πνευμόνια της, και μετουσιώθηκε σε φωνή, τη φωνή της Nina Simone, τη μια και μόνη που αντηχεί ολοκληρωτικά το ανυπότακτο πνεύμα εκείνης της μοναδικής δεκαετίας του 1960, που η έγερση έφερε την εξέγερση κι αυτή, την συμφιλίωση κι αυτή με την σειρά της την αποδοχή.
Ο μουσικός κόσμος της Nina Simone καταξιώθηκε μέσα από μια επώδυνη προσωπική και καλλιτεχνική διαδρομή της ίδιας, σαν το μοναδικό soundtrack της εποχής αυτής του εκλεκτισμού και των μεγάλων αλλαγών. Το βιμπράτο της, που άλλοτε ηχεί σαν του παιδιού που μόλις αντικρίζει τα θαύματα του κόσμου κι άλλοτε σαν του σοφού που έζησε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες, αντικατοπτρίζει την αθωότητα αλλά και την πληρότητά της. Η δεξιοτεχνία της στο πιάνο, με το μοναδικό “στυλ Bach” στα σόλο της, εμφύσησε, στο τραγούδι έναν αέρα κομψότητας, ενώ οι επιλογές της σχετικά με το στίχο το εμπλούτισαν και με έναν πρωτόγνωρο για την εποχή και τη χώρα, αντισυμβατικό κοινωνικό σχολιασμό.
Κι όλα αυτά η Nina τα σύνδεσε μεταξύ τους ή καλύτερα τα γείωσε, με το νήμα της μαυρίλας αυτής, που ο LeRoi Jones το 1963 αποκάλεσε «βάρος των blues» . Ερμηνεύοντας, με την ίδια στο πιάνο, ένα πολύμορφο ρεπερτόριο που περιλαμβάνει κλασσικά τραγούδια του Broadway, μεγάλα gospels και folk και τα δικά της πολιτικά φορτισμένα τραγούδια, η Simone συνόψισε ρίζες, αιτίες και συνδέσεις…
Η ίδια λέει πως έπαιξε πρώτη φορά πιάνο όταν ήταν 3 ετών και θυμάται τι ένοιωσε μόλις το πρωτοείδε να έρχεται σπίτι, ήταν λέει «σαν ένα παιχνίδι που δεν το ήξερα αλλά το ήθελα πολύ»… Η μητέρα της ονειρευόταν το κοριτσάκι της να γίνει η μεγαλύτερη κλασσική πιανίστα του κόσμου, η πρώτη μαύρη μεγάλη σολίστ του πιάνου. Η ίδια η Simone συχνά δήλωνε πως θα προτιμούσε να έχει ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, αν την άφηνε ήσυχη ο ρατσισμός της εποχής, πιστεύοντας ότι έτσι θα είχε αναγνωριστεί καλύτερα η σοβαρότητα των καλλιτεχνικών της προθέσεων και η ίδια θα είχε ξεφύγει από τις μηχανορραφίες της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας!
Η Nina Simone, μέσα από τα τραγούδια διαμαρτυρίας που έγραψε, όπως το περίφημο «Missipi Godam», που αποτελεί την οργισμένη αντίδραση της για την δολοφονία 4 μαύρων παιδιών στον βομβαρδισμό ενός σχολείου Κυριακής στο Μπέρμιγχαμ, «Αλαμπάμα» (ένας ραδιοφωνικός σταθμός στην Carolina έσπασε τα αντίτυπα προώθησης του τραγουδιού κι έστειλε πίσω όλα τα δισκάκια που του στάλθηκαν) , αλλά και το «Young, Gifted and Black», αναδείχθηκε εμβληματική προσωπικότητα για το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στη δεκαετία του 1960. Παρόλα αυτά, η ίδια αρνήθηκε να περιοριστεί στα όρια ενός διαμαρτυρόμενου μαύρου καλλιτέχνη και μόνο, μιας κι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός με τα πολυποίκιλα και αντιθετικά του στοιχεία τής ασκούσε πάντα μια ακαταμάχητη έλξη, με μια ιδιαίτερη αγάπη στον προφητικό κόσμο των Brecht – Weill αλλά στο ποιητικό σύμπαν του Brel.
Το «Τhere's Νo Returning», από το Mahagonny και το «Ne me Quittes Pas», με την συγκλονιστική μπλουζ δωρικότητα της ερμηνείας της, αποτελούν σταθερά από τις πιο δυνατές στιγμές των ζωντανών εμφανίσεών της για το 1970 και 1980.
Το 1970, όταν η Simone σε μια συνέντευξη ερωτήθηκε για το πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον της για την μουσική, απαντά: «Η μουσική είναι ένα δώρο και ένα βάρος που είχα από τότε που μπορώ να θυμηθώ ποια ήμουν. Γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Η απόφασή μου σχετιζόταν μόνο και μόνο με το πώς θα κάνω την καλύτερη χρήση της».
Ως παιδί, έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε στην εκκλησία blues και gospels, με τη φωνή της να έρχεται σε δεύτερη μοίρα, όμως αργότερα, όταν έκανε κανονικά μαθήματα πιάνου, ανακάλυψε τον Bach και διαμόρφωσε την άποψη, πως η αίσθηση της φόρμας και της μουσικής αναλογίας του μέγιστου συνθέτη, αποτελούν καθοριστική επιρροή των blues.
H Simone το 1950 πηγαίνει στην περίφημη μουσική σχολή “Juilliard” της Νέας Υόρκης, όμως, όταν το 1954, μετά από 4 χρόνια σπουδών, συνειδητοποιεί πως είναι ακατόρθωτο για έναν μαύρο μουσικό να υπάρξει στον κλασσικό κόσμο, εγκαταλείπει τη σχολή και ξεκινά τις εμφανίσεις της ως τραγουδίστρια-πιανίστας στο Midtown Bar και Grill στο Ατλάντικ Σίτυ.
Η καριέρα της απογειώνεται το 1959 και το 1960, όταν πραγματοποιεί κονσέρτα πολύ υψηλών προδιαγραφών , και μια τεράστια επιτυχία με το τραγούδι των George και Ira Gershwin «I Love You Porgy», από το εμβληματικό τους μιούζικαλ «Porgy and Bess». Με εμφανίσεις στο Newport Festival, Rhode Island, και στο περίφημο σόου του Ed Sullivan, η Simone καθιερώνεται ως μια μεγάλη καλλιτεχνική προσωπικότητα, που δεν λέει μόνο τραγούδια αγάπης, αλλά παίρνει και ανοιχτά θέση για το φυλετικό ζήτημα. Η ίδια συνειδητοποιεί πως το κίνημα των μαύρων, η μαύρη πολιτική, μετρά για όλα αυτά που κι η ίδια έζησε, από την παιδική της ηλικία, για τους 2 τόσο διαφορετικούς κόσμους, των λευκών και των μαύρων και τα αξεπέραστα σύνορά τους, όπως για παράδειγμα όταν σαν παιδί, τα ξεπέρασε κι επισκέφτηκε την λευκή δασκάλα του πιάνου της στο σπίτι της, με οδυνηρές συνέπειες.
Το κίνημα την συναρπάζει , την εμπνέει και το εμπνέει, γίνεται η μούσα κι η πρέσβειρα του Martin Luther King. Σταδιακά τα τραγούδια αγάπης αντικαθίστανται από τραγούδια για την αγάπη εκείνη που υπερβαίνει τα εσωτερικά προσωπικά όρια κι ενώνει όλους τους μαύρους σ΄ αυτόν τον υπέρτατο σκοπό, να εξασφαλίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
«Σταμάτησα να τραγουδώ τραγούδια αγάπης και ξεκίνησα πάλι τραγουδώντας τραγούδια διαμαρτυρίας, επειδή ο κόσμος χρειαζόταν πολύ περισσότερο τα τραγούδια διαμαρτυρίας», είπε λίγο πριν πεθάνει. «Μπορεί κανείς να είναι πιο αποτελεσματικός, πιο πλήρης, πολιτικός, μέσω της μουσικής. Κι αν εγώ έγινα πιο πολιτική και πιο μαχητική, ήταν γιατί με έκανε η εποχή που έζησα».
Μέσω του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων, η φήμη της Simone ξεπερνά την Αμερική και φτάνει στην Αφρική και την Ευρώπη. Το 1963, κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο Carnegie Hall και το 1968 στο Olympia (έκτοτε εμφανίζεται και στις 2 αίθουσες τακτικά μέχρι το τέλος της ζωής της). Η Ευρώπη της ανοίγει την αγκαλιά της, εκεί γίνεται πολύ δημοφιλής, ακόμα πιο δημοφιλής κι απ' την πατρίδα της. Παράλληλα την απορροφά η αφρο-αμερικανική ιστορία και την δεκαετία του 1970 και του 1980 συνδέεται στενά με Αφρική και ειδικά την Λιβερία, όπου και εμφανίζεται συστηματικά.
Το 1962 κάνει τον δεύτερο γάμο της, παντρεύεται τον Andy Stroud, ο οποίος είναι και μάνατζέρ της και τον Σεπτέμβριο του 1962 φέρνει στον κόσμο την κόρη της, Lisa Celeste Stroud. Ερμηνεύει και ηχογραφεί ένα ευρύ φάσμα τραγουδιών, και πολλές φορές επιστρέφει στην τζαζ, ιδιαίτερα τον Duke Ellington. Το 1965 θα ηχογραφήσει την τεράστια επιτυχία της «I Put a Spell on You», ένα τραγούδι ορόσημο και ταυτόχρονα μέτρο του πόσο σαγηνευτική μπορούσε να γίνει η Simone. Ακολούθησε μια σειρά από άλμπουμ για τη Philips και RCA.
Το 1970 ξεκινά με ένα ακόμη διαζύγιο - από τον δεύτερο σύζυγό της, και δημιουργεί μια στενή σχέση με τον πολιτικό των Barbados και αργότερα πρωθυπουργό Earl Barrow. Είναι η ίδια εποχή που τραγουδά την δική της εκδοχή του «Here Comes the Sun» των Beatles , είναι όμως και η εποχή για ένα νέο γύρο σύγκρουσης με τις αμερικανικές αρχές που ξεκινά το 1978, όταν συλλαμβάνεται για παρακράτηση φόρου. Η επίσημη Αμερική ποτέ δεν την συγχώρεσε για την αναστάτωση που της προκάλεσε, έτσι το 1991 η Simone απηυδισμένη εγκαταλείπει τη χώρα αυτή που τόσο την ταλαιπώρησε!
Η Ευρώπη έχει ήδη υποκλιθεί στην ντίβα, και ποια άλλη χώρα θα έδινε άσυλο σε μια ιέρεια της τέχνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Γαλλία; Η Simone μετακομίζει εκεί, σε μια μικρή πόλη στην Κυανή Ακτή. Η συναισθηματική της κατάσταση είναι εύθραυστη, επιβαρυμένη από αυτόν τον ταραχώδη αγώνα για κατάκτηση του απροσπέλαστου, για την κατάρριψη των πιο απόρθητων συνόρων. Ακυρώνει συναυλίες, πίνει και εθίζεται σε ουσίες. Οι πράξεις της, προϊόν αστάθειας και εθισμών, επιβαρύνουν την εικόνα της. Ακυρώνει συναυλίες. Κατηγορείται για εγκατάλειψη σκηνής τροχαίου ατυχήματος και αποκορύφωμα, το 1995 παραπέμπεται σε δίκη με την κατηγορία του πυροβολισμού εναντίον 2 εφήβων που έπαιζαν θορυβωδώς στην πισίνα της διπλανής έπαυλης. Η ψυχολογική της αξιολόγηση μετά από εντολή του δικαστηρίου χαρακτηρίζεται από φράσεις όπως «Αδυνατεί να μετρήσει τις συνέπειες των πράξεών της», «Καταθλιπτική», «Κατάρρευση νεύρων». Καταδικάζεται σε 8-μηνη φυλάκιση!
Το 1995 κερδίζει μια μεγάλη μάχη στον αγώνα της εναντίον των δισκογραφικών εταιρειών για κατοχύρωση των καλλιτεχνικών δικαιωμάτων της. Το Δικαστήριο του San Francisco τής αναγνωρίζει την κυριότητα 52 αυθεντικών ηχογραφήσεων, είχε προηγηθεί μήνυση εναντίον ενός γκρουπ του New Jersey για μη πληρωμή δικαιωμάτων.
Η Simone συχνά συμπεριφέρθηκε στο κοινό σαν η μούσα του και η μουσική της να ήταν ένα βραβείο που κερδίζεται δύσκολα. Δεν χαριζόταν εύκολα σ' αυτό όσο ακριβά κι αν πλήρωνε, για να την ακούσει. Αλλά συνήθως κάτι στην διάρκεια μιας παράστασης θα την αφύπνιζε.
Στο Barbican στο 1997, αφού τραγούδησε το «I Love You Porgy», με την συνήθη βαρετή προθυμία της ορχήστρας, πετάχτηκε όρθια και κυριολεκτικά έβγαλε από τα σωθικά της το «My Way», με μια πρωτοφανή αγριότητα πάνω στο χέρι της, που κρατούσε το ρυθμό στο τύμπανο, αλλά και το «Pirate Jane», σε μια από τις πιο ανατριχιαστικές ερμηνείες της, που σε μετέφερε με ένα roller coaster της μουσικής στο εκρηκτικό της παρελθόν μια επέλαση στο χρόνο!
Στην συνέχεια προχώρησε στο μπροστινό μέρος της σκηνής, με το χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπο της, δειλά και σιγά είπε: «Δεδομένου ότι είστε όλοι όρθιοι, θα ήθελα να με συνοδεύσετε στο “We Shall Overcome” (Έτσι Θα Ξεπεραστεί)». Και το έκαναν όλοι! Και ξεπεράστηκε! Εκείνη την στιγμή η Nina Simone ήταν η ενσάρκωση της αποπροσανατολισμένης ιδιοφυίας, που ξαφνικά θυμάται την ουσία της! Και ήταν το ίδιο ξόρκι της μεγάλης ντίβας που ενεργοποιήθηκε χιλιάδες φορές για εκατομμύρια ακροατές και συνοδοιπόρους. Για πάντα!
H Nina Simone πέθανε 70 ετών το 2003 στην πόλη Carry-le-Rouet, στην Γαλλία.
Σχολιάστε