Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας) - Πριν το χάραμα μονάχος

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης (1902-1970) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Τα τραγούδια του είναι κειμήλια της ελληνικής λαϊκής παράδοσης. Τραγούδια που μένουν μέσα στα χρόνια μοναδικά και αξεπέραστα. Το γιατί θα το αντιληφθείτε στις παρακάτω γραμμές, όπου αναδεικνύεται μια μορφή της ελληνικής μουσικής ιστορίας, παρούσα στο ευρύ φάσμα της. Η αμεσότητα και απλότητα, ο ερωτικός καημός, η θυμόσοφη και εύθυμη ματιά χρωμάτιζαν τους στίχους του. Ήταν μετρημένος, γενναιόδωρος, διακριτικός. Έγραψε ρεμπέτικο, βαρύ λαϊκό, ελαφρύ λαϊκό, ένιωσε και κατέγραψε την ανάγκη για μεταστροφή μετά τον πόλεμο σε ταξιδιάρικα και αγαπημένα τραγούδια, σε ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια. Το λαϊκό ερωτικό τραγούδι εκείνα τα χρόνια έχει το όνομά του, μέχρι το θάνατό του, όπου πρόλαβε να δώσει την καινούργια σε στιλ «Αγωνία» και το «Που 'σαι Θανάση». Το έργο του όμως είναι αμέτρητο και κυριολεκτικά «σημερινό».

Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης το 1930 στον Μικρασιατικό Σύλλογο γνώρισε τον στιχουργό Κώστα Κοφινιώτη και σε αυτόν εμπιστεύτηκε τους πρώτους στίχους του. Το 1945 σε ένα καφενείο στην οδό Ίωνος στην Ομόνοια γνωρίστηκε με τον Ζαμπέτα, ο οποίος λέει μέσα από την αυτοβιογραφία του («Βίος και Πολιτεία - Και η βρόχα έπιπτε στρειτ θρου», επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις Ντέφι, 1997)

«Τον Μπάμπη, τον ήξερα απ' το '45, μας είχε συστήσει ο Στράτος (Παγιουμτζής) στο μπαράκι και με συμπάθησε και μού 'δινε στίχους για να γράφω κάνα τραγουδάκι».

Στο μπαράκι εκείνο που είχε γνωρίσει τους παλιούς ρεμπέτες. Εκείνοι ήταν που τον ονόμασαν εξάλλου και «Τσάντα» και πιο συγκεκριμένα ο Στράτος Παγιουμτζής, που κατόπιν τον πήγε στον Ζαμπέτα, όπως μαρτυρά και ο ίδιος. Γιατί είχε πάντα μαζί του μια τσάντα με στίχους που τους πρόσφερε, με αμοιβή ή και χωρίς αμοιβή στους συνθέτες της εποχής. Άλλους τους χάριζε σε κάποιους στιχουργούς, διόρθωνε επίσης στίχους άλλων δημιουργών. Κι όλα αυτά με μικρή ή καθόλου αμοιβή, όπως είπαμε. Στίχους έγραφε οπουδήποτε, σε χαρτιά, σε πακέτα από τσιγάρα, εμπνευσμένος από οτιδήποτε, από μια βάρκα, τους γλάρους, μια άμαξα μες τη βροχή, μια αγωνία με λαχτάρα, κάποια δειλινά, πριν το χάραμα… Κι όλα έγιναν σπουδαία τραγούδια.

Το «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα» το 1940 ήταν το ρεμπέτικο τραγούδι που τον έκανε να ξεχωρίσει αρχικά και προπολεμικά, μια σύνθεση του Νίκου Γούναρη (του γνωστού ελαφρού τραγουδιστή) που το υπέγραψε όμως για προφανείς λόγους σαν Νίκος Κουρνάζος, ενώ ο Βασιλειάδης εμφανίζεται σαν Βασίλης Ταμβάκης (το πατρικό της γυναίκας του). Το τραγούδι με τις φωνές της Ιωάννας Γεωργακοπούλου και του Στελλάκη Περπινιάδη, με σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη, ήταν μεγάλη επιτυχία. Έναν Χιώτη για τον οποίο αργότερα θα έγραφε το μοναδικό «Παρτίδες».

Αυτά τα έκανε, όπως είχε πει ο Απόστολος Καλδάρας στον Γιώργο Παπαστεφάνου στην εκπομπή της ΕΡΤ, «Οι παλιοί μας φίλοι», ένας άνθρωπος που η παρουσία του, η μορφή του δεν πρόδιδε τίποτε από όσα ήταν στη ζωή του. Συχνά αξύριστος και ατημέλητος, όμως ταυτόχρονα πολυμαθής, ευρυμαθής, πολύγλωσσος και ταυτόχρονα ικανότατος στο πλέξιμο των στίχων. Ο συνεργάτης του, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και συνθέτης, Σπύρος Καλφόπουλος τον έλεγε αφελή, για την ευκολία που μοίραζε τους στίχους του, το ίδιο -με όλη της την αγάπη- του καταμαρτυρούσε και η γυναίκα του, Άννα, που έζησαν μαζί πολλά χρόνια.

Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης είχε σπουδάσει στη Λεόντειο Σχολή και ήταν διερμηνέας αρκετών γλωσσών, το μεράκι του όμως ήταν η στιχουργική. Ο Κώστας Βίρβος στη βιογραφία του («Μια ζωή τραγούδια», εκδόσεις Ντέφι, 1985) λέει για τον Βασιλειάδη πως γνώριζε τέσσερις γλώσσες και για ένα διάστημα εργάστηκε στο Υπουργείο Ναυτικών, αλλά τον κέρδισε η στιχουργική, εγκαταλείποντας οποιανδήποτε άλλη δραστηριότητα. Μάλιστα, ο Βίρβος, τονίζει ότι, πριν από τη δική του εμφάνιση στη δισκογραφία, οι μόνοι επαγγελματίες λαϊκοί στιχουργοί ήταν η Παπαγιαννοπούλου και ο Βασιλειάδης.

Αυτό εξάλλου προκύπτει από το έργο του. Μέχρι βαριά λαϊκά έγραψε, όπως τα «Φέρτε μια κούπα με κρασί», σε μουσική Απόστολου Καλδάρα (το μοναδικό που συνεργάστηκαν έλεγε ο ίδιος ο Καλδάρας στον Παπαστεφάνου, αλλά υπάρχουν κι άλλα καταγεγραμμένα που να αφορούν τους δυο τους σαν δημιουργικό δίδυμο) με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη για την ταινία του Τεγόπουλου, «Είμαι μια δυστυχισμένη». Επίσης τα πολύ αγαπημένα «Όταν κοιμάται ο δυστυχής» του Βασίλη Καραπατάκη με τον Τάκη Μπίνη, «Εσύ 'σαι αριστοκράτισσα» του Λεωνίδα Μπουρνέλη με τον Γιώργο Ταλιούρη, «Σάπιο σανίδι πάτησα» του Γεράσιμου Κλουβάτου με τον Ζαγοραίο κ.ά.

Ο Πάνος Γαβαλάς ερμήνευσε πολλές δημιουργίες του Τσάντα. Ανάμεσά τους τον πρώτο λόγο κατέχει το «Σιγανοψιχάλισμα», με το οποίο και καθιερώθηκε στην δισκογραφία το 1956, ενώ σημαντική και ξεχωριστή θέση έχουν και οι περίφημοι «Γλάροι» (1959), σε μουσική Νίκου Μεϊμάρη και συνοδεία των περίφημων δασκάλων, Καρνέζη και Παπαδόπουλου.

Ο Φώτης Χαλουλάκος λέει στον Τάσο Σχορέλη («Ρεμπέτικη Ανθολογία», τόμος Δ, εκδόσεις Πλέθρον, 1981):

«Στον Τσάντα χρωστάω πολλά. Κι όχι μόνο εγώ. Και ποιον δεν βοήθησε; Αυτός με πήγε στην Odeon. Για τον Τσάντα πρέπει να γραφτούνε πολλά γιατί του αξίζει. Ολόκληρο βιβλίο... Παίζαμε σ' ένα ουζερί στη Βάθη με τον Κυριαζή. Εκεί με στίχους του Τσάντα έγραψα τη «Γόπα». Την τραγούδησε ο Γιάννης (Κυριαζής) και αυτός ήταν ο πρώτος του δίσκος».

Με στίχους του Τσάντα έκανε το ντεμπούτο σαν συνθέτης στο γραμμόφωνο και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, το 1949, με το «Καντήλι τρεμοσβήνει», που ερμήνευσαν οι Στελλάκης, Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκος Βαμβακάρης. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε με τα «Πήρα την στράτα την κακιά» που τραγούδησε η Πόλυ Πάνου και «Ξένο σπίτι, ξένες πόρτες» με τον Τσαουσάκη. Επίσης, ο Σπύρος Ζαγοραίος, ενώ ξεκίνησε την πορεία του στο τραγούδι το 1952 με μια δημιουργία του Τσιτσάνη, η πρώτη ουσιαστικά εγγραφή του θεωρείται αυτή που πραγματοποίησε 6 χρόνια μετά, στο αθάνατο «Άναψε το τσιγάρο» των Κλουβάτου - Τσάντα στην Odeon. Το ίδιο τραγούδι ηχογράφησε λίγους μήνες αργότερα και η Καίτη Γκρέυ για λογαριασμό της «αντίπαλης» Columbia. Η Καίτη Γκρέυ συνέδεσε το όνομά της όμως με ένα μεγάλο σουξέ των Χρυσίνη - Τσάντα, το «Κάτσε στον καναπέ μου».

Ο Βασιλειάδης, ανακάλυψε και την Γιώτα Λύδια. Εκείνη ήταν δεν ήταν 16 ετών, μόλις είχε παντρευτεί. Ένα πρωί που περνούσε έξω από το σπίτι της, άπλωνε ρούχα στην αυλή και τραγουδούσε. Αυτό ήταν. Την πήρε από το χέρι και την πήγε στην Columbia, όπου υπέγραψε αμέσως συμβόλαιο. Στα επόμενα δέκα χρόνια η Γιώτα Λύδια είπε περισσότερα από χίλια τραγούδια και έγινε η αγαπημένη μούσα όλων των μεγάλων συνθετών. Εκείνος, ανακάλυψε και τη Ρία Κούρτη που την πήγε στον Πάνο Γαβαλά και μαζί έκαναν ένα αξεπέραστο δίδυμο. Όπως και τη Μαριάννα Χατζοπούλου, που χαρακτηρίστηκε «τυφλό αηδόνι» στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα («Το νυφικό σου φόρεμα», στην αγαπημένη ταινία «Της κακομοίρας» ή «Ο μπακαλόγατος»).

Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε μιλήσει με κολακευτικά λόγια στον Κώστα Μπαλαχούτη για την αξία και την προσωπικότητα του Τσάντα, τονίζοντας ότι αυτός μεσολάβησε για την γνωριμία του με τον Χρυσίνη και την μετέπειτα ένταξή του στην δισκογραφία. Όμως αρχικά δεν ήταν ούτε καν φίλοι, αφού ο Τσάντας είχε εκνευριστεί με τον Καζαντζίδη ότι τον διέβαλλε για μια γυναίκα που τον είδε μαζί κ.λ.π. Γενικά πάντως οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν λίγες φορές, αλλά πάντα με λαμπρά αποτελέσματα, όπως στο διαχρονικό “Ένας μάγκας στο Βοτανικό”, σε μουσική Σπύρου Περιστέρη (το τραγούδι είχε κυκλοφορήσει με διαφορετικούς στίχους το 1933 και ερμηνευτή τον Ζαχαρία Κασιμάτη) “Πάντα εσένα συλλογιέμαι”, “Κλαίει απόψε η καρδιά μου” κ.ά.

Ο Καζαντζίδης στην δεύτερη -μετά το 1987- πορεία του στην δισκογραφία επανεκτέλεσε το πολυαγαπημένο “Πριν το χάραμα” των Παπαιωάννου-Τσάντα και το “Πικραμένο δειλινό” που ξεχώρισε το 1955 με τον Γαβαλά.

Στίχους του Βασιλειάδη μελοποίησε και ο Τσιτσάνης, Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται και «Το πικραμένο αγόρι» με τη φωνή του Τσαουσάκη (κι εδώ ο Βασιλειάδης εμφανίστηκε σαν Βασίλης Ταμβάκης) που τόσο πολύ αγάπησε ο Μάνος Χατζιδάκις, ώστε να το συμπεριλάβει στα «Πέριξ» με τη Βούλα Σαββίδη και σε οργανική μορφή στον «Σκληρό Απρίλη του '45», με σολίστα τον νεαρό τότε Θανάση Πολυκανδριώτη.

Ξαναγυρνώντας στη συνεργασία του με τον Ζαμπέτα, που ξεκινάει αρχές του '50 και φτάνει μέχρι το θάνατό του, μιλά ο ίδιος ο σπουδαίος συνθέτης:

«Αυτός που ήτανε τρέλα, ήτανε ο γέρος. Αυτός ήτανε μπαξές! Ερχότανε ο Μπάμπης στο σπίτι και καθόμαστε ώρες ατέλειωτες. Γράψε-σβήσε συνέχεια. Του έλεγα τη βλέψη μου για κάθε τραγούδι κι αμέσως τό 'γραφε, μεγάλη ευχέρεια στο γράψιμο... Ήτανε αδελφός της πρώτης γυναίκας του Παπαδόπουλου, του δικτάτορα, μ' αυτήν που είχε τα δυο παιδιά. Ο Παπαδόπουλος την είχε χωρίσει την αδελφή του Τσάντα, όταν γνώρισε μια υπάλληλο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού που ήταν αδελφή του Γιώργου Οικονομίδη. Την είχε όμως σ' ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη με φρουρά και την προστάτευε, γιατί είχε τα παιδιά του. Ο Τσάντας είχε και γραφείο κοντά στο γραφείο του Παπαδόπουλου, αλλά πολύ σπάνια καθότανε εκεί. Έμενε σε μια οκέλα, ένα προσφυγικό χαμόσπιτο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εκεί πήγαινα εγώ και γράφαμε τραγούδια, γράφαμε στίχους σβήναμε. Ήτανε πολύ δυνατός, του έλεγες τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις κι αμέσως, τάκα-τάκα το έφτιαχνε. Ήτανε παντρεμένος με την κυρία Άννα... Μου λέει η κυρία Άννα ότι την ώρα που πέθανε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για 'μένα. Το “Πού 'σαι Θανάση”. Σημαδιακό τραγούδι. Με έλεγε γιο του ο Τσάντας. Δεν είχε παιδιά, άκληρος ήταν. Αφού τα ποσοστά του απ' τα τραγούδια που κάναμε ήτανε κανονικά το 50% κι ο γέρος ήθελε το 1/3. Έλεγε πως τα άλλα ανήκουνε στα εγγόνια του, τα δικά μου παιδιά δηλαδή. Χρυσός άνθρωπος, μας αγαπούσε πάρα πολύ. Μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ' τους μεγαλύτερους!».

Και για του λόγου το αληθές, η συνεργασία Βασιλειάδη – Ζαμπέτα περιέχει μεταξύ άλλων: “Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου”, “Ο αράπης”, “Ο πιο καλός ο μαθητής”, “Κυρ' Αλέκο”, “Τα δειλινά”, “Πάει-πάει”, “Πατέρα κάτσε φρόνιμα”, “Ακου τ' αηδόνια”, “Αγωνία”, “Ο ξενύχτης”, “Πού 'σαι Θανάση” κ.ά. Το τελευταίο μελοποιήθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Τσάντα, όπως αποφαίνεται και από τα παραπάνω λόγια του Ζαμπέτα που δείχνουν αυτό το τραγούδι να είναι ουσιαστικά και το τελευταίο που δίνει με τα χέρια του ο Τσάντας για τον φίλο του. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, συμπεριέλαβε αυτό το τραγούδι στο δίσκο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» το 1987, όπου σημαντικοί καλλιτέχνες ξεχωρίζουν για την προσφορά τους, με ένα περιβόλι πραγματικό τραγουδιών. Εκεί υπάρχει και μια επιπλέον δίλεπτη εισαγωγή πριν από την κανονική ηχογράφηση, όπου ο Νιόνιος με τον τρόπο του προλογίζει αυτό το υπερ-διαχρονικό πολυαγαπημένο τραγούδι.

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του λέει:

«Πολύ καλός στιχουργός είπαμε, αλλά τα τραγούδια του τα πούλαγε 5 δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου. Ξέρω πολλά τραγούδια που έδωσαν αυτοί κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να παίρνουνε δεκάρα».

Ο Θόδωρος Δερβενιώτης, που πραγματοποίησε το συνθετικό ντεμπούτο πάνω σε στίχους του Τσάντα, τονίζει πως ήταν παρών σε ορισμένες στιγμές ακόμα και “παραγγελιάς”:

«Ερχόταν κάποιος συνθέτης και ζητούσε στίχους για ένα συγκεκριμένο θέμα. Ο Βασιλειάδης έπιανε αμέσως μολύβι και χαρτί και είτε ολοκλήρωνε το τραγούδι μέσα σε λίγη ώρα ή έκανε τον κατάλληλο σκελετό και το παρέδιδε την επομένη».

Ο Κώστας Βίρβος λέει επιπλέον:

«Είχε τρομερή ευχέρεια στο γράψιμο στίχων. Πρέπει νά 'χει γράψει γύρω στα 2000 τραγούδια. Πολλές φορές αν δεν παίρνανε στίχους δικούς του, τους έδινε με 10%, 15%, τους χάριζε ουσιαστικά, απλά και μόνο για να ακουστούν».

Ο ερευνητής Κώστας Χρηστίδης, όπως καταγράφηκε στην «Ιστορία του Λαϊκού Τραγουδιού» του Κώστα Μπαλαχούτη (εκδόσεις Victory), αναφέρει τα εξής:

«Μια σχετικά πρόσφατη διαμάχη στα μουσικά μας πράγματα ξανάφερε το όνομα του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, του θρυλικού Τσάντα, στην επιφάνεια. Συζητώντας καλόπιστα το θέμα με φίλους που νοιάζονται για το λαϊκό τραγούδι και τα πρόσωπα που έγραψαν την ιστορία του, παρατηρήσαμε ότι έλειψαν οι φωνές εκείνες που θα έπαιρναν το μέρος του Τσάντα τριαντα δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Αξιολογώντας το έργο του Τσάντα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέραν της ευχέρειας που είχε στο γράψιμο - ο αριθμός των τραγουδιών του πλησιάζει τα 1000 - ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης αναμόρφωσε στιχουργικά το λαϊκό μας τραγούδι. Βοήθησε συνθέτες, τραγουδιστές, τραγουδίστριες που οι περισσότεροι εξ αυτών του το ανταπέδωσαν με αχαριστία. Εξαιρώ τους Γιώργο Ζαμπέτα και Στράτο Καμενίδη που τον υπεραγαπούσαν.

Έζησε μια λιτή ζωή στα προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας. Έμενε Αδριανουπόλεως και Σαρδέων γωνία. Έντιμος υπέρ το δέον. Δεν φρόντισε να επωφεληθεί ούτε από την συγγένεια του με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί με την αδελφή του Τσάντα το 1943. Σε κάποια τραγούδια του χρησιμοποίησε το επίθετο “Ταμβάκης”, πατρικό όνομα της συζύγου του Άννας. Πέθανε πάμφτωχος το 1970. Από το περιοδικό “Μοντέρνο Τραγούδι” του Κώστα Μάνεση μαθεύτηκε το τέλος του.

Η ζωή απέδειξε όμως ότι τα τραγούδια του Χαράλαμπου Βασιλειάδη θα τραγουδιούνται στον αιώνα τον άπαντα θυμίζοντάς μας πόσο μεγάλο κεφάλαιο υπήρξε για το ελληνικό τραγούδι».

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του, «Ντόμπρα και σταράτα» (επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις «Κάκτος»), μιλώντας για το τραγούδι του «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» σημειώνει:

«Σκόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο. Η γυναίκα μου άρχισε την γκρίνια. Της λέω, άσε με στη σκοτούρα μου, μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, μην ξυπνήσουνε τα παιδιά, σβήσε το φως να κοιμηθούμε. Αυτό το χτένισε ο Βασιλειάδης που άκουσε το διάλογο και έφτιαξε το τραγούδι μέχρι την άλλη μέρα το πρωί».

Ο «Τσάντας», ο «Λόγιας», ο «Ταμβάκης», που ήταν το πατρικό επίθετο της συζύγου του, έγραψε περισσότερα από 1400 τραγούδια που έχουν εντοπιστεί επίσημα. Το όνομά του θα μείνει για πάντα στην Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού. Ως ο πρώτος επαγγελματίας στιχουργός της Ελλάδας, αλλά και λόγω του πολύγραφου χαρακτήρα του. Και πώς να κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα… όπως λέει ο στίχος του που μας πάει από γενιά σε γενιά:

«… σβήσε το φως να κοιμηθούμε».

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Γιώργος Ζαμπέτας: «Με το μπουζούκι γεννήθηκα, με το μπουζούκι θα πεθάνω…»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Αν περάσεις μια βόλτα από την πλατεία Δαβάκη στο Αιγάλεω...

    Συνέχεια

    Δημήτρης Χριστοδούλου: «Έζησα το αίμα και το μετέτρεψα σε ποιητικό λόγο»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Δεν υπάρχει Έλληνας συνθέτης που να μην έκανα τραγούδια μαζί...

    Συνέχεια

    Το πρώτο δίμηνο του 2022

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Το πρώτο δίμηνο του 2019 κυκλοφόρησαν 61 δίσκοι...

    Συνέχεια

    Αντώνης Καλογιάννης - «Ιστορίες Αγγέλων»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Αντώνης Καλογιάννης γεννήθηκε στην Καισαριανή ...

    Συνέχεια

    Nίκος Καββαδίας - Αλλιώς Βαλχάλας ή Ταπεινός ή Κόλλιας ή Μαραμπού

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ονόματα με τα οποία έγραψε ή χρησιμοποίησε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας στα...

    Συνέχεια

    Λουκιανός Κηλαηδόνης - Ένας καουμπόης στη… Βουλιαγμένη

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Δεν το διάλεξα εγώ να γίνω καλλιτέχνης – τυχαία έγινε....

    Συνέχεια

    Βασίλης Τσιτσάνης - Ο «Θεόφιλος» της λαϊκής μουσικής

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Στα αφιερώματα που αφορούν σε τεράστια ονόματα, ανθρώπους που ταυτίστηκαν με αυτό που...

    Συνέχεια

    Μελοποιημένος Καβάφης

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Υπάρχουν 289 τραγούδια με στίχους Κ.Π.Καβάφη. Να...

    Συνέχεια

    Eυτυχία Παπαγιαννοπούλου - Η θρυλική «γρηά» του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς «Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με...

    Συνέχεια

    Η αριθμητική της Ελληνικής Δισκογραφίας για το 2021

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Το 2021 κυκλοφόρησαν 357 ελληνικοί δίσκοι. Οι 248...

    Συνέχεια