Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Βασίλης Τσιτσάνης - Ο «Θεόφιλος» της λαϊκής μουσικής

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

Στα αφιερώματα που αφορούν σε τεράστια ονόματα, ανθρώπους που ταυτίστηκαν με αυτό που έμαθαν να κάνουν καλά και άφησαν πίσω τους κληρονομιά, αρέσκομαι η αλήθεια είναι να ξεκινάω κάπως από το «τέλος». Το ξετύλιγμα του κουβαριού μιας ζωής είναι ένα βιβλίο εξάλλου, πολλές φορές μπαίνουμε στον πειρασμό να δούμε πως τελειώνει ένα βιβλίο, τι λέει στο τέλος ο συγγραφέας και αν ο τίτλος έχει «ακουμπήσει» σωστά στο θέμα.

Όταν ένας άλλος σπουδαίος Έλληνας σαν τον Μίκη Θεοδωράκη, αναφέρεται στον Βασίλη Τσιτσάνη, του δίνουμε το λόγο. Ένας Μίκης Θεοδωράκης που είπε με παροιμιώδη τρόπο (συγκριτικά με τον «φουστανελά» ζωγράφο Θεόφιλο Κεφαλά-Χατζημιχαήλ που έκανε γνωστή την ελληνική ιστορία μέσα από τους πίνακές του φτάνοντας στο Λούβρο) αλλά και ταπεινοφροσύνη:

«Θα 'θελα να 'μαι ένας ταπεινός μαθητής του. Ο Τσιτσάνης είναι ο Θεόφιλος της λαϊκής μας μουσικής».

Όταν η υγεία του Τσιτσάνη κλονίζεται, παίρνει την πρωτοβουλία και οι τέσσερις μεγαλύτεροι δήμοι του Πειραιά (Νίκαια, Δραπετσώνα, Κορυδαλλός και Κερατσίνι) τον τιμούν στον Κόκκινο Βράχο τον Αύγουστο του 1983, απονέμοντάς του μετάλλιο για την προσφορά του στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Κι έτσι ανάγεται ο λαός ως τιμητής ενός σπουδαίου, όσο είναι ακόμα ζωντανός... Από 'κει και το σωσμένο οπτικοακουστικό ντοκουμέντο, με τον Τσιτσάνη και τον Θεοδωράκη σε ένα ορμητικό ντουέτο στο εμφυλιακό του τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει».

Κι έτσι, αφού είδαμε μια «τελευταία σελίδα» ενός πιθανότατα πανάκριβου σε ουσία και συναίσθημα βιβλίου, ήρθε η στιγμή να το ξεφυλλίσουμε. Κι όλα μια μέρα, αφού θα γεννηθούν τότε θα καταγραφούν. Άλλο ένα ιδιαίτερο σημείο σε αυτήν την καταγραφή. Δεν είναι συχνό φαινόμενο κάποιος να έρχεται στη ζωή μια ημερομηνία και την ημέρα των γενεθλίων του να φεύγει από αυτήν, μετά από όσα χρόνια. Στην ελληνική μουσική ιστορία είναι τρεις (3) αυτές οι περιπτώσεις, αφορούν τον Μανώλη Χιώτη (21 Μαρτίου), την Καίτη Χωματά (24 Οκτωβρίου) και τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Ο επονομαζόμενος στη συνέχεια και «Βλάχος», όταν πια ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο αρχικά και το λαϊκό στη συνέχεια τραγούδι, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 και έφυγε από τη ζωή την ίδια ημερομηνία του 1984. Το 1972, ο Γιώργος Παπαστεφάνου έχει καλεσμένους στην εκπομπή του «Η μουσική γράφει ιστορία» (ΥΕΝΕΔ) τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Εκείνη τη χρονιά θα ξεκινούσαν μαζί στο θρυλικό «Χάραμα». Μια δύσκολη εκπομπή, όπως ο ίδιος κάποια χρόνια αργότερα έλεγε, διότι ο Τσιτσάνης όταν έπαιζε ο… Άρης Θεσσαλονίκης δεν έκανε τίποτε και το στούντιο εγγραφής ήταν κλεισμένο μια τέτοια μέρα. Στο δια ταύτα όμως η εκπομπή έγινε, εγγράφηκε διαφορετικά εκείνη την εποχή και ο Παπαστεφάνου στην εισαγωγή του χωρίζει το λαϊκό τραγούδι σε τρεις περιόδους, την προπολεμική με δύο περιόδους, σμυρνέικα η πρώτη και ρεμπέτικα η δεύτερη που χρησιμοποιούν μπουζούκι πια, αλλά και την τρίτη περίοδο, μετά το 1940, την ονομάζει «εποχή Τσιτσάνη». Σε μια ηλικία που ο συνθέτης δεν είναι πάνω από τα 25 του και στην πραγματικότητα ήθελε αρχικά να γίνει… δικηγόρος.

Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε λοιπόν στις 18 Ιανουαρίου του 1915 στα Τρίκαλα, μια πόλη που «μεσουράνησε» από το κέντρο της Ελλάδας που βρίσκεται, στην παραγωγή λαϊκών δημιουργών και καλλιτεχνών κατά τον 20ό αιώνα. Απόστολος Καλδάρας, Κώστας Βίρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Δημήτρης Μητροπάνος, ένας «Ουρανός μ' αστέρια», που έλεγε ένα περίφημο ελαφρό τραγούδι του Μίμη Πλέσσα και του Θάνου Σοφού.

O πατέρας του, Κώστας Τσιτσάνης, ήταν Ηπειρώτης από τα Γιάννενα. Και τσαρουχάς το επάγγελμα, καθώς και η μάνα του, Βικτωρία Λάζου, από τα Ζαγόρια. Όταν οι μνήμες του πατέρα του γυρνούσαν στα Γιάννενα, έπαιρνε την μαντόλα και παρέα με τον μικρό Βασίλη έπαιζε και τραγουδούσε σκοπούς της Πατρίδας του, προπάντων μοιρολόγια, αυτά ήταν και τα πρώτα ακούσματα του μικρού. Και αυτό υπάρχει μέσα στα τραγούδια του. Ακόμα και οι μη μυημένοι μπορούν αυτό να το διακρίνουν.

Κι από τότε ο Τσιτσάνης μεσουρανεί, αλλά μέχρι και σήμερα, 37 χρόνια μετά που «έφυγε», είτε με αυθεντικές εκτελέσεις στα κέντρα και στα διάφορα μαγαζιά, είτε με νεότερες διασκευές, μέχρι και ροκ μπλουζ! Και μια λεπτομέρεια, ίσως είναι ο μοναδικός που προσφωνείται με το επίθετό του πάντα... Ο Τσιτσάνης ή Βλάχος ή Τσίλας.

Το "Σ' έναν τεκέ σκαρώσανε" θα ήταν το πρώτο τραγούδι που θα ηχογραφούσε ο Τσιτσάνης με τον φίλο του και σημαντικό τραγουδιστή της εποχής, Δημήτρη Περδικόπουλο, το 1937.

Τότε όμως, νέος ο Βλάχος, δεν μπορούσε να περάσει το δικό του (παρότι η πρώτη εγγραφή έγινε όπως όπως το 1936), ηχογράφησε όμως επίσημα τότε (αυτό προβλήθηκε δηλαδή) το «Σιγά την άμαξα» του Περδικόπουλου, ένα καλαματιανό, που είναι η 1η ηχογράφηση του Βασίλη Τσιτσάνη σαν σολίστα στο μπουζούκι, ενώ στη δεύτερη πλευρά ήταν το δικό του τραγούδι, σαν συνθέτης. Βεβαίως το "Σ' έναν τεκέ σκαρώσανε", είχε αναφορές στους κλασσικούς ρεμπέτικους τεκέδες, αναδεικνύοντας έτσι και τις αρχικές επιρροές του συνθέτη, αλλά και στο "καλύτερο χαρμάνι, το προυσιανό".

Γενικότερα, την περίοδο 1936-40, μέχρι τον Πόλεμο δηλαδή, ο Τσιτσάνης έχει καταφέρει να ηχογραφήσει πάνω από 90 τραγούδια σε 78άρια κυρίως, μερικά από τα οποία είναι σημερινά διαμάντια . Ενώ ήδη δημιουργούσε τη γέφυρα που θα έφερνε αυτήν την περίφημη εποχή Τσιτσάνη που έλεγε ο Γιώργος Παπαστεφάνου, αυταπόδεικτα, κάποια χρόνια αργότερα. Από αυτά που έχουν αρχειακή και ιστορική αξία της εποχής (1936), είναι δύο που συνεργάστηκε με την Πορτογαλίδα υψίφωνο (εβραϊκής καταγωγής) Ελβίρα Κάκκη (Ντε Ιντάλγκο / Μπενμαγιόρ), η οποία είχε παντρευτεί Έλληνα (Αιμίλιος Κάκκης) και υπήρξε για ένα διάστημα και δασκάλα της Μαρίας Κάλλας.

Την περίοδο 1936-1940 έγραψε λοιπόν πολλά τραγούδια που ηχογράφησε με τις φωνές του Περδικόπουλου και άλλων τραγουδιστών εκείνης της εποχής, όπως του Στράτου Παγιουμτζή, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Στελλάκη Περπινιάδη, με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Βασίλης Τσιτσάνης συμμετείχε σαν δεύτερη φωνή. Τραγούδια όπως «Μες την πολλή σκοτούρα μου», «Μάγισσα της αραπιάς», «Δώδεκα η ώρα», «Παραγουάη (Σε φίνο ακρογιάλι)» , τον περίφημο «Σακαφλιά» και φυσικά τη θρυλική «Αρχόντισσα».

Η «Αρχόντισσα» ηχογραφήθηκε το 1939, μάλιστα ο Τσιτσάνης ήταν ακόμα φαντάρος στο «Τάγμα Τηλεγραφητών» στη Θεσσαλονίκη από το 1938, με ερμηνευτές Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη και είναι αφιερωμένο στον έρωτα ενός φίλου του για μια κοπέλα, την Ελίζα, μια υπερευαίσθητη νεαρή χήρα που κατάντησε αλκοολική και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1941. Ο φίλος του σκοτώθηκε επίσης από τους Γερμανούς, το τραγούδι όμως έμεινε διαχρονικό και έγραψε ιστορία, εξάλλου κάθε τραγούδι του Τσιτσάνη θα μπορούσε να γράψει βιβλίο!

Τόσο διαχρονικό λοιπόν, που αποτέλεσε και σημείο αναφοράς τον Γενάρη του 1949 από τον Μάνο Χατζιδάκι, στην περίφημη ομιλία του για το ρεμπέτικο. Όταν το κατάταξε στα τρία «πιο ερωτικά» τραγούδια-καντάδες όλων των εποχών για το ελληνικό τραγούδι. Ένα τραγούδι που σήμερα ακούγεται κατά κόρον, με κάθε μορφή, αυθεντικό, επανεκτέλεση και διασκευή.

Ο Σώτος Αλεξίου, που έχει γράψει βιογραφία του Τσιτσάνη μάς λέει:

«Ένας που συνεργαζόταν με τις δισκογραφικές εταιρείες πήρε τον Τσιτσάνη και τον πήγε στον Παναγιώτη Τούντα στην αρχή της καριέρας του. Εκεί ο Τσιτσάνης έπαιξε στον Τούντα το λεγόμενο «Ατελείωτο», ένα ορχηστρικό δηλαδή που έχει σαν τμήματά του τη θλίψη, το θάνατο και εν συνεχεία τη ζωή. Καταλαβαίνετε λοιπόν τη λογική του «Ατελείωτου»… Ο Παναγιώτης Τούντας όταν τον άκουσε να παίζει του είπε τα εξής:

«Παιδί μου, αυτό που μου έπαιξες δεν είναι μια σύνθεση, είναι ένα ολόκληρο συμφωνικό έργο».

Τότε ο Τσιτσάνης κατάλαβε πως κάποιος τον έπαιρνε από το χέρι και τον οδηγούσε προς ένα δρόμο διαφορετικό».

Τον Απρίλιο του 1940 απολύεται και επιστρέφει στην Αθήνα, για να δουλέψει. Εμφανίζεται στο «Δάσος» στο Βοτανικό και στο μαγαζί του Διαμαντή Χιώτη (πατέρα του Μανώλη), ενώ φωνογραφεί νέα τραγούδια με τις φωνές του Παγιουμτζή, Κερομύτη, Στελλάκη Περπινιάδη, Περδικόπουλου, Απόστολου Χατζηχρήστου, Ιωάννας Γεωργακοπούλου και της Νταίζυς Σταυροπούλου, την οποία είχε γνωρίσει στη Θεσσαλονίκη, ως φιλενάδα του Ανέστη Δελιά, με προτροπή του Παναγιώτη Τούντα.

Ο πόλεμος τον στέλνει τηλεγραφητή στο αλβανικό μέτωπο. Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, φεύγει για την Θεσσαλονίκη. Εκεί γνωρίζεται με τη Ζωή Σαμαρά, την οποία αρραβωνιάζεται και παντρεύεται και με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, την Βικτωρία και τον Κώστα – και παρά τα δεδομένα της εποχής, έζησε μια από τις καλύτερες, δημιουργικά, περιόδους της ζωής του, για την οποία αναφέρει στον Κώστα Χατζηδουλή:

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τη Θεσσαλονίκη. Σ' αυτή την πόλη ετοίμασα, στην κατοχή, ολόκληρο έργο. Ένα έργο που βγήκε από τις δραματικές σελίδες της εποχής, ένα έργο που ξεπήδησε μέσα από την ψυχή μου, ένα έργο που είχε μέσα του τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο, ένα έργο που αργότερα θα σάρωνε την Ελλάδα».

Θεσσαλονίκη, πρώτο τρίμηνο του '43. Κατοχή, αντίσταση, εβραϊκά γκέτο. Κατασκοπία, ένας κυνηγημένος έρωτας, ΕΑΜ, ταγματασφαλίτες, μουλωχτοί σκοτωμοί, πείνα, εξωφρενικά γλέντια, Μάχη του Στάλιγκραντ, κρίσιμη καμπή του πολέμου. Από τον παλιό Σταθμό Θεσσαλονίκης ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Άουσβιτς. Το «Ουζερί Τσιτσάνης», Παύλου Μελά 22, δουλεύει στο κέντρο της κατεχόμενης πόλης, στο μάτι του κυκλώνα. Κι ο Βασίλης Τσιτσάνης, 28 χρόνων τότε, μέσα σ' όλον αυτόν τον εφιάλτη, ίσως και εξαιτίας του, συνθέτει τα καλύτερα τραγούδια του γράφει:

«Όποιος γεννιέται μερακλής, δεν ξέρει τι να κάνει»

Αυτά λέει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του, «Ουζερί Τσιτσάνης», ο συγγραφέας του Γιώργος Σκαμπαρδώνης, αφιερωμένο στο χώρο που είχε ανοίξει ο συνθέτης, με τη βοήθεια του πεθερού του στη Θεσσαλονίκη. Και συνεχίζει σε συνέντευξή του:

«Ίσως οι σκληρές συνθήκες τελικά στον καλλιτέχνη να κάνουν καλό».

Σε επιβεβαίωση των παραπάνω τόσο λίγων λέξεων, θα πρέπει κανείς να βάλει στην εξίσωση και κάτι ακόμα. Μέσα στο «Ουζερί Τσιτσάνης» το 1943 ο δημιουργός γράφει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τραγούδι-σήμα σχεδόν ολόκληρου του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, αλλά κι ένα τραγούδι με ακόμα μια «βεντέτα» για τον Βασίλη Τσιτσάνη από αρκετές, όπως θα δούμε και παρακάτω στο αφιέρωμά μας.

Η φωνογράφηση του τραγουδιού έγινε το 1948, με τις φωνές της Μπέλλου και του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Το ποιος έγραψε τους στίχους του τραγουδιού, ήταν θέμα μέχρι το 2004!

Ο Τσιτσάνης, σε διάφορες συνεντεύξεις του εξηγούσε πώς το έγραψε. Αναφερόταν στο θάνατο ενός νέου ανθρώπου, μπροστά στα μάτια του, μια χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακής στην Κατοχή. Η εικόνα ήταν η αφορμή και οι στίχοι της «Κυριακής» ξετυλίχτηκαν από έναν μαέστρο της στιχοπλοκής, όπως ήταν ο Τσιτσάνης.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Αλέκος Γκούβερης λέει στον Τάσο Σχορέλη, συγγραφέα της «Ρεμπέτικης Ανθολογίας» ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν έχει σχέση με κατοχή και θανάτους, αλλά με… ποδόσφαιρο. Συγκεκριμένα, μετά από μια ήττα της ποδοσφαιρικής ομάδας Α.Ε. Λαρίσης, εκείνος έγραψε τους… πονεμένους στίχους και δόθηκαν στον Τσιτσάνη, ο οποίος διόρθωσε το πρώτο τετράστιχο.

Ο ίδιος ο Τσιτσάνης δεν απάντησε τότε, αν και λίγο αργότερα, σε μια εκ νέου συνέντευξή του στον αείμνηστο Πάνο Γεραμάνη, παραδέχτηκε πως οι στίχοι είχαν γραφτεί σε συνεργασία με τον Γκούβερη. Το 2004 τελικά, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Ταχυδρόμος» για τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Τσιτσάνη, όπου ο Χατζηδουλής καταρρίπτει τον Σχορέλη, ο οποίος δεν συμπαθούσε τον συνθέτη.

Το ένα ήταν ότι το 1943 που γράφτηκε η «Συννεφιασμένη Κυριακή», η Α.Ε. Λαρίσης δεν υπήρχε και το άλλο ότι υπάρχει δημοσιευμένη δήλωση του Γκούβερη από τις 17/9/1947, σύμφωνα με την οποία απλά συνέβαλε στην αποπεράτωση των στίχων, με την προσθήκη ενός κουπλέ κι έτσι δικαιολογείται το «σε συνεργασία» που είχε πει ο Τσιτσάνης στον Γεραμάνη.

Η περίοδος μετά τον Πόλεμο βέβαια δεν ολοκληρώνει την τραγωδία του τόπου, αφού έπεται αμέσως ο Εμφύλιος, μια θλιβερή, αλλά και εξίσου παραγωγική ιστορική περίοδος για τον Τσιτσάνη.

Φωνογραφεί το «Μην απελπίζεσαι (Κάνε λιγάκι υπομονή)» στις 11 Νοεμβρίου του 1948 με τη Σωτηρία Μπέλλου, το οποίο αφενός γίνεται τραγούδι-σύμβολο της Ελλάδας του Εμφυλίου, αφετέρου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των «απαγορευμένων ασμάτων» της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, προκειμένου να προστατευτούν «η θρησκεία, η πατρίδα, η ηθική και τα ελληνικά ήθη και έθιμα». Στον ίδιο κατάλογο είχε μπει, άλλωστε το «Κάποια μάνα αναστενάζει», ηχογραφημένο έναν χρόνο πριν, το '47, με τις φωνές της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του ιδίου. Το τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή» χρησιμοποιήθηκε και στον κινηματογραφικό «Θίασο» (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, σαν μια εικόνα του έτους 1951.

Μετά το τέλος και του Εμφυλίου, όλα αλλάζουν και οι συνθέτες του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού μπορούν να γράφουν ανενόχλητοι για κοινωνικά θέματα, καταθέτει άμεσα τα επόμενα δημιουργήματά του, «Αχάριστη» και «Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη» κι έτσι ο Τσιτσάνης γίνεται πλέον το κατεξοχήν λαϊκό είδωλο.

Το ΩΔΕΙΟ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ το 2019 διοργάνωσε διάλεξη του θεολόγου και μουσικού, Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου, με θέμα: «Η Μάγισσα της Αραπιάς» του Βασίλη Τσιτσάνη, του Νίκου Σκαλκώτα και του Μάνου Χατζιδάκι.

Με την απελευθέρωση (1944-45), ο Νίκος Σκαλκώτας μάς δίνει το μοναδικό «Κοντσέρτο για 2 βιολιά», το οποίο είναι το πρώτο έργο νεοελληνικής κλασσικής µουσικής, που χρησιµοποιεί ρεµπέτικο τραγούδι, αφού, στο δεύτερο µέρος του, ακούγεται το «Θα πάω κει στην Αραπιά» του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Σκαλκώτας χρησιµοποίησε τη µελωδία σαν «λαϊκό τραγούδι», αλλά πιο σύνθετη μουσικά, καθώς η αυθεντική µελωδία είναι πολύ πιο απλή από το θέµα που ακούγεται στο έργο. Στη συνέχεια βέβαια το ενορχήστρωσε πάνω στα δικά του κλασσικά δεδομένα.

Ο Μάνος Χατζιδάκις, μέσα στην Κατοχή, ανιχνεύει τις νότες του περιφερόμενου τότε τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Το 1949 ο Χατζιδάκις στη δική του ομιλία για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης, αναφέρεται στο τραγούδι αυτό, οκτώ μήνες πριν από τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (19-9-1949) και πιθανότατα χωρίς να γνωρίζει τη δημιουργία του Σκαλκώτα με την «Μάγισσα της Αραπιάς». Κι έτσι περιλαμβάνει το τραγούδι του Τσιτσάνη στο δικό του έργο. Ο Χατζιδάκις το προσεγγίζει ορχηστρικά, στον «Σκληρό Απρίλη του΄45» και εν τέλει ως lied, για φωνή και πιάνο.

Η διάλεξη εστίασε σ' αυτήν ακριβώς την έμπνευση που έδωσε «Η μάγισσα της Αραπιάς» του Τσιτσάνη, σε αυτούς τους σπουδαίους μουσικούς «διαφορετικών τάσεων και εποχών», στον Σκαλκώτα και στον Χατζιδάκι. Η εκδήλωση τότε, ήταν αφιερωμένη στην επέτειο των 70 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα (1949).

Στα 1955-56 έχουμε μια συνάντηση κορυφής θα λέγαμε, αφού ο Χατζιδάκις φώναξε τον Βασίλη Τσιτσάνη να παίξει μπουζούκι σε δύο αριστουργήματα του Ελληνικού Κινηματογράφου, όπου ο Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική: πρόκειται για τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1955) και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου (1956).

Ο Μανώλης Μητσιάς θυμήθηκε πως ο Μάνος Χατζιδάκις του είχε πει μια μέρα:

"Ο Τσιτσάνης είναι η μετεμψύχωση του Μότσαρτ".

Και εξήγησε πως, αν τα κομμάτια του τα έπαιζε μια ορχήστρα "κλασσικής" μουσικής , θα άφηναν μια αίσθηση Μότσαρτ.

Από τη «Στέλλα» έχουμε ένα διαμάντι, τη «Φαντασία για μπουζούκι και πιάνο», με τον Τσιτσάνη στο μπουζούκι και τον Χατζιδάκι στο πιάνο. Η ηχογράφηση αυτή, περιλαμβάνεται για πρώτη φορά στον δίσκο "Ο Ελληνικός κινηματογράφος και ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζουν (1985)".

Η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου ονομάστηκε «γριά» («γρηά») του ελληνικού πενταγράμμου, αφού ξεκίνησε να γράφει στίχους, μετά τα 50 της. Ήταν η πρώτη γυναίκα που εισέβαλε στον ανδροκρατούμενο χώρο του στίχου. Η γραφή της ήταν δυνατή και ιδιαίτερη. Η πορεία της ξεκίνησε στο πλάι του Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος όμως προσπαθούσε να κρατήσει κρυφή τη συνεργασία τους. Τον θεωρούσε μέχρι το θάνατό της, ως τον μέντορά της, εκείνος της έμαθε το περίφημο «κουπλέ-ρεφρέν». Ωστόσο Τσιτσάνης και Παπαγιανοπούλου ήρθαν σε σύγκρουση. Το θέμα ήταν, ότι σε κάποια τραγούδια είχαν βάλει και οι δυο κάτι από το ταλέντο τους στους στίχους, με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο ποιος είναι τελικά ο δημιουργός. Ειδικά για το τραγούδι «τα Καβουράκια», η διαμάχη έφτασε στο αποκορύφωμά της... Λεπτομερής η αναφορά μας στο www.mousikogramma.gr στο αφιέρωμά μας στην σπουδαία «γρηά».

https://www.mousikogramma.gr/afieromata/arthro/eutyxia_papagiannopoulou_h_thryliki_gria_tou_ellinikou_laikou_tragoudiou-4577/

Αντίστοιχη κατάσταση όμως υπήρξε και με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Από το 1946 μέχρι το 1950, η δισκογραφία αναφέρει πως πάνω από 40 τραγούδια (44 για την ακρίβεια) είναι της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Μεταξύ αυτών και το "Τρελέ Τσιγγάνε", το οποίο, όπως υπογραμμίζει η ίδια, αναφέρεται σε υπαρκτό πρόσωπο, έναν τσιγγάνο αντάρτη του ΕΛΑΣ και μεγάλο έρωτα της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, τον οποίο συνέλαβαν και δολοφόνησαν τα S-S. Για τον "Τρελό Τσιγγάνο", η Γεωργακοπούλου μάλωσε άσχημα με τον Τσιτσάνη, όταν ο τελευταίος (που το θεωρούσε δικό του) έδωσε -ουσιαστικά- στο (φίλο του από τα παραπάνω) Μάνο Χατζιδάκι το τραγούδι "Αγάπη Που 'Γινες Δίκοπο Μαχαίρι" (για την ταινία «Στέλλα»), το οποίο «πατάει» πάνω στη μελωδία του περίφημου Τσιγγάνου. Εδώ, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου με τον Στελλάκη Περπινιάδη στην πρώτη εκτέλεση.

Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου αλλά και η Σωτηρία Μπέλλου, ήταν και τα «θύματα» της απαρχής μιας σημαντικής περιόδου για τον Βασίλη Τσιτσάνη, εκείνης που παρτενέρ του γίνεται πλέον η Μαρίκα Νίνου. Μια πιο νέα και πιο «τσαχπίνα» και «ευέλικτη» παρουσία, όπως απαιτούσε ο χώρος του τρανού «Τζίμη του Χοντρού» εκείνη την εποχή. Ειδικά και μετά από έναν καβγά με πελάτες που είχε η Μπέλλου και έπρεπε να σταματήσει να συμμετέχει στο σχήμα, έναν καβγά που για χάρη του μαγαζιού ο Τσιτσάνης δεν την υπερασπίστηκε καθόλου. Γράφει λοιπόν ο Σώτος Αλεξίου για τη Νίνου και το ντουέτο της με τον Βασίλη Τσιτσάνη:

"Η συνάντηση του Τσιτσάνη με τη Νίνου τάραξε τα δεδομένα της νυχτερινής διασκέδασης. Όλοι μιλούσαν για το ντουέτο Τσιτσάνη-Νίνου. Αν σκεφτούμε ότι η «ζωή» του ντουέτου αυτού κράτησε μόνο 5 χρόνια, από το 1949 μέχρι το 1954, και όχι πάντα κάτω από ομαλές συνθήκες, ίσως να πούμε πως είναι λίγος ο χρόνος, για να εδραιωθεί ένας μεγάλος μύθος…

Το ντουέτο μετά από πολλές ρίξεις, το καλοκαίρι του 1954 διαλύθηκε οριστικά, και στις 29 Σεπτεμβρίου η Μαρίκα αναχωρεί για την Νέα Υόρκη για δουλειά, στο κέντρο «Νέον Βυζάντιον» και θεραπεία, αφού έπασχε από καρκίνο της μήτρας. Ο Τσιτσάνης δεν μπορεί να την ακολουθήσει. Εκείνες τις μέρες γεννήθηκε ο γιός του ο Κώστας. Αλλά και δεν υπήρχε λόγος να εγκαταλείψει τον θρόνο του που είχε στην Αθήνα, όπως είπαν πολλοί τότε...

Λίγο προτού φύγει για την Αμερική, ο Τσιτσάνης της ζητάει να ηχογραφήσει (τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς) ένα τραγούδι. Εκείνη πηγαίνει στο στούντιο, χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διαβάζει, συνειδητοποιεί πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει. Ήταν το περίφημο «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»…"

Στα χρόνια μετά τα μέσα της δεκαετίας του 50 κι έχοντας φύγει από τη ζωή η Μαρίκα Νίνου, αλλά και χωρίζοντας καλλιτεχνικά τους δρόμους του με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να κρατηθεί ψηλά σ' ένα περιβάλλον εχθρικό προς τους παλιούς συνθέτες. Από την προπολεμική φρουρά έχουν διασωθεί εκείνος, ο Παπαϊωάννου και ο Χιώτης. Σε αυτό το νέο περιβάλλον που έχει παροπλίσει τις παλιότερες δυνάμεις του τραγουδιού, εκ των πραγμάτων συμπράττει με το νέο δυναμικό. Τον Στράτο και τον Τσαουσάκη διαδέχονται ο Καζαντζίδης και ο Μπιθικώτσης, τη Γεωργακοπούλου, τη Μπέλλου, και τη Νίνου διαδέχονται η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ και η Γιώτα Λύδια.

Σε αυτή την εποχή αποδεικνύεται ανθεκτικός και το ίδιο στιβαρός με το παρελθόν, παρότι οι συνθήκες δεν είναι οι ίδιες. Συνθέτει αδιάκοπα και κάνει επιτυχίες με όλους τους τραγουδιστές της νέας εποχής. Τον Αγγελόπουλο, τον Διονυσίου, τον Γαβαλά, τον Ρεπάνη, τον Μενιδιάτη κ.ά. Ως ανήσυχος δημιουργός που πάντα εισηγείτο νέες φωνές παρουσιάζει δυο τραγουδιστές που έκαναν την εμφάνισή τους στον αντίποδα του Καζαντζίδη:

Τον Θεσσαλονικιό Σταύρο Καμπάνη που όταν βγαίνει προκαλεί μεγάλη αίσθηση και στον οποίο ο Τσιτσάνης εμπιστεύεται μια σειρά από τραγούδια, όπως, και στον πιτσιρικά μπουζουξή και τραγουδιστή, Κώστα Μαυρομιχάλη, τον οποίο έχει κοντά του στα κέντρα και στους δίσκους για δύο χρόνια. Και αργότερα, όμως, θα εστιάσει το ενδιαφέρον του σε ανάλογου ύφους φωνές, όπως, στον Γιώργο Χατζηαντωνίου, με τον οποίο θα συνεργαστεί στο κέντρο «Χάραμα» και θα του εμπιστευτεί μια σειρά από αξιόλογα τραγούδια του νέου λαϊκού ύφους. Ο Καζαντζίδης και για τον Τσιτσάνη υπήρξε μεγάλο κεφάλαιο και συνδέθηκαν με μακροχρόνια φιλία και αλληλοσεβασμό, παρά το γεγονός, ότι αυτή η αμφίδρομη σχέση δεν είδε τα φώτα της δημοσιότητας.

Η περίφημη «ινδική εισβολή» στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι κάνει την εμφάνισή της. Το λαϊκό τραγούδι πρωτότυπων δημιουργών σαν τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου έχει μεγάλο πρόβλημα και ο Τσιτσάνης είναι εκείνος που αρχίζει την «γκρίνια».

Λέει σε συνέντευξή του στον Χατζηδουλή:

«Εκείνο που με πείραξε περισσότερο ήταν πως ποτέ κανείς δεν κατήγγειλε, δεν δίωξε αυτούς που έκαναν λεφτά με ξένα κόλλυβα. Αυτούς που έκλεψαν ξένη μουσική και την πέρασαν για δικά τους σουξέ...».

Μοναδικός φίλος και αρωγός του σ' αυτό τον αγώνα κατά της «ινδικής εισβολής» ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο «Φίλιππας κι ο Ναθαναήλ» τους φώναζαν, έγιναν και κουμπάροι – ο Τσιτσάνης πάντρεψε το πρώτο παιδί του Παπαϊωάννου. Τους χώρισε μόνο ο πρόωρος θάνατος του Παπαϊωάννου, από αυτοκινητικό δυστύχημα τα ξημερώματα της 3ης Αυγούστου του 1972.

Η μόδα αυτή φεύγει σιγά σιγά με την είσοδο στη δεκαετία του 1960. Εμφανίζονται καινούργιοι συνθέτες, που σέβονται απεριόριστα τους παλιούς λαϊκούς δημιουργούς και μοιάζουν αρκετά επηρεασμένοι από αυτούς. Ο Ξαρχάκος, ο Λεοντής, ο Λοΐζος, ο Μαρκόπουλος και, φυσικά, το δίπολο Χατζιδάκις – Θεοδωράκης, που είχε βάλει έτσι κι αλλιώς τη βάση για μια μετάλλαξη, αλλά με σεβασμό στα μέχρι τότε «κεκτημένα».

Όλοι τους ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του μπουζουκιού και αγαπούσαν ιδιαιτέρως τον Τσιτσάνη. Το έθνος περνάει σαφώς καλύτερες μέρες, ο κόσμος έχει ξεχάσει τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, παρόλο που πολιτικά δεν είχε τελειώσει τίποτε, όλα έδειχναν ότι κάτι θα γινόταν. Ο Τσιτσάνης έδειξε τότε και μια δυσκολία προσαρμογής και έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο:

«Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με το κέρδος αν θέλει να δημιουργήσει».

Από ένα σημείο και μετά, ο Τσιτσάνης θ' αρχίσει να ηχογραφεί ο ίδιος τα περισσότερα τραγούδια του, βλέποντας ότι πια ο συνθέτης μένει στο περιθώριο και προβάλλεται περισσότερο ο ερμηνευτής. Πάντα όμως θα έχει δίπλα του μια γυναικεία φωνή για τα σεκόντα. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές, είναι εκείνη της Χαρούλας Λαμπράκη που στο δεύτερο μισό του '60 θα περάσει στην ιστορία, συνοδεύοντας τον Τσιτσάνη σε τραγούδια, όπως «Δε ρωτώ ποια είσαι», «Με παράσυρε το ρέμα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Κορίτσι μου όλα για σένα» κ.ά.

Κατόπιν με την Αλεξάνδρα, τη Λιζέτα Νικολάου, την Ελένη Γεράνη, είναι μια μακρά περίοδος που το ρεμπέτικο αναβιώνει στις ρεμπέτικες βραδιές και τις δισκογραφικές επανεκδόσεις και εκδόσεις βιβλίων αλλά, και από τη διάθεση κεντρικών ερμηνευτών του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, να το επαναφέρουν με νέες εκτελέσεις και να γνωρίσουν στον κόσμο τους δημιουργούς του. Λιγοστές συμμετοχές σε τηλεοπτικά αφιερώματα, μετρημένες συνεντεύξεις και εμφανίσεις σε χώρους που συγκεντρώνουν ένα διαφορετικό κοινό (μπουάτ και συναυλίες) και η συνεχής παρουσία του στο πάλκο του κέντρου Χάραμα, όπου, κυρίως, τον ανακαλύπτει η νεότερη γενιά, δείχνουν την διάθεσή του να παραμείνει στις επάλξεις. Κάποια από τα καινούρια τραγούδια του, όπως το χαρακτηριστικό «Της Γερακίνας γιος» σε στίχους του Κώστα Βίρβου, δημιουργούν αίσθηση και καταχωρούνται στις κορυφαίες στιγμές των τελευταίων χρόνων.

Τον Νοέμβριο του 1983 ένα κασετόφωνο εγγράφει το προσχέδιο των τελευταίων, όπως αποδεικνύεται, τραγουδιών του, το σπαρακτικό "Με παρέσυρε εκείνη", την "Ψυχή μοβόρα", την "Γαλανομάτα" και κάποια ακόμη.

Μέχρι την ηλικία των πενήντα ετών είχε καταγράψει περί τα 1000 τραγούδια, ένα ιλιγγιώδες υλικό που θα εξωθήσει τον Γιάννη Τσαρούχη να κάνει την παροιμιώδη δήλωση:

«Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό».

Ο σουρεαλιστής ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος, ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου, ο πολυσχιδής Μίνως Αργυράκης, οι συγγραφείς Βασίλης Βασιλικός και Κώστας Ταχτσής και ο ποιητής από τη Θεσσαλονίκη Ντίνος Χριστιανόπουλος πλέκουν το εγκώμιό του σε συνεντεύξεις και κείμενά τους. Το καλύτερο όμως το είχε πει ο Γιάννης Παπαϊωάννου για τον φίλο, συνάδελφο και κουμπάρο του:

«Ο Τσιτσάνης είναι νερό από την πηγή και όχι από την Ούλεν...»

Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος:

«Ο Τσιτσάνης βρήκε ένα τραγούδι χασικλίδικο, μόρτικο, περιφρονημένο, το βρήκε στο στόμα των φυλακισμένων και των κακούργων, στα τσογλάνια της αγοράς και του λιμανιού και το καθάρισε από κάθε πρόστυχο και χαμηλό, πέταξε την αργκό και τους ιδιωματισμούς, έκοψε τα πολλά στριφογυρίσματα και τα τούρκικα μοτίβα, πλούτισε τα θέματά του με κοινωνικά στοιχεία και το 'κανε ν' αγκαλιάσει τα μεράκια και τα ντέρτια της ελληνικής ψυχής…»

Ο Γιάννης Τσαρούχης σε μια συνέντευξή του είπε κάποτε:

• "Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό. Οι νότες του επηρέασαν βαθειά όλους τους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής.

• Είναι ποιητής, γιατί οι στίχοι του είναι σχεδόν όλοι δικοί του.

• Είναι τραγουδιστής, γιατί η φωνή του βγαίνει μέσα από τα βάθη της καρδιάς του.

• Είναι μέγας δεξιοτέχνης, γιατί ακόμα και οι εχθροί του το παραδέχονται.

• Είναι ο βάρδος των φτωχών, των πληγωμένων, των ερωτευμένων.

• Η ζωή του είναι συνδεδεμένη με την ιστορία του ρεμπέτικου, που μέσα απ' αυτόν έγινε αποδεκτό.

• Εχθροί και φίλοι δέχονται πως υπήρξε δεσπόζουσα φυσιογνωμία στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού.

• Ό,τι κι αν πει κανένας για εκείνον είναι λίγο, γιατί πάνω απ' όλα μιλά το έργο του. Μιλούν τα τραγούδια του, που μας παρηγόρησαν όταν έπρεπε, που μας συνεπήραν κάποια θλιβερά δειλινά, που τα αγαπήσαμε γιατί μας συγκίνησαν"

Ο Τσιτσάνης έγραψε μουσική για πολλές ταινίες και έπαιξε τραγούδια του σε νεότερες, είχε σχέση με τον κινηματογράφο δηλαδή. Παραθέτουμε ενδεικτικά:

«Πήρα τη στράτα κι έρχομαι»/Συνθ. & στιχ. Βασίλης Τσιτσάνης, ερμ Καίτη Γκρέυ, από την ταινία «Είναι σκληρός ο χωρισμός»/1963

«Τα ξένα χέρια»/Συνθ. & στιχ. Βασίλης Τσιτσάνης, ερμ Καίτη Γκρέυ, από την ταινία «Ορφανή σε ξένα χέρια»/1962

«Χωρίσαμε ένα δειλινό»/Συνθ. & στιχ. Βασίλης Τσιτσάνης, ερμ Καίτη Γκρέυ, από την ταινία «Ορφανή σε ξένα χέρια»/1962

Ο Τσιτσάνης όπως είπαμε παραπάνω έγινε και έμεινε γνωστός έτσι, Τσιτσάνης. Κάτι που ίσως «έξυπνα» το επιδίωξε στα τραγούδια του και το παραδέχτηκε σε επόμενες συνεντεύξεις του. Ήδη στα πρώτα χρόνια, πριν από τον Πόλεμο, θα βρει κάποιος τραγούδια του τύπου «Ο Τσιτσάνης στη ζούγκλα», «Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο», «Ο γάμος του Τσιτσάνη». Ο ίδιος είπε πως:

«Δεν είμαι ματαιόδοξος, αλλά έτσι ένιωθα ότι έφερνα τον κόσμο πιο κοντά μου, γινόμασταν ένα…»

Το έκανε και στη συνέχεια βέβαια, με αποκορύφωμα το πολυαγαπημένο «Μπαξέ τσιφλίκι», την εποχή της Κατοχής που ζει στη Θεσσαλονίκη και στο «Ουζερί Τσιτσάνης».

Η βόλτα εκείνου του τραγουδιού έχει 7 προορισμούς και ξεκινάει αρχικά στην περιοχή «Μπαξέ Τσιφλίκι», που τώρα ονομάζεται Νέοι Επιβάτες. Στον τρίτο στίχο, παραθέτει και το όνομά της Μαριγούλας που παντρεύτηκε ένα φίλο του το 1934. Μετά πάει στου Νικάκη τη Βαρκούλα, δηλαδή στη Θάλασσα του Θερμαϊκού, συνεχίζει Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο. Ένα ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, στο «Καλαμάκι», είναι μία ακτή της Καλαμαριάς, με ταβέρνες και μαγαζιά διασκέδασης. Το «Μπεχτσινάρι» ή Μπεχ Τσινάρ (5 πλατάνια), ονομαζόταν παλιότερα η περιοχή της Θεσσαλονίκης που σήμερα βρίσκονται μέσα στο λιμάνι της πόλης. Σε εκείνο το σημείο υπήρχε παραλία, η οποία ήταν κατάλληλη για αναψυχή («φίνο ακρογιάλι», όπως αναφέρει ο Βασίλης Τσιτσάνης στο τραγούδι). Η βόλτα συνεχίζεται στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, το λεγόμενο Επταπύργιο. Η Βάρνα είναι περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκτός των τειχών, μεταξύ των δήμων Θεσσαλονίκης και Νεάπολης - Συκεών. Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση των οδών Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ο Τσιτσάνης επιλέγει να κλείσει το τραγούδι αναφέροντας το όνομά του στο τραγούδι «να ακούσεις τον Τσιτσάνη, να σου παίξει φίνο μπαγλαμά».

Υπήρχε, στ' αλήθεια, ωραιότερο κομπλιμέντο για την Ελλάδα από την ταινία «Mighty Aphrodite» του Γούντι Άλεν το 1995, στο σάουντρακ της οποίας συνυπήρχαν ο Count Basie και το Dave Brubeck Quartet με τον Βασίλη Τσιτσάνη; Κι αυτό, μία δεκαετία, μετά το βραβείο που του είχε απονεμηθεί για το σύνολο του έργου του από τη Μουσική Ακαδημία Charles Gross του Παρισιού (1985) καθώς και πολλά χρόνια πριν από την ίδρυση της Πολιτιστικής Εταιρείας Μουσικής που έφερε το όνομά του. Γεγονότα, δηλαδή, που φανερώνουν πόσο οι άνθρωποι, από τον απλό λαό μέχρι τους πιο διανοουμενίστικους κύκλους, έχουν αποδώσει και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να αποδίδουν τον χαρακτηρισμό «εθνικό κεφάλαιο» και «κειμήλιο» στο έργο του Τρικαλινού δημιουργού.

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Η πολύπλευρη Ζωή Τηγανούρια

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου “Ένα πέπλο τέχνης, υφασμένο με επιτεύγματα,...

    Συνέχεια

    Ο Ηλίας Κατσούλης της καρδιάς μας!

    Γράφει η Μίνα Μαύρου «Αυτούς που χάθηκαν τους βλέπω πιο...

    Συνέχεια

    Για τη Νina Simone

    Γράφει ο Μάρκος Δαμασιώτης Όλα γύρω από τη Nina Simone...

    Συνέχεια

    Ελίζα Μαρέλλι: Το φαινόμενο «Ρεζεντά»

    Συνέχεια

    Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης»

    Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης η Δευτέρα 21 Μαρτίου και αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με τον ποιητή της «Ρωμιοσύνης» , Γιάννη...

    Συνέχεια

    Ο στιχουργός και μουσικοσυνθέτης Βαγγέλης Σίμος

    Γράφει η Μίνα Μαύρου O μουσικοσυνθέτης και στιχουργός Βαγγέλης Σίμος γεννήθηκε στην Αμοργό...

    Συνέχεια