Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Mανώλης Χιώτης - Ο «Μπετόβεν» του μπουζουκιού

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

«Δε με βοήθησε ποτέ κανείς, ό, τι έκανα το έκανα μόνος μου…»

- Πόσο έχει ο μήνας σήμερα μάστορα;

- Είκοσι μία Μαρτίου, παιδί μου. Αλλά γιατί ρωτάς;

- Για να θυμάσαι την ημερομηνία αυτή…..

- Δηλαδή;

- Να, σήμερα 21 Μαρτίου γεννήθηκε το πρώτο τετράχορδο μπουζούκι! Άρα λοιπόν στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο θα γιορτάζω τα γενέθλιά του!!!

Η ημέρα ήταν σημαδιακή. Γιατί στις 21 Μαρτίου κάθε χρόνο αρχίζει η Άνοιξη!! Και να 'ταν μόνο αυτό… 21 Μαρτίου είναι η γενέθλια μέρα του περί ου ο λόγος, Μανώλη Χιώτη, αλλά και η μέρα που έφυγε από τη ζωή. Πόσο πιο σημαδιακή, δηλαδή…

Όσο για το διάλογο του νεότατου τότε Χιώτη με τον «μάστορα» που του έφτιαχνε το τετράχορδο μπουζούκι, ενδέχεται να είναι φανταστικός, προερχόμενος από τον δημοσιογράφο Νίκο Ρούτση και τις πηγές του, που ήταν πάντως πολύ ανακατεμένος με τα του ρεμπέτικου. Εμφανίζεται και σαν στιχουργός σε κάποια τραγούδια, ειδικά μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το 1950 μάλιστα, μετά από δυο χρόνια χωρίς σουξέ, ο Χιώτης γράφει σε στίχους του Ρούτση (που του έδινε μετά από συμφωνία στίχους που απέρριπτε ο Τσιτσάνης) "Τα πεταλάκια" και την ίδια χρονιά το "Σ' αυτό το φτωχοκάλυβο" με την Στέλλα Χασκίλ.

Το δε τετράχορδο μπουζούκι δεν ανακαλύφθηκε ξαφνικά από τον Χιώτη, ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος του λαϊκού μας τραγουδιού το καθιέρωσε. Η ιστορία του φαίνεται να πηγαίνει κάπου στον Στεφανάκη τον Σπιτάμπελο, έναν άνθρωπο που ο ίδιος ο Χιώτης ονόμαζε «δάσκαλο». Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ να μπει άλλη μια (διπλή) χορδή, αλλά ποιος μπορούσε να διαχειριστεί τέσσερις διπλές χορδές και μάλιστα διαφορετικής νότας. Μέχρι τότε το μπουζούκι ήταν δίχορδο επί της ουσίας, αφού οι δύο από τις τρεις χορδές έπαιζαν πάνω στην ίδια νότα (τη ρε).

Ο Χιώτης λοιπόν, αντιλαμβανόμενος την αλλαγή που συνέβαινε στη μουσική από το ρεμπέτικο σε κάτι άλλο, είχε και την ικανότητα να χρησιμοποιεί όλα του τα δάχτυλα στο τάστο. Κανένας άλλος πριν από αυτόν δεν μπόρεσε να το κάνει.

Ο Μανώλης Χιώτης εξελίχθηκε σε έναν μύθο του ελληνικού τραγουδιού, αφού χρησιμοποιήθηκε η δεξιοτεχνία του ποικιλότροπα. Μέχρι και σύγκριση με τον Χέντριξ (!!!) έχει γίνει, με την αποδοχή του σπουδαίου Τζίμι ότι ο Χιώτης είναι ο πρώτος όλων. Βεβαίως δεν είναι και τόσο «έτσι» τα πράγματα, αφού δεν ταίριαξαν ποτέ οι ημερομηνίες που θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί και μάλλον ισχύει μόνο ό, τι είχε πει κάποια στιγμή η Μαίρη Λίντα, όταν επέστρεψε από την Αμερική, πως ο Χέντριξ πήγαινε κάποιες φορές και τους άκουγε. Ο Φώντας Τρούσας έχει αποδείξει στο ιστολόγιό του, με συγκεκριμένα στοιχεία, γιατί δεν μπορεί να έγινε ποτέ τέτοια δήλωση ενός φτασμένου καλλιτέχνη, σαν τον Χέντριξ. Πολύ απλά, γιατί, όταν λέγεται ότι έγινε η δήλωση, ο Χέντριξ δεν υπήρχε στο χάρτη των σταρς!

Μ' αυτά και μ΄ αυτά όμως συντηρείται ο μύθος που λέγαμε παραπάνω, ο οποίος εξάλλου έχει να κάνει με πολλές πρωτιές και πρωτοτυπίες.

Ο Χιώτης γεννήθηκε και έφυγε από τη ζωή ίδια μέρα (21/3), όπως ο άλλος σπουδαίος, ο Τσιτσάνης (18/1). Ο Χιώτης ήταν ο πρώτος που έβαλε ενισχυτή σε λαϊκό όργανο στις εμφανίσεις στο πάλκο. Ήταν εκείνος που δημιούργησε το πρώτο «κοσμικό κέντρο» στην Αθήνα το «Πιγκάλ». Κι όσο για το όλο θέμα με το τετράχορδο μπουζούκι, είναι και ο πρώτος που παίζει με τέσσερα ή πέντε δάχτυλα, ενώ όπως είπαμε καθιερώνει το τετράχορδο. Δεν είναι και λίγα, αλλά να προσθέσουμε ακόμα ένα. Ότι είναι αυτός που έφερε το λάτιν στιλ στην Ελλάδα, εκείνα τα περίφημα «Χιώτη Μάμπο».

Ο Μανώλης Χιώτης ξεκίνησε, όπως είπε σε συνέντευξή του το 1968 στον Τάσο Κουτσοθανάση, από το συγκρότημα «Τα άσπρα πουλιά» και τις περίφημες «Χαβάγιες» του Κώστα Μπέζου, ενός σπουδαίου τραγουδοποιού και δημοσιογράφου (συναδέλφου του Κώστα Βάρναλη) της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Ο Μπέζος ήταν και ο συνθέτης της περίφημης «Παξιμαδοκλέφτρας», αυτού του αφορισμένου από πολλούς ρεμπέτικου, λόγω της σημασίας της «παξιμαδοκλέφτρας».

Το μπουζούκι ήρθε να τον βρει ουσιαστικά (από την ίδια συνέντευξη), όταν άκουσε το περίφημο «Μινόρε του Τεκέ» του Ιωάννη Χαλκιά σε δίσκο 78 στροφών. Ποια η σημασία αυτού του τραγουδιού; Πρόκειται για τον προπομπό του «Μινόρε της Αυγής», πρόκειται για την αιτία που έπαιξαν μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου! Στη συνέχεια ωστόσο γνώρισε και τον Μάρκο Βαμβακάρη και το αγάπησε περισσότερο.

«Μετέφερα την κιθάρα στο μπουζούκι»

Όπως λέει στη συνέντευξή του αυτή το 1968, κανείς δεν τον βοήθησε σε τίποτα. Από 12 χρονών ορφανός, μόνος του έμαθε κιθάρα, ούτι και μπουζούκι (αφού μετέφερε το παίξιμο της κιθάρας πάνω σε μπουζούκι), μόνος του έμαθε νότες και πεντάγραμμο, μόνος του αγάπησε με πάθος να παίζει και να γράφει. Και μάλιστα να πάρει και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το τετράχορδο μπουζούκι. Και τελικά να βγάλει το μπουζούκι από τους τεκέδες και να γίνει ο «αριστοκράτης του μπουζουκιού» και να το βάλει στα σαλόνια. Συμπληρωματικά, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, να γίνει το μπουζούκι εφάμιλλο όργανο με άλλα έγχορδα και να μπει στο ωδείο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή αυτό δεν ήταν δυνατόν.

Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε στην Columbia ο Μανώλης Χιώτης, ήταν «Γιατί δεν λες το ναι κι εσύ (Το χρήμα δεν το λογαριάζω)» με τον Στράτο Παγιουμτζή, τον άνθρωπο που ξεκίνησε να συμμετέχει μαζί του σε πάλκα, όταν ήρθε στην Αθήνα. Κατόπιν υπήρξε κι άλλη εγγραφή με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στην Columbia ο Χιώτης έφτασε να γίνει και μουσικός, καλλιτεχνικός διευθυντής.

Ο Χιώτης λέει επίσης ότι εκείνος ανακάλυψε την Μαρίκα Νίνου, η οποία ήταν ακροβάτισσα σε τσίρκο μέχρι τότε και της έκανε ένα δισκάκι με την επιτυχία της εποχής, «Θα σου πω το μυστικό μου», ενώ την πήρε μαζί του τον χειμώνα του 1948 στο Pigal's. Μετά συνέχισε με τον Τσιτσάνη.

Το ίδιο ισχυρίζεται για τον Στέλιο Καζαντζίδη, επισήμως σε συνέντευξή του. Ότι εκείνος ήταν που τον έμαθε λαϊκό τραγούδι και τον έβαλε στο δρόμο αυτόν που πήρε στη συνέχεια.

Από τον μακρύ κατάλογο των τραγουδιών που έχει γράψει, έδειχνε μια αγάπη πάντα για το «Εσύ 'σαι η αιτία που υποφέρω» που το έγραψε το 1940. Φυσικά ξεχωριστή θέση είχε πάντα ο «Πασατέμπος» με στίχους του Χρήστου Γιαννακόπουλου, το πρώτο τραγούδι που ακούστηκε με το τετράχορδο μπουζούκι που προώθησε ο Χιώτης κι αυτό που τον καθιέρωσε σαν μεγάλο λαϊκό συνθέτη.

Η προσωπική ζωή του Μανώλη Χιώτη περιέχει 3 γάμους και δύο παιδιά από τον πρώτο. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την τραγουδίστρια Ζωή Γρυπάρη, με το καλλιτεχνικό τότε όνομα Ζωή Νάχη. Η κόρη τους η Μαρία, το ένα παιδί από τα δύο, έφυγε από τη ζωή το 2009, χωρίς ποτέ να ξεπεράσει την απώλεια του πατέρα της.

Η συνέχεια ήταν με τον μεγάλο του έρωτα, τη Μαίρη Λίντα (Μαρία Δημητροπούλου) που ήταν και 18 χρόνια μικρότερή του. Παντρεύτηκαν το 1959 και έφυγαν μαζί για την Αμερική, εκεί εξάλλου χώρισαν το 1966.

Τα τελευταία χρόνια του τα πέρασε με την Μπέμπα Κυριακίδου, μια εντυπωσιακή γυναίκα, ηθοποιό και τραγουδίστρια της εποχής. Παντρεύτηκαν το 1967, αλλά η απώλεια του Χιώτη το 1970 της άφησε ένα σωρό προβλήματα, κυρίως προερχόμενα από την οφειλή ενός σπιτιού που είχαν μαζί στον Ωρωπό. Για το λόγο αυτό έφυγε στην Αμερική, για να τραγουδήσει και να εξοφλήσει αυτά τα χρέη. Ο γάμος αυτός λέγεται ότι έγινε, για να πικάρει ο Χιώτης τη Λίντα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης κάποτε (λέγεται ότι) είπε,

«Ο Χιώτης μου έμαθε τι θα πει 9/8».

Για πολλούς λόγους κι αυτό ελέγχεται για την ακρίβειά του, ο Θεοδωράκης δεν ήταν και κανένας τυχαίος μουσικός. Εξάλλου ο Μάνος Ελευθερίου είχε υποστηρίξει ότι ο Θεοδωράκης είναι αυτός που από τα «μουσικά» 2/8 έφτασε να χρησιμοποιήσει τα ενδιάμεσα 3/8, για να μπορέσει να ελιχθεί, με συνέπεια να φτάσει κάποια στιγμή και στα 9/8.

Σε κάθε περίπτωση όμως η συνεργασία Χιώτη-Θεοδωράκη έχει να επιδείξει σημαντικά έργα. Βρίσκονται μαζί για πρώτη φορά το 1960 και μέχρι το 1962 η συνεργασία τους αυτή είναι πολύ στενή. Μέσα απ' αυτή τη συνεργασία θα βγουν αριστουργήματα. Και πιο συγκεκριμένα:

Ο «Επιτάφιος» σε τρεις εκδόσεις, δυο με τον Μπιθικώτση και μια με τη Μαίρη Λίντα. Ο Χιώτης παίζει σόλο μπουζούκι και δύο δισκάκια EP (πάντα στην Columbia), με τέσσερα τραγούδια το καθένα (αρχές του 1961).

Η επόμενη συνεργασία συμβαίνει στους «Λιποτάκτες», που βασιζόταν σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη. Παίζει κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας, ενώ τραγουδά και διευθύνει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης. Τυπώνεται ένα EP με τέσσερα τραγούδια στην Columbia, που κυκλοφορεί προς τα τέλη του 1960 ή στις αρχές του 1961. Τα τραγούδια ήταν τα: «Θα γίνεις δικιά μου», «Δακρυσμένα μάτια», «Σκέπασε ατμός τον έρωτά μας», «Χάθηκα».

Ακολουθεί η «Πολιτεία», με τέσσερα τραγούδια σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη και άλλα τέσσερα σε στίχους του πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή και στιχουργού (εν προκειμένω) Δημήτρη Χριστοδούλου. Τα δύο πρώτα τραγούδια είναι τα «Μάννα μου και Παναγιά», «Δραπετσώνα», που ηχογραφούνται πρώτα με τον Μπιθικώτση και μετά με την Λίντα και που κυκλοφορούν τέλη '60 ή αρχές '61 σε δύο διαφορετικά δισκάκια της.

Τα υπόλοιπα έξι («Έχω μι' αγάπη», «Σαββατόβραδο», «Βράχο βράχο τον καϋμό μου», «Παράπονο», «Μετανάστης», «Καϋμός») ακούστηκαν μέσα στο 1961 από τους Καζαντζίδη-Μαρινέλλα, σε τρία διαφορετικά 45άρια.

Συνέχεια με το «Αρχιπέλαγος» και με δύο τραγούδια στη «Νήσο των Αζορών», «Βάρκα στο γιαλό», «Τι να την κάνω τη χαρά», που προερχόταν από το θεατρικό «Μαγική Πόλις» (οι στίχοι ήταν του Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδούσε η Λίντα).

Η σημαντικότερη στιγμή της διαδρομής του ωστόσο, έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 1961 μέσα στο Θέατρο «Κεντρικόν», όπου δόθηκε μια μνημειώδης συναυλία. Ο Θεοδωράκης διευθύνει, ο Χατζιδάκις παίζει πιάνο, ο Χιώτης συμμετέχει ως σολίστ και οι φωνές των (τρακαρισμένου) Μπιθικώτση, Καζαντζίδη, Μαρινέλλας και Λίντα χαρίζουν στο αθηναϊκό κοινό στιγμές απείρου κάλλους, ενώ εκεί πρωτοεμφανίζεται και ο Τέρης Χρυσός.

Στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, για την προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της Χώρας. Είχε τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς ηγεμόνες και άλλους αρχηγούς χωρών, ενώ είχε κληθεί να παίξει ακόμη και στο Λευκό Οίκο στα γενέθλια του Προέδρου Λίντον Τζόνσον.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας έλεγε για τον Χιώτη πως ήταν «σπουδαγμένος», αφού ήξερε βιολί, πιάνο, κιθάρα, επομένως ήταν πιο απλό να παίξει μπουζούκι. Παρά το γεγονός ότι ο Ζαμπέτας, επαινούσε πολύ το δικό του παίξιμο και αρκετούς από τους παλαιότερους, για τον Χιώτη έλεγε πάντα καλά λόγια.

Κι όσο για κινηματογραφικές ταινίες, κάτι αντίστοιχο με τον Ζαμπέτα.

Λόγω του στιλ, της αριστοκρατικής του φυσιογνωμίας, της δεξιοτεχνίας του, τον ήθελαν οι κινηματογραφικοί παραγωγοί, ήταν ουσιαστικά κράχτης και όνομα στις ταινίες, μαζί με τη Μαίρη Λίντα.

Ο Γιάννης Δαλιανίδης είχε πει:

«Συνέπεσε μια τέλεια φωνή μ' ένα τέλειο συνθέτη που ήξερε να εκμεταλλεύεται αυτή τη φωνή».

Συμμετέχουν μαζί σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες κάνοντας το ντεμπούτο τους με το «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω» στην ταινία του Νίκου Τσιφόρου, «Χαμένοι άγγελοι». Ο Χιώτης εξευγενίζει το μπουζούκι και το βάζει πλάι σε βιολιά και βιολοντσέλα, προκαλώντας μεγάλο θαυμασμό. Παίζει μαζί με ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα, όπως στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» του Δαλιανίδη και βάζει όριο αξεπέραστο. Ο Μίμης Πλέσσας, ο οποίος συνέθεσε το συγκεκριμένο κομμάτι, έχει πει:

«Καλύτερο μαθητή δεν είχα ποτέ, παρά από το Χιώτη όση ώρα στεκόταν πλάι μου στο πιάνο. Ποτέ δεν δέχτηκα τόση έμπνευση μαζεμένη από τις πέντε νότες που μου έδωσε».

«Η φωνή του κάτι μου θυμίζει. Για κοίτα τον πώς περπατά. Είναι ο Μανώλης Χιώτης». Ο γνωστός ενωμοτάρχης που κυνηγά τους μακρινούς μας επισκέπτες ξεκίνησε από το διοικητήριο και βγήκε από την πύλη.

Τους κάνουμε σήματα να φύγουν. Εκείνοι όμως συνεχίζουν αμέριμνοι το τραγούδι τους. Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη στίχους από το «Ροδόσταμο»:

«Της παγωνιάς αετόπουλο/ της ερημιάς γεράκι»...

Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στο μόλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους.

Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Χιώτη, στο μικρό δωματιάκι-στούντιο της Κολούμπια, στην οδό Λυκούργου, στα 1960.(...)

Και τώρα ο Χιώτης ξανάρθε να με δει. Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί. Κι αυτός ήρθε απ' όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι (...).

Ο ενωμοτάρχης τούς πλησιάζει. Όμως, φαίνεται, όταν έμαθε την ταυτότητα του Χιώτη αρκέστηκε σε μια απλή σύσταση. Έτσι η παρέα φεύγει αργά, επίσημα, ιερατικά. Πριν την κρύψει το μικρό άσπρο ψαράδικο δίχτυ της παραλίας, σηκώνουν τα χέρια και μας χαιρετούν. Αφήνουμε το σύρμα κι η καρδιά μας είναι βαριά σαν σίδερο. Λες και το κορμί μας άδειασε από ψυχή κι έμειναν μόνο το αίμα και τα κόκαλα. Δε μιλάμε. Πονάμε. Δεν κοιτάζουμε ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα. Μόνο τη γη. Την άλλη μέρα διαβάσαμε στον Τύπο τον αιφνίδιο θάνατο του Μανώλη Χιώτη.

«Χθες επεσκέφθη τον Ωρωπό και ευθύς μετά τον περίπατο είχε την πρώτη καρδιακή προσβολή».(...)

[Το περιστατικό που περιγράφει ο Μίκης Θεοδωράκης πρέπει να συνέβη τον Φλεβάρη του 1970 ή στις αρχές Μάρτη]

Τον συνέλαβαν όμως τον Χιώτη κάποια μέρα από τις επόμενες και σύμφωνα με τις μαρτυρίες φίλων ξυλοκοπήθηκε άγρια. Έτσι κατέληξε σε ένα θάλαμο του Ευαγγελισμού ουσιαστικά σε συνθήκες αυστηρής κράτησης. Κανείς δεν επιτρεπόταν να τον δει. Ακόμα και η κόρη του Βασίλη Τσιτσάνη που εργαζόταν ως ιατρός στο νοσοκομείο δεν είχε πρόσβαση στον ασθενή.

Τα κατάφερε με το ζόρι ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος μπήκε στο δωμάτιο και του είπε:

«Μην φοβάσαι, Μανώλη, είμαστε όλοι εδώ. Δεν θα σε πειράξει κανένας».

Ο Χιώτης είχε καρδιολογικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια προφανώς από την χρόνια έλλειψη ύπνου, από το τσιγάρο, από τις κάθε είδους εντάσεις στη ζωή του. Κάποιοι θεωρούν ότι τον «σκότωσε» ο χωρισμός του με τη Μαίρη Λίντα. Στη συνέχεια πάντως πλήθυναν οι φωνές που αφορούν στο στρατιωτικό καθεστώς. Το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν πάντως της 21ης Μαρτίου μιλά για αιφνίδιο θάνατο από καρδιακή ανεπάρκεια στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Αθήνας, στις 21 Μαρτίου του 1970.

"Mου λένε ότι ο Mανώλης πέθανε από την καρδιά του. Tους ρωτάω πολλές φορές να μου το λένε συνέχεια, γιατί τ' ακούω να σφυρίζει, στριφογυρνάει στ' αυτιά μου και δεν μπορεί να μπει μέσα. Tους απαντάω μ' ένα τραγούδι του ίδιου του Xιώτη, το «Aυτά που λες τ' ακούω βερεσέ». Άστα". (Γιάννης Παπαϊωάννου)

Ο Μανώλης Χιώτης έζησε λίγα χρόνια, σκάρτα 50 και πρόλαβε να κάνει πολλά που αφορούν στο ελληνικό τραγούδι. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα 12 του χρόνια, όταν είδε να τον δολοφονούν με μαχαίρι. Ο Διαμαντής Χιώτης ήταν ένας από τους μεγάλους μάγκες της εποχής και με πολλά πάρε δώσε. Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ στη ζωή του, ξεκινώντας να πρωτοπαίζει μουσική με μια… σφυρίχτρα. Τα περίφημα «Ηλιοβασιλέματα», έμελλε να είναι το τραγούδι που τον συνόδευσε στην τελευταία κατοικία του, με το ίδιο το μπουζούκι του, δια χειρός Γιάννη Καραμπεσίνη.

Ο Χιώτης είναι από αυτούς που έμειναν διαχρονικοί και θα μείνουν για αρκετό καιρό ακόμα, αφού κι ο ίδιος βοήθησε με την τεχνική του, ώστε τα τραγούδια του να έχουν «κάτι» που θα είχε ενδιαφέρον και στις επόμενες γενιές. Σημαντικά τραγούδια του διασκευάζονται ακόμα και σήμερα, εκτός του «Πασατέμπου». Τραγούδια που είχαν τη σφραγίδα σημαντικών στιχουργών, όπως της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου (ενδεικτικά, «Περασμένες μου αγάπες») και του πολύ καλού φίλου του, Χρήστου Κολοκοτρώνη (ενδεικτικά «Σκότωσέ με»). Βεβαίως δεν υπολείπονται και τα δικά του τραγούδια (ενδεικτικά, «Δε θέλω πια να ξαναρθείς», «Λαός και Κολωνάκι»).

Η διαχρονικότητα του και η αγάπη του κόσμου ακόμα και σήμερα στο όνομα Χιώτης, είναι που δείχνει στους νέους το δρόμο, να διασκευάσουν με άπειρους τρόπους και άπειρες φορές τα τραγούδια αυτά.

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Βασίλης Τσιτσάνης – Μια εκπομπή ραδιοφώνου στο χαρτί

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Αυτό που θα επιχειρήσουμε «εγγράφως» είναι μια αλλιώτικη ραδιοφωνική...

    Συνέχεια

    Η δισκογραφία στην Ελλάδα το 2022

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Παλαιότερα η δισκογραφία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πώληση δίσκων. Στο πρόσφατο...

    Συνέχεια

    O συνθέτης Κώστας Δέδες μιλάει για τον αείμνηστο κοντραμπασίστα Ανδρέα Ροδουσάκη

    Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Πέμπτης 29 Δεκεμβρίου ο Ανδρέας Ροδουσάκης.

    Συνέχεια

    Επανεκδόσεις

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Στην ψηφιακή εποχή ο φυσικός φορέας ήχου έχει υποχωρήσει. Είτε βινύλιο είτε CD, οι...

    Συνέχεια

    Iάκωβος Καμπανέλλης - Από την «Αυλή των θαυμάτων» στη «Γειτονιά των Αγγέλων»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη...

    Συνέχεια

    James Bond – «Τραγουδώντας» για τα 60 χρόνια του αγαπημένου Πράκτορα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο κινηματογράφος είναι γεμάτος από «ήρωες» που αγαπήθηκαν από το κοινό για...

    Συνέχεια

    Μαρία Φαραντούρη - H απέραντη φωνή της Δημιουργίας

    Γράφει ο Γιάννης Φαλκώνης Φωτογραφίες: Γιάννης Φαλκώνης Η φωνή της Μαρίας...

    Συνέχεια

    Σωτήρης Κοματσιούλης

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ο Σωτήρης Κοματσιούλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα, μεγάλωσε στη Λάρισα...

    Συνέχεια

    Ο Σταμάτης στη δισκογραφία

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Στις 8 Noεμβρίου, ημέρα των Ταξιαρχών, Μιχαήλ και...

    Συνέχεια

    Στίγμα '90

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ταμπελοκουλτούρα ονομάζεται ο τρίτος δίσκος των Στίγμα...

    Συνέχεια