Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει μια ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης το 1949

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

Στις 31 Ιανουαρίου 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» (στεγαζόταν στο τότε Θέατρο Αλίκης, νυν Θέατρο Μουσούρη στην πλατεία Καρύτση), την περίφημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Για όλες και όλους που δεν έχουν διαβάσει (έως μελετήσει) αυτό το κείμενο χρειάζεται μια εισαγωγική παρένθεση.

Η χώρα εκείνη τη χρονική στιγμή βρίσκεται διασπασμένη σε εμφύλιο πόλεμο (έληξε μετά από κάποιους μήνες), ήδη από το 1946. Ωστόσο, ποτέ δεν είχε ησυχάσει, αφού μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξαν τα Δεκεμβριανά και όλες οι αναταραχές της εποχής που κατέληξαν στον εμφύλιο. Επομένως μετρούσε ήδη 10 χρόνια με σοβαρά προβλήματα, από την εξαθλίωση του λαού, την πείνα, τη φτώχεια και φυσικά το θάνατο που δεν είχε σταματήσει το μακάβριο έργο του.

Φυσικά, από την άλλη, ο πολιτισμός είναι στο πετσί του Έλληνα. Ποτέ δεν σταμάτησε να υπάρχει η σπίθα που θα έδινε το φως αμέσως μετά, όταν θα τελείωναν όλα. Στο πλαίσιο αυτό, το ρεμπέτικο τραγούδι υπάρχει στη συνείδηση του περισσότερου λαού, είναι αυτό που δίνει ζωή, τραγουδιέται με παρέες, έχει κάνει το λεγόμενο «μπαμ» στον κόσμο. Επιπλέον, είμαστε στην εποχή της αναμόρφωσης του ελληνικού τραγουδιού, όπου το ρεμπέτικο ναι μεν συνεχίζει, αλλά έρχεται σιγά σιγά το λαϊκό. Το λαϊκό με τα μπουζούκια του, με ορισμένους τεράστιους δημιουργούς και καλλιτέχνες, οι οποίοι μάθαιναν δίπλα στους μαέστρους του ρεμπέτικου και προσάρμοζαν την εποχή τους.

Κι αυτό με πολλή δυσκολία, αφού πολιτικά το ρεμπέτικο και λαϊκό (εκείνης της εποχής), κυνηγήθηκε έντονα από «δεξιούς» και αγνοήθηκε έως συκοφαντήθηκε από «αριστερούς». Αλλά θα τα πούμε σε άλλο άρθρο αυτά.

Ο νεαρός συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είναι μόλις 24 ετών τότε, έχει πάντως από τα 19 του μπει στο χώρο της μουσικής δυναμικά και κινείται παράλληλα με το θέατρο και ειδικά τον Κάρολο Κουν, ο οποίος και τον απέτρεψε να σπουδάσει υποκριτική. Ωστόσο, προχώρησε σε ανώτατες μουσικές σπουδές και σίγουρα είχε το ταλέντο που όλοι μάθαμε σαν αποτέλεσμα της ύπαρξης αυτού του σπουδαίου και σημαντικού συνθέτη μας.

Το πώς και το γιατί αποφασίζει να δώσει αυτή τη διάλεξη, δεν είναι και πολύ ξεκάθαρο. Φαίνεται πάντως να αντιλαμβάνεται τη δυναμική και τη διείσδυση που έχει στο λαό. Μπορείτε παρακάτω να διαβάσετε όλη αυτή τη διάλεξη, θα βρείτε τα τραγούδια που παίχτηκαν ζωντανά εκείνη τη βραδιά από τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου (σε πρώτες εκτελέσεις) για το κοινό που παρακολούθησε και, σαν επίλογο, θα βρείτε κάποιες δικές μας επισημάνσεις για όσα είπε τότε (πριν από 76 χρόνια) ο Μάνος Χατζιδάκις για το ρεμπέτικο τραγούδι.

«ΤΑ ΝΕΑ», 29.1.1949, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

---------------------------------------------------------------------------

«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ' όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης. Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να 'χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να 'ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό –θα πείτε– μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα.

Όσο να 'ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία. Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ' όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν' αντιδρούμε δικαιολογημένα σ' αυτήν και ν' αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ' αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα; Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας –ας την πούμε– ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει –νομίζω– να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θα είναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν' αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ περισσότερο απ' όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες – άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις. Ύστερα, για μας θα είναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ' αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο –που λεν– κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μία ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ' άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο.

Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ' την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτέ, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Μπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ' όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση). Λοιπόν, δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν' αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτε άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο. Μα πριν μπούμε σ' ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε με ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται –λες– μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ' αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού

«Θα πάω εκεί στην αραπιά»

Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» –καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου –κάπως δικαιολογημένα, βλέπετε, με τη μικρή μου τότες ηλικία– του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό

«Θα πάω εκεί στην αραπιά»,

θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

Αργότερα, ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή –καινούργια για μένα βέβαια– κυλούσε μ' ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε

«Κουράστηκα για να σε αποκτήσω, αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή».

Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θα 'βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος. Περνούν μερικά χρόνια, που η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα, η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής. Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά –θα 'λεγα– από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν' αγαπήσει μ' όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ' αυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ' τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ' αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ –για παράδειγμα– ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν –έτσι φαντάζονται– επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μία τάξη ή μία κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σε ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ' ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ' αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας –παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν' αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα, συνάμα, ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει.

Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από 'δω πηγάζει η θεματολογία του. Επαναλαμβάνω: ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η έντασή του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικό μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ' άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται. Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής – καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία– και γι' αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία, θα λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά από τη ζωή, η άλλη από το θάνατο. Το να θέλει λοιπόν κανείς ν' αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια, βέβαια, πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπική της κατάσταση;». Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και της εποχής μας. Αυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων.

Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικό του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ' αυτήν. Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ότι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ' το ύφος του. Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ' τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ' ένστικτο δημιουργούντα οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια –μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως– κι ο μπαγλαμάς – παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ' αυτήν και κρουστές με πένα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση). Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ' τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, που εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα 'ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκολότερος και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο. Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται –δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές– έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει –πολύ μακριά όμως– τη γαλλική java.

Ο σέρβικος, που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον κι αυτό απ' τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ' ένα ματαιόδοξο περιεχόμενο να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνον το επιδεικτικό μέρος των ποδιών κάποιου χορευτή. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ' αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστικτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ' την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.

Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το

«Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι»

καθώς και το γνωστότατο

«Ανδρέα Zέππo»

Και τα δύο έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.

Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινού μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα. Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι, τα εκφραστικά στοιχεία του ετοιμόρροπου Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους, βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο –το σύγχρονο λαϊκό μέλος– για ν' αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθητικότητας. Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτα παραπάνω.

Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκουμε ευθύς εξ' αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένου, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει η ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα, με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto (*), που προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενο; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα –τη μοναδική άξια κληρονομιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας– για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ' το βυζαντινό μέλος, πέρα από το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρα απ' τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

Επιτρέψατε μου τώρα να σας παρουσιάσω δύο από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος).

Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ' αρχίσουν μ' ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο

«Φραγκοσυριανή κυρά μου»

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου

«Εγώ είμαι το θύμα σου»

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo)

«Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα» (Τίτλος: Πάψε μανούλα μου να κλαις)

Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου

«Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι»

Με την ευκαιρία τώρα που θ' ακούσουμε το γνωστότατο

«Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου, θα 'θελα να 'λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ' τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή. Λίγο πριν απ' τον πόλεμο του '40, ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το

«Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή - κουράστηκα για να σε αποκτήσω»

Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός –μπορώ να πω– πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθειά του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς. Πριν από δυο χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους

«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ / κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί»,

ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος –ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά– μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι' αυτό τόσο αληθινή με το

«Άνοιξε - άνοιξε».

Δεν ξέρω, αλλά σ' αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε».

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη, θα μιλούσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ' ένα γαρίφαλο στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ' το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι –θα μπορούσα να 'λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μοναχός μου.

Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία. Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα 'χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας».

Μάνος Χατζιδάκις

Πηγή: https://archive.apan.gr/ , όπου με τη σειρά τους παραθέτουν την εξής υποσημείωση.

ΣΗΜ. Το κείμενο της διάλεξης, που δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1949, βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο Αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαΐδου και δημοσιεύτηκε στην Προσωπική Ιστοσελίδα του Μάνου Χατζιδάκι το 2010, απ' όπου το αναδημοσιεύουμε με όλον τον σεβασμό στον αείμνηστο συνθέτη καθώς και στα πνευματικά δικαιώματα της παραδειγματικής Ιστοσελίδας του.

Sostenuto (*): Μουσικός όρος που αφορά ένα πεντάλ του πιάνου

Επισημάνσεις

Είναι σίγουρα εντυπωσιακή η σύγκριση που κάνει ο Χατζιδάκις για το ρεμπέτικο τραγούδι, με το δημοτικό, τη βυζαντινή μουσική, την κλασική μουσική και με τρόπο που συμπαρασύρει και παραδείγματα γύρω από άλλες τέχνες. Δεν μπορεί φυσικά κανείς να αμφισβητήσει τα «μουσικά» επιχειρήματα του Χατζιδάκι, ακόμα κι αν είναι τότε πολύ νέος, ήδη θεωρούταν μεγάλο ταλέντο και είχε συμμετοχή ενεργή σε όσα συνέβαιναν στο χώρο.

Ο Χατζιδάκις ωστόσο μπερδεύει κάπου –τότε, γιατί αργότερα σε συνεντεύξεις του το διόρθωνε- το ρεμπέτικο τραγούδι με το λαϊκό. Γιατί λαϊκό είναι και το «Άνοιξε» και η «Αρχόντισσα», ο Καλδάρας με το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», ενώ στα περισσότερα φόρουμ λαϊκό θεωρείται και η «Φραγκοσυριανή», αλλά ο Μάρκος είναι… ο Μάρκος. Επιρροές είπαμε αυτοί οι δημιουργοί είχαν από το ρεμπέτικο αλλά είχαν προχωρήσει σε κάτι άλλο.

Απ' ό, τι φαίνεται, ο Χατζιδάκις τότε αγνοεί ότι ο Νίκος Σκαλκώτας είχε ήδη από το 1944 δημιουργήσει το πρώτο έργο της νεοελληνικής λόγιας ή κλασικής, καλύτερα, μουσικής που περιείχε ρεμπέτικο θέμα, συγκεκριμένα την «Μάγισσα της Αραπιάς».

Ο Χατζιδάκις βέβαια δεν δίστασε να πει ότι η μελωδική γραμμή του τραγουδιού «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη «αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ». Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα για το «Κοντσέρτο για 2 βιολιά» του Σκαλκώτα, ο μουσικολόγος Κ. Δεμερτζής λέει για το έργο που αναπτύσσει ρεμπέτικο θέμα: «Όσον αφορά την γραφή των σολιστικών μερών στο Κοντσέρτο αυτό, η απώτερη καταγωγή της εντοπίζεται στον Μπαχ». Είχε τελικά δίκιο ο Μάνος Χατζιδάκις!

Η εποχή αυτή είναι δύσκολη για το ρεμπέτικο αλλά σίγουρα ο Χατζιδάκις έχει διακρίνει την ορμή που έχει και ότι εξελίσσεται, γιατί το θέλει ο κόσμος. Κι αυτό το ξέρει γιατί επισκεπτόταν ο ίδιος τα στέκια, το λέει άλλωστε στη διάλεξη ότι πήγαινε. Και μάλιστα, όπως είχε πει ο ίδιος αργότερα, αρχικά κινδύνευσε από νταήδες και μάγκες, όμως ο Βαμβακάρης τον έβαζε να καθίσει δίπλα του και δεν τον πείραζε κανείς. Και ο Χατζιδάκις είχε και δημοσιογραφικό δαιμόνιο φυσικά, έπιανε τον παλμό. Συνεπώς, γιατί να μην υποστηρίξει ένας οξυδερκής και ταλαντούχος νέος το ρεύμα που βλέπει να γίνεται όλο και μεγαλύτερο; Και, όπως γνωρίζουμε, έκανε αρκετά πράγματα και ο ίδιος με λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια και μουσικές.

Η επαφή του με τον Βαμβακάρη, λοιπόν, μπορεί να είναι κι εκείνη που έχει φέρει τη στιγμή. Σχεδόν «σπούδασε» δίπλα του, τραγούδια, μαγαζιά, καταστάσεις, αντιλήφθηκε τον παλμό του λαού. Γιατί λοιπόν να μην είναι κι εκείνος στην πλευρά των «νικητών»; Γνωρίζοντας μάλιστα άριστα το ελαφρό τραγούδι της εποχής, την κλασική μουσική και φυσικά τη βυζαντινή μουσική, μπορούσε να εκτιμήσει τι έχει στα χέρια του. Και το χρησιμοποίησε.

Από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έχει κοντά του και αδελφικό φίλο τον Νίκο Γκάτσο. Είναι σίγουρο πως και ο Γκάτσος έχει βάλει το λιθαράκι του, αφού στη διάλεξη ο Χατζιδάκις αναφέρεται στο συναισθηματικό υπόβαθρο των λόγων (στίχων) των ρεμπέτικων τραγουδιών.

Ο Χατζιδάκις έφτιαξε μια σπουδαία φαρέτρα με χρυσά βέλη, κατανοώντας επακριβώς τι είναι αυτό που θέλει ο κόσμος. Η εποχή ερχόταν εξάλλου που κι εκείνος και ο Θεοδωράκης θα άλλαζαν μια για πάντα τον τρόπο που ακούμε μουσική, ελληνική μουσική.

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ

    Τραγούδια για τον Αύγουστo

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Ρένα Κουμιώτη

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Το πρώτο τραγούδι που έδωσε ο Μίμης Πλέσσας στη Ρένα...

    Συνέχεια

    Άκος Δασκαλόπουλος

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο Άκος (Κυριάκος) Δασκαλόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1937 στις 23...

    Συνέχεια

    Για τον Τάσο Βουγιατζή

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ο Τάσος Βουγιατζής γεννήθηκε 16 Φεβρουαρίου 1963 στην Καστέλλα, στον...

    Συνέχεια

    Έλληνες στιχουργοί

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Διάβασα συνέντευξη του στιχουργού Ηλία Φιλίππου στα ΝΕΑ...

    Συνέχεια

    7+2+1 τραγούδια υπέρ… Βαλεντίνου

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Υπέρ Βαλεντίνου το… ανάγνωσμα, λοιπόν! Που εμείς στην Ορθόδοξη...

    Συνέχεια

    Nίκος Ξανθόπουλος - Τραγουδώντας με το «παιδί του λαού»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Τον Νίκο Ξανθόπουλο τον θυμάμαι πάντα ως μια εικόνα συνδεδεμένη με...

    Συνέχεια

    Βασίλης Τσιτσάνης – Μια εκπομπή ραδιοφώνου στο χαρτί

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Αυτό που θα επιχειρήσουμε «εγγράφως» είναι μια αλλιώτικη ραδιοφωνική...

    Συνέχεια

    Η δισκογραφία στην Ελλάδα το 2022

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Παλαιότερα η δισκογραφία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πώληση δίσκων. Στο πρόσφατο...

    Συνέχεια

    O συνθέτης Κώστας Δέδες μιλάει για τον αείμνηστο κοντραμπασίστα Ανδρέα Ροδουσάκη

    Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Πέμπτης 29 Δεκεμβρίου ο Ανδρέας Ροδουσάκης.

    Συνέχεια

    Επανεκδόσεις

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Στην ψηφιακή εποχή ο φυσικός φορέας ήχου έχει υποχωρήσει. Είτε βινύλιο είτε CD, οι...

    Συνέχεια