Δημήτρης Λάγιος: Περαστικός κι αμίλητος...
Γράφει ο Κώστας Προβατάς
Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι πριν από χρόνια με την έρευνα γύρω από το ελληνικό τραγούδι, παράλληλα με την σχετική αρθρογραφία, αντιλήφθηκα πως πολλές φορές μού ερχόταν στο μυαλό αυτός ο τίτλος του τραγουδιού του Δημήτρη Λάγιου. Στο «Περαστικός κι αμίλητος» λες κι ο Μιχάλης Μπουρμπούλης κάπου φωτογράφιζε μια άδικη και πρόωρη κατάσταση στη ζωή, όπως αυτή που έλαχε στον σπουδαίο συνθέτη, έναν λιγόλογο άνθρωπο. Κι ας ήταν ερωτικό το τραγούδι, ακόμα κι ο τελευταίος στίχος ποιητικά χωράει σε μια συγκυρία πραγματικότητας και μυθοπλασίας…
Περαστικός κι αμίλητος
κι απ' τη ζωή φευγάτος
ή ο Θεός θα 'ν' άδικος
ή θα 'ν' ο κόσμος σκάρτος
Ο Δημήτρης Λάγιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 7 Απριλίου του 1952 και πέθανε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου του 1991, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Μελέτησε πιάνο, κιθάρα και θεωρητικά στο Εθνικό Ωδείο. Συνέχισε τις μουσικές σπουδές του στην Αμερική όπου, παράλληλα, άρχισε να ασχολείται και με την έρευνα για το προεπαναστατικό τραγούδι στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα επέστρεψε οριστικά το 1980 κι επιδόθηκε σε εντατική μουσικολογική δραστηριότητα με επίκεντρο την ιδιαίτερη πατρίδα του. Αγάπησε βαθειά τη Ζάκυνθο και την υπηρέτησε με το έργο του. Προς τιμήν της μάλιστα ονόμασε και την κόρη του Υακίνθη, καρπό του έρωτά του με την αγαπημένη του σύζυγο, Πέγκυ. Η αγάπη του για τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της πατρίδας του (χρώματα, ήχοι) τον οδήγησαν στην έρευνα, στη μελέτη, στην καταγραφή και στη διδασκαλία έργων της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, απ' όπου προέκυψαν κάποιες δισκογραφικές δουλειές και η σύσταση του συνόλου καλλιτεχνών Μουσικό Ασκηταριό, με το οποίο διοργάνωσε «Γιορτές Τέχνης και Λόγου» στη Ζάκυνθο. Επίσης ίδρυσε το Κάλβειο Κέντρο Μουσικών Μελετών και το Κάλβειο Ωδείο.
Η πρώτη δισκογραφική εμφάνιση του Δημήτρη Λάγιου σημειώθηκε το 1975 με το δίσκο «Τέσσερα Επαναστατικά Τραγούδια του Ρήγα Φεραίου», όπου εμφανίζεται ως ερμηνευτής και ενορχηστρωτής. Ο δίσκος αυτός εκδόθηκε σε πολύ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και σήμερα πια είναι απολύτως δυσεύρετος. Η πρώτη επίσημη δισκογραφική κατάθεσή του, όπου για πρώτη φορά ηχογραφούνται δικές του συνθέσεις, θεωρείται ο σημαντικός δίσκος «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας» (1982), βασισμένος σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Το έργο γράφτηκε στο διάστημα 1978-1980, ενώ ίδιος ο ποιητής έδειξε πολύ θερμή διάθεση για τη συγκεκριμένη μελοποίηση. Συμμετέχουν μεγάλα ονόματα: Ελένη Βιτάλη, Γιώργος Νταλάρας, Νίκος Δημητράτος και ξεχωρίζουν σημαντικά τραγούδια, όπως «Όμορφη και παράξενη πατρίδα», «Τρελοβάπορο», «Γεια σου κύριε μενεξέ» κ.ά.
Από το 1980 που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ο Δημήτρης Λάγιος επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο στη μελοποίηση μεγάλων ποιητών. «Ιδανικοί Αυτόχειρες» (ποίηση Κώστα Καρυωτάκη) και "Ψαλμοί" (ποίηση Δαβίδ).
Το 1983 κυκλοφόρησε δύο λαϊκούς δίσκους, έναν με τη Σωτηρία Μπέλλου με τίτλο «Ο Άη Λαός» (στίχοι Μιχάλη Μπουρμπούλη) κι άλλον έναν με τον Αντώνη Καλογιάννη, με τίτλο «Εδώ που γεννηθήκαμε» (στίχοι Φώντα Λάδη), που κάνουν ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του Δημήτρη Λάγιου στα δισκογραφικά πράγματα. «Θα με δικάσει», «Περαστικός κι αμίλητος», «Και κάθε νύχτα», είναι μερικά τραγούδια που ακόμη και σήμερα προκαλούν αίσθηση.
Παράλληλα συνέχιζε τη μελέτη της επτανησιακής μουσικής, καρπός της οποίας υπήρξε μια σειρά σχετικών έργων: «Λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος», «Του Σολωμού και της Ζάκυνθος», «Ζακυνθινές Σερενάδες» του Τζώρτζη Κωστή (1870-1959), «Ζακυνθινή Εκκλησιαστική Παράδοση», «Ομιλίες» (λαϊκό θέατρο), καθώς και το έργο «Του Μαντολίνου» με μουσική Επτανήσιων συνθετών, διασκευασμένη από τον ίδιο για μαντολίνο. Δυστυχώς πολλά από τα έργα αυτά εκδόθηκαν μόνο σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και είναι εξαντλημένα, ενώ κάποια παραμένουν αδισκογράφητα.
Το 1985 γνώρισε το δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Κύπρο. Από τη μέρα εκείνη και μέχρι το θάνατό του, αφιερώθηκε στον τόπο αυτό και έδωσε την ψυχή του για τους αγώνες του Κυπριακού λαού. Μελοποίησε Κυπρίους ποιητές (Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Δημήτρη Λιπέρτη) και με τη μουσική αλλά και τη στάση του βοήθησε στην προβολή και την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κυπριακού λαού. Μακροχρόνια ήταν και η συνεργασία του με το κυπριακό φωνητικό και χορευτικό σύνολο, Διάσταση.
Η δραστηριότητα του Δημήτρη Λάγιου απλώθηκε και σε πολλά άλλα πεδία. Ίδρυσε το Μουσικό Σχολείο Μυκόνου και το Μουσικό Σχολείο Δήμου Αλίμου, ενώ συμμετείχε στη δημιουργία του πρώτου Λαϊκού Σχολείου Παραδοσιακής Μουσικής με τον Αριστείδη Μόσχο. Ίδρυσε, επίσης, το σύνολο Ραψωδοί, παρουσιάζοντας μουσικές εκδηλώσεις σε αρχαιολογικούς χώρους και συνέχισε τις εθνομουσικολογικές του έρευνες.
Στη δισκογραφία συνέχισε με τα έργα «Σκιές» (1987, σε δική του ποίηση) με το φωνητικό σύνολο «Διάσταση», και Έργα για Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων (1989) με την ομώνυμη ορχήστρα του Δήμου Πάτρας, όπου περιλαμβάνονται και μέρη των παλαιότερων έργων του «Ολυμπιείον» (1986) και «Ουράνιος Μύθος» (1986).
Μεταθανάτια εκδόθηκαν τα χοροδράματα «Ερωτική Πρόβα» (1991, σε δική του ποίηση και ένα ποίημα του Μάνου Ελευθερίου) και «Ίνα Τι» (1992, σε ποίηση κυρίως Δαβίδ, βασισμένο στην παραδοσιακή ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική παράδοση), καθώς και οι δίσκοι «Ρωγμές» (1992), ένα ονειρικό έργο ορχηστρικών συνθέσεων και όχι μόνο, με τις συμμετοχές καλλιτεχνών, όπως η Μαρίζα Κωχ, για ορχήστρα νυκτών εγχόρδων και «Των Αθανάτων» (1994), σε ποίηση απαγχονισμένων Κυπρίων αγωνιστών και σε συνεργασία με τον Κύπριο συνθέτη Μιχάλη Χριστοδουλίδη.
Το σπουδαιότερο όπως προκύπτει έργο του αποτελεί και το κύκνειο άσμα του. Η «Ερωτική πρόβα» είναι ένα χορόδραμα που περιγράφει την πορεία προς το τέλος με όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις. Μετά το χαμό του, δισκογραφήθηκε με προσπάθειες του Νταλάρα και άλλων και αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο διάσημη δουλειά του. Φωνές όπως των Κατσιμιχαίων, της Σαββίνας Γιαννάτου (και είναι συγκινητικό που ο συνθέτης επέμενε για τη συμμετοχή της, πριν ακόμα φύγει από τη ζωή) και του ίδιου, ακούγονται στα τραγούδια «Να ονειρεύομαι», «Μαρία ακόμα σ' αγαπώ» (γραμμένο για τη μητέρα του), «Μην την πιστεύεις την αγάπη», «Μωβ» κ.ά.
Εκτός δισκογραφίας παραμένουν πολυάριθμα φωνητικά έργα σε στίχους δικούς του (Βιασμός αλλήλων - Φωνές παιδιών για την καταστροφή) και Ελλήνων ποιητών (Κάλβος, Καρυωτάκης κ.ά). Από εκδοτικής πλευράς, κυκλοφόρησαν δύο εξαντλημένα πλέον βιβλία. Το λεύκωμα «Δημήτρης Λάγιος» (1996) από τις εκδόσεις Καστανιώτη με φωτογραφίες και μαρτυρίες συνεργατών και η ποιητική συλλογή του Διονύση Σέρρα, «Τραγουδώντας για την Κύπρο και το Δημήτρη Λάγιο» (2001).
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΓΙΟ
Ο Δημήτρης Λάγιος στα 39 του χρόνια πρόλαβε να αφήσει το δικό του μουσικό αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι. Στο διάστημα της σύντομης μουσικής διαδρομής του –μέσα σε μια δεκαετία– δημιούργησε ένα πλούσιο, σε μέγεθος και καλλιτεχνική αξία, έργο (δισκογραφημένο και ανέκδοτο). Δουλεύοντας ασταμάτητα, έγραψε τραγούδια, λαϊκά ορατόρια, βασισμένα σε ποιητικά κείμενα, συμφωνικά έργα, κατέγραψε και διέσωσε παραδοσιακό υλικό. Και όλα αυτά χωρίς προσπάθειες εντυπωσιασμού (Περιοδικό Μετρονόμος, Τεύχος 53).
«Ο Δημήτρης Λάγιος πέρασε από το ελληνικό στερέωμα σαν ένας μετεωρίτης, φωτίζοντας με δύναμη τον ουρανό και σβήνοντας παράδοξα και αιφνίδια», έχει γράψει ο ποιητής Στρατής Πασχάλης.
Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Ήξερε μουσική! Γνώριζε πολλά. Καταλάβαινε από ποίηση. Αγαπούσε τα παλιά κιτάπια. Αγαπούσε τα πατροπαράδοτα. Κι ήταν σεμνός. Και ντροπαλός. Αναρωτιέμαι, πολλές φορές: Γιατί να χάνονται τέτοιοι άνθρωποι;».
Μίκης Θεοδωράκης: «Ο άνθρωπος με τα ψυχικά θεμέλια που δεν πρόλαβε να απογειωθεί. Ο λίγος χρόνος δημιουργίας και οι θάλασσες όπου σκορπίστηκε με ευλάβεια δεν του στερούν την αθανασία».
Γιώργος Νταλάρας: «Θα 'ταν πιο καλά να μη σε είχα ακούσει να τραγουδάς μ' αυτήν τη σπαρακτική φωνή που δεν λέει να φύγει από τ' αυτιά μου. Θα 'ταν πολύ καλύτερα αν δεν σε γνώριζα, για να μη νιώθω το βάρος της απουσίας σου».
Δημήτρης Κατσούλας (φίλος του συνθέτη σε άρθρο του): «Δεν έγινε ευρέως γνωστός ο Δημήτρης Λάγιος όσο πατούσε τούτη τη γη. Αργότερα -ο θανών δεδικαίωται, πράγμα που δεν θα το ήθελε ποτέ-τα πρωτόλειά του, τα έργα του γνωστά, άγνωστα και ημιτελή, άρχισαν να γεμίζουν τις αίθουσες, τα μέγαρα και τα στάδια».
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική μουσική ιστορική πραγματικότητα χρωστάει πολλά (έτσι κι αλλιώς) στον Γιώργο Νταλάρα. Αν δεν επέμενε να κυκλοφορήσει η «Ερωτική Πρόβα», αρκετά λιγότερος κόσμος θα είχε ασχοληθεί με τον Δημήτρη Λάγιο, κυρίως γιατί το προφίλ αυτού του ανθρώπου δεν ήταν του «φαίνεσθαι». Και πηγαίνοντας στην αρχή του κειμένου, επειδή πολλές φορές μάς συμβαίνει ο θανών να δεδικαίωται, σχολιάστηκε ο τελευταίος στίχος του περίφημου «Περαστικός κι αμίλητος».
Περαστικός κι αμίλητος
κι απ' τη ζωή φευγάτος
ή ο Θεός θα `ν' άδικος
ή θα 'ν' ο κόσμος σκάρτος
Σχολιάστε