Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Στράτος Διονυσίου - Ποιος άλλος... εγώ

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

"Είναι ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια φορά στα τόσα χρόνια τον τόνο του". Απλός και λιτός ο Τάκης Σούκας σε μια δήλωσή του για τον ογκόλιθο Στράτο Διονυσίου.
Και συγχωρήστε μου την υπερβολή ίσως, αλλά πως να χαρακτηριστεί ένας τραγουδιστής που άφησε "τραγουδισμένες" ένα σωρό ατάκες να τις λέμε σήμερα σε συζητήσεις ή ακόμα και στο facebook!
"Ποιος άλλος"...

... κι αυτό ήταν και το τελευταίο του που το ακούσαμε κι αφού έφυγε από τη ζωή. Είχε προλάβει άλλη μια ατάκα... Ποιος άλλος. ΕΓΩ.

Γεννημένος την 8η Νοεμβρίου πριν από 89 χρόνια, το 1935. Δυστυχώς όμως, από αυτά πρόλαβε με χίλιους δυο τρόπους να ζήσει τα 55 (11 Μαϊου 1990), όπως λένε οι ιστορίες του. Παντρεύτηκε στα 20 του χρόνια με τον παιδικό του έρωτα, την αγαπημένη του Γεωργία και απέκτησαν 4 παιδιά, τον Άγγελο, την Τασούλα (η οποία απεβίωσε την Μεγάλη Παρασκευή του 2012), τον Στέλιο και τον Διαμαντή.

Το 1959 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, το "Παράγκες και παλάτια" (με τα στοιχεία που υπάρχουν στο 45άρι δισκάκι). Το ίδιο τραγούδι ερμήνευσε σε επανεκτέλεση ο Βασίλης Καρράς το 1980, στο άλμπουμ του, "Περασμένα και όχι ξεχασμένα". Ο Νίκος Μαύρος, δημιουργός στις «Παράγκες», ο οποίος ήταν και γείτονας του Διονυσίου στη Θεσσαλονίκη, τον προέτρεψε να πάει στην Αθήνα για καριέρα, όπως και έκανε. Εκεί ηχογράφησε και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία σε 45άρι το 1959, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη, το "Εγώ δεν είμαι ένοχος". Το τραγούδι αυτό έχει καταγραφεί σε κάποια αφιερώματα ως πρώτο του, αλλά αφορά στο πρώτο πολύ γνωστό τραγούδι του και όχι το πρώτο της καριέρας του.

Όποιος αγαπάει τον κινηματογράφο, για «ιστορικούς» καθαρά λόγους, πρέπει να δει το «Μητέρα Ινδία» (Γη Ποτισμένη με Ιδρώτα). Όταν πρωτοπαίχτηκε (1957) στην Ελλάδα έσπασε καρδιές και «διαμόρφωσε» και ένα μέρος της ντόπιας κινηματογραφικής και μουσικής μας παραγωγής. Το «Δε με πόνεσε κανείς» (Καρδιά μου καημένη), το ινδικό τραγούδι «Duniya mein hum aaye hain» (που ερμήνευε η Nargish στο έργο «Mother India»), διασκευασμένο από τον Μπάμπη Μπακάλη (original: Ali Naushad) και σε στίχους Δημήτρη Γκούτη, τραγούδησε ο Στράτος Διονυσίου το 1960 και το τραγουδάμε ακόμα και σήμερα, με επανεκτελέσεις από Ελευθερία Αρβανιτάκη, Ελένη Βιτάλη κλπ.

Από το 1967 συνεργάζεται με τον Άκη Πάνου και ερμηνεύει ορισμένα διαχρονικά τραγούδια του δημιουργού, "Και τι δεν κάνω", "Του κόσμου το περίγελο", "Εγώ καλά σου τα 'λεγα", "Στο σταθμό του Μονάχου", "Ήταν ψεύτικα", "Γιατί Καλέ Γειτόνισσα".

"Ο Στράτος το σουξέ «Γιατί Καλέ Γειτόνισσα» το έκανε στο Σου Μου. Τότες ήταν το όνομά μου απ' έξω. Ανθούλα Αλιφραγκή και Στράτος Διονυσίου. Όταν έκανε τη «Γειτόνισσα» του λέω έλα δω ρε, βγάλε το όνομά μου και βάλε το δικό σου πρώτο. Γιατί έχεις δισκογραφία κι εγώ δεν έχω. Έβγαλα το όνομά μου από πρώτο και έβαλα του Στράτου" (από συνέντευξη της Ανθούλας Αλιφραγκή στο LIFO).

Στο Σου Μου ο Μίμης Πλέσσας ακούει τον νεαρό Στράτο Διονυσίου και του δίνει να τραγουδήσει ένα τραγούδι για μια κινηματογραφική ταινία που είχε την επιμέλεια της μουσικής. Η ταινία ήταν η "Ορατότης Μηδέν" του Νίκου Φώσκολου (1970) και το τραγούδι που ερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου ήταν το "Βρέχει φωτιά στη στράτα μου". Οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου συγκλονιστικοί με το "η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου", η μουσική του Μίμη Πλέσσα συναρπαστική και καθηλωτική για ζεϊμπέκικο, η ερμηνεία του Στράτου Διονυσίου στιβαρή αλλά και η σκηνή της ταινίας με τον Νίκο Κούρκουλο μνημειώδης, είναι ένα μπουκέτο συναισθημάτων κάθε Έλληνα που είτε τα ξέρει από πρώτο χέρι ή τα μαθαίνει, κάθε φορά που στα κέντρα το τραγούδι αυτό τον αναστατώνει ακόμα και σήμερα. Το τραγούδι αυτό είχε γίνει επιτυχία, πριν ακόμα παιχτεί η ταινία στους κινηματογράφους.

Με τον Μίμη Πλέσσα συνεργάστηκαν σε δύο δίσκους, με πιο σπουδαία επιτυχία το "Ο μεμέτης, σε στίχους του Κώστα Βίρβου. Από το 1968 μέχρι και το 1972 έχει μια ανεπανάληπτη συνεργασία με τον σπουδαίο συνθέτη Αντώνη Ρεπάνη, η οποία γέννησε σημαντικές επιτυχίες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, με κορυφαίες στιγμές τα "Παλιατζής", "Αγάπη μου επικίνδυνη" (αμφότερα σε στίχους Δημήτρη Γκούτη και μάλιστα αποτυπωμένα στο ίδιο 45άρι), το "Χθες το βράδυ στην ταβέρνα" σε στίχους Παναγιώτη Καμηλιέρη, το "Τ' αγκάθια της καρδιάς σου" σε στίχους Μιχάλη Τουτουνζή, αλλά και το εμβληματικό ζεϊμπέκικο (κατά πολλούς το καλύτερο του ελληνικού τραγουδιού) "Αϊτός αϊτό μεγάλωνε" (Ένας αϊτός γκρεμίστηκε), σε στίχους της σπουδαίας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Το 1973, πάνω στην καλύτερη εποχή της καριέρας του, ξεκινάει μια 3ετής περιπέτεια που τον οδηγεί στη φυλακή, αφού βρέθηκαν στην κατοχή του ένα όπλο, λαθραία τσιγάρα και μικροποσότητα απαγορευμένων ουσιών, που, απολογούμενος, ισχυρίστηκε ότι τα είχαν βάλει ανταγωνιστές στο αυτοκίνητό του, συγκεκριμένα ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Τελικά, στη δίκη που ολοκληρώθηκε το 1975 στις 30 Μαΐου, βγήκε καταδικαστική απόφαση τριών ετών, η οποία διήρκεσε μέχρι την Άνοιξη του 1976. Ωστόσο, ο Στράτος Διονυσίου ήταν ο Στράτος μέσα και έξω από τα κάγκελα. Για πρώτη φορά στα χρονικά επιτρέπεται να γίνει ηχογράφηση δίσκου μέσα στο κελί! Ο Τάκης Φιλιππίδης, ο ηχολήπτης που επιμελήθηκε την ιστορική αυτή ηχογράφηση είπε σε συνέντευξη του στο περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι» αυτά:

“Ο Διονυσίου ήταν άλλη πάστα άνθρωπος. Ήταν μαγκάκι, δεν σήκωνε πολλά – πολλά. Αλλά φωνάρα ο άνθρωπος. Και όλα τα έγραφε με τη μία. Σκέψου ότι όση ώρα περίμενε στο στούντιο, για να μπει να γράψει το δικό του τραγούδι, μάθαινε αυτό που κάνανε πρόβα στο διπλανό. Έτσι και του λέγανε «έλα πες το» ήταν ικανός να το γράψει κι αυτό με την πρώτη. Την περίοδο που ήταν στην φυλακή (το 1975 νομίζω) για την γνωστή υπόθεση, η εταιρία για να τον υποστηρίξει αποφάσισε να του βγάλει ένα μεγάλο δίσκο. Τα τραγούδια τα έγραψε ο Πλέσσας με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου (σ.σ. πρόκειται περί λάθους, ο Κώστας Ρουβέλας έχει γράψει τους στίχους). Η Columbia μας έδωσε ένα κινητό στούντιο και πήγαμε όλοι μαζί στις φυλακές της Τίρυνθας για την ηχογράφηση. Εκεί να δεις ιστορίες. Κάτσαμε και διαμορφώσαμε την αίθουσα της μουσικής των φυλακών σε στούντιο. Την γεμίσαμε με στρώματα και έτσι κάναμε την ηχογράφηση. Ο Διονυσίου, φυσικά, τα είπε όλα με την μία κι έτσι, ούτε μια μέρα παραπάνω δεν καταφέραμε να καθίσουμε. Ο δίσκος κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Πάλι Mαζί Mας”.

Εκείνος ο δίσκος δεν γνώρισε επιτυχία, ολοκληρώνοντας όμως την ποινή του με λευκό ποινικό μητρώο σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής του, του συμπαραστάθηκε ιδιαίτερα ο συνάδελφος και φίλος του, Τόλης Βοσκόπουλος, που τον συμπεριέλαβε στο σχήμα στα "Δειλινά" και του έδωσε το τραγούδι "Αποκοιμήθηκα". Το τραγούδι ήταν "κόντρα ρόλος" για τον "λαϊκό" Διονυσίου, αλλά ο Βοσκόπουλος επέμεινε και το τραγούδι μπήκε τελευταίο στη β' πλευρά, στο άλμπουμ "Αν ξαναζούσα" που κυκλοφόρησε το 1977, με το γνωστό σήμερα αποτέλεσμα.

Η επιστροφή μετά τη φυλακή ήταν πολύ δύσκολη, όμως ο Διονυσίου επέμενε. Συνεργάστηκε με την MINOS με κακούς όρους, αφού ο Μάτσας φοβόταν το κάζο, λόγω της ιστορίας αυτής. Ο όρος ήταν να πουλήσει το άλμπουμ "Υποκρίνεσαι" 30.000 δίσκους, αλλιώς η συνεργασία θα σταματούσε. Η MINOS τότε είχε στη δύναμή της και τον Καζαντζίδη και η συνύπαρξη ήταν αρκετά δύσκολη. Το "Υποκρίνεσαι" (1980) πούλησε 100.000 δίσκους και έγινε πλατινένιο.

Η συνεργασία του με τον στιχουργό Γιάννη Πάριο και τον μαέστρο Θανάση Πολυκανδριώτη ξεκίνησε με το "Τα μάζεψα τα πράγματα" και συνεχίστηκε, όταν του έδωσαν να ερμηνεύσει ορισμένα από τα διαμάντια πια της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Τραγούδια, όπως "Και λέγε λέγε", "Τα πήρες όλα κι έφυγες", "Γιατί Θεέ μου η ζωή" (Τα βάσανά μου ένα φορτίο).

Οι επιτυχίες πια είναι σήμα κατατεθέν τη δεκαετία του '80, που αν είχε ταμπέλα θα έγραφε το όνομα του Διονυσίου, του τότε Μίδα του τραγουδιού. Τότε καταγράφονται και δύο από τα "συνθηματικά" και άκρως ταυτισμένα με τον Διονυσίου τραγούδια, το ένα είναι το "Άκου βρε φίλε" του Κώστα Κοφινιώτη και του Τάκη Σούκα. Όπως αφηγήθηκε ο Γιώργος Μαργαρίτης σε εμφάνισή του στο FOCUS της Θεσσαλονίκης, το 1982 επρόκειτο να δισκογραφήσει ο ίδιος τα τραγούδια του Σούκα από το δίσκο «Θυμήσου», που κυκλοφόρησαν τελικά με τον Διονυσίου. Ανάμεσα σε αυτά και το «Άκου βρε φίλε», το οποίο τελικά ηχογραφήθηκε από τον Γιώργο Μαργαρίτη, τριάντα χρόνια μετά.

Ενώ το "Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος" των Χρυσοβέργη και Γιατρά, θεωρείται πια η επιτομή μιας φιλοσοφημένης "ατάκας" αλλά και έμπνευσης. Την απάντηση για το πώς γράφτηκε ένα από τα μεγαλύτερα λαϊκά τραγούδια, ήρθε να δώσει ο πρόσφατα εκλιπών (Απρίλιος 2021) στιχουργός του τραγουδιού «Της γυναίκας η καρδιά», Σπύρος Γιατράς (Περιοδικό Χάι):

"Είναι ιστορία αυτό. Ήμασταν εδώ μέσα, έβρεχε έξω προσπαθούσα να συγκεντρωθώ εγώ, κάτι γράφαμε τότε και ξαφνικά περνάει ένας απ' έξω ο οποίος παραπατούσε, μου έκανε εντύπωση όμως ότι στάθηκε στην πόρτα και ήταν έτοιμος να γκρεμιστεί. Άνοιξα την πόρτα τον πλησίασα (από ποτό καταλάβατε;). Δεν μπορούσα να το καθορίσω, αλλά όταν άνοιξα την πόρτα και τον ρώτησα με κοίταξε, του λέω γυναίκα; Μου λέει γυναίκα. Και γύρισα μέσα, πήρα την γραφίδα μου και έγραψα..."

"Σκυφτέ διαβάτη της βροχής και ταξιδιώτη της ζωής, η προδοσία μιας γυναίκας σε βαραίνει μην πίνεις άλλο και μεθάς και την ζωή σου την χαλάς είναι γραφτό ότι αρχίζει να πεθαίνει".

"Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος…".

Τα άλμπουμ "Ο λαός τραγούδι θέλει", "Εγώ ο ξένος" (πούλησε 150.000 δίσκους και έγινε πλατινένιος) και "Νομίζεις" (πούλησε 100.000 δίσκους και έγινε πλατινένιος), είναι από αυτά που λέμε τ' ακούς ολόκληρα. Απίστευτες επιτυχίες, όλος ο κόσμος τραγουδούσε "Λέγε με παλιόπαιδο", "Και του λιμανιού και του σαλονιού", "Κύριος ήρθα και κύριος φεύγω", "Καλύτερα μαζί σου και τρελός", "Μας υποχρέωσες", "Τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι", αλλά και μοναδικά "Εγώ να δεις", σε μουσική του Τάκη Μουσαφίρη και στίχους της Καίτης Μπόνη.

Στο πολυσυλλεκτικό άλμπουμ του Τάκη Μουσαφίρη το 1985, με τίτλο "Ο ταξιτζής", όπου συμμετείχαν ακόμα η Αθηναϊκή Κομπανία, η Λίτσα Διαμάντη και η Χαρούλα Ντάνου σε ένα τραγούδι, ο Στράτος Διονυσίου ερμηνεύει πέντε τεράστιες επιτυχίες, το ομώνυμο, το "Φεύγοντας", το "Παιδί με τα γυαλιά", το "Αλήτισσα" και το "Όταν θέλει μια γυναίκα". Το "Φεύγοντας", όπως και το "Τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι", επιλέχθηκαν από τον Διονύση Σαββόπουλο στο άλμπουμ "Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι", που καταδεικνύει τον ελληνικό μουσικό πλούτο σε βάθος χρόνου και χαρακτηρίζει τα ακούσματα των Ελλήνων. Ο δε "Ταξιτζής" λατρεύτηκε από τον κόσμο, αφού περιέγραφε κάποιον απελπισμένο ερωτικά που ζητούσε χείρα βοηθείας από έναν επαγγελματία του δρόμου. Και μάλιστα από έναν επαγγελματία που συχνά παίρνει- και ίσως αυθαίρετα – τον ρόλο ψυχολόγου ή και φιλόσοφου. Ο στιχουργός Βασίλης Παπαδόπουλος, ο ίδιος που έγραψε τους στίχους στο "Μια ζωή μέσα στους δρόμους" και στο "Ποιος το είπε για τους μάγκες", σε συνέντευξή του στα "ΝΕΑ", έλεγε ότι εμπνεύστηκε το τραγούδι από υπαρκτό κομμάτι, από έναν βιωματικό χωρισμό, ενώ ο Στράτος Διονυσίου, όταν διάβασε τους στίχους αναφώνησε: "Πολύ δυνατό κομμάτι!".

Το 1985 όμως ήταν και η χρονιά του άλμπουμ "Ο Σαλονικιός", όπου τα σουξέ δεν τα προλάβαινε ο κόσμος. "Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα", "Εγώ δεν έχω αύριο κανένα", "Ζητώ ακρόαση Θεού", "Έτσι ήμουνα περαστικός", τραγουδήθηκαν απ' όλους, καθιστώντας τον Στράτο Διονυσίου τον απόλυτο λαϊκό άρχοντα της εποχής και δικαίως θα έλεγε κανείς. Ο Γιάννης Γκουλιόβας όμως, ο περί ου ο λόγος "Σαλονικιός", ήταν υπαρκτό πρόσωπο, άνθρωπος της νύχτας, αρχικά της θεσσαλονικιώτικης, αργότερα και της αθηναϊκής. Ένας κακοποιός που εκβίαζε και την Μπέμπα Μπλανς, ώστε να της παίρνει χρήματα και η οποία αναγκάστηκε να πηγαίνει να κοιμάται στα αστυνομικά τμήματα. Αλλά η αστυνομία της Αθήνας, κατόπιν πληροφορίας, τον περικύκλωσε σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη στην Κυψέλη, όπου και σκοτώθηκε στην συμπλοκή. Ωστόσο, οι στοχευμένοι και ζωγραφικοί στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, "Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε του λεζάντα, την βραδιά να κλέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, γέμισε την πίστα, ο Σαλονικιός", ίσχυαν αλλά με την εντελώς κακόφημη διάστασή τους. Όπου έμπαινε ο "Σαλονικιός" στα λημέρια του ειδικά, η παρουσία του δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο.

Από το 1980 μέχρι το καλοκαίρι του 1989, ακολούθησε μια συνεργασία με τη Μαρίνα Βλαχάκη, ενώ το τελευταίο διάστημα ήταν με την Κική Λουκά. Ο Στράτος Διονυσίου είχε υποσχεθεί ότι θα τραγουδούσε μέχρι το τελευταίο του βράδυ. Πράγματι, λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, τραγουδούσε στο μαγαζί "Στράτος", ενώ νωρίτερα, το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε 9 τραγούδια για τον δίσκο "Ποιος άλλος" που κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων με 130.000 δίσκους! Σύμφωνα με τον Τάκη Μουσαφίρη, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα ήταν το "Μη μ' αφήνεις μόνο μου". Πέρασαν 21 χρόνια και ο Τάκης Μουσαφίρης αναχώρησε, για να βρει κι αυτός τον σπουδαίο φίλο του, ολοκληρώνοντας μια πολύ σπουδαία καριέρα κι εποχή.

Η αρχή αυτού του αφιερώματος έλεγε ότι στα τραγούδια που ερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου θα βρούμε ένα σωρό ατάκες και κάνοντας μια σούμα, το αποτέλεσμα μας δικαιώνει. Καθημερινές εκφράσεις, μικρές φράσεις, έξυπνες ατάκες... "Εγώ να δεις", "Άκου βρε φίλε", "Μας υποχρέωσες", "Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος", "Υποκρίνεσαι", "Αφιλότιμη", "Και λέγε λέγε"... Αλήθεια..."ΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ".

Πόσο διαφορετικά θα είχε γραφτεί ίσως η ιστορία, αν δεν είχε το στερνό του ραντεβού το Μάη του 1990 και προλάβαινε να τραγουδήσει με τους Πυξ Λαξ το «Άστη να λέει». Γιατί με τον Διονυσίου στο μυαλό γράφτηκε το κομμάτι, το πήρε (άρον άρον) ο Βασίλης Καρράς, όταν ο Στράτος «έφυγε». Κι εδώ μπορεί να αποτολμήσει κάποιος μια αποτίμηση του τι σήμαινε Διονυσίου.

Δεν ήταν ο τραγουδιστής, όπως πολλοί άλλοι, να τραγουδήσει Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και τα έντεχνα μέτρα. Η φωνή του ήταν καθορισμένη, τα τραγούδια δημιουργούνταν πάνω του, εξάλλου ούτε πρόβες δεν έκανε καλά-καλά. Ο Στράτος Διονυσίου έχει τραγουδήσει περισσότερα από 5.000 τραγούδια στο πάλκο, κυκλοφορούσε μονάχα όσα έκαναν πάταγο στη νύχτα και ο αστικός μύθος λέει ότι μπορούσε να ξεκινά την ηχογράφηση ενός τραγουδιού το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα να έχει ολοκληρώσει ολόκληρο τον δίσκο. Ήξερε τα σουξέ, τα "μυριζότανε", συνεργάστηκε με τους κατάλληλους, ήταν ο βασιλιάς της πίστας, των μπουζουκιών και τελεία.

Προσωπικά δεν μπαίνω στη σύγκριση με τον Καζαντζίδη. Ο Καζαντζίδης ήταν άλλη περίπτωση μιας τεράστιας φωνής με φοβερά πλεονεκτήματα, αν και θα πρέπει να πούμε ότι στο «Εγώ δεν είμαι ένοχος» τον είχαν μπερδέψει με τον Καζαντζίδη. Τραγούδησαν κάποια ίδια πράγματα αρχικά, αλλά η εξέλιξή τους κύλησε διαφορετικά. Προτιμώ αυτό που άκουσα από τον Διονυσίου μέχρι το τέλος, ήταν ξεκάθαρο πάντα, ήξερες τι περιμένεις και πάντα θα έβρισκες κάτι πολύ σπουδαίο να μείνει να το λες, να σηκωθείς να χορέψεις, να «νταλκαδιάσεις», να πιεις, να το σιγοψιθυρίσεις. Ξεκάθαρα λαϊκό, ήταν άλλωστε ο τελευταίος μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, αδιαμφισβήτητος βασιλιάς, αυθεντικός και μάγκας, πολύ μάγκας…

Μιλούσε για τις αδυναμίες του χωρίς ντρίπλες και φανφάρες. Όπως για το πάθος του για τον τζόγο, κάτι το οποίο δεν προσπάθησε να κρύψει, αλλά αντρίκια, μίλησε γι' αυτό.

«Είναι αλήθεια πως μ' αρέσει ο ιππόδρομος και είναι λάθος μου. Όμως έτσι είναι οι άνθρωποι. Άλλος έχει το τάδε λάθος άλλος το δείνα. Εγώ έχω κάποια αλογάκια και μαζί με τα άλογα μου παίζω κιόλας. Είναι κακό όμως αυτό. Τα λάθη μου μπορεί να έβλαψαν εμένα και να τα πλήρωσα ακριβά, αλλά δεν έβλαψα ποτέ κανένα, παρά μόνο τον εαυτό μου».

Ένας άνθρωπος με πάθη, που «Τα πήρε όλα κι έφυγε» εκείνη την 11η Μαΐου 1990. Άφησε πίσω του μόνο την αγάπη του κόσμου, που ακόμα και στο τελευταίο αντίο, όλοι τραγουδούσαν και χόρευαν, για τον μοναδικό άρχοντα με το λευκό κοστούμι… Δεν αντικαταστάθηκε ποτέ, ούτε στο στιλ ούτε στην αγάπη του κόσμου, εκείνος όμως έφτιαξε την λεγόμενη «πίστα» (μαζί και με τον Βοσκόπουλο) για τους επόμενους.

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Βασίλης Τσιτσάνης – Μια εκπομπή ραδιοφώνου στο χαρτί

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Αυτό που θα επιχειρήσουμε «εγγράφως» είναι μια αλλιώτικη ραδιοφωνική...

    Συνέχεια

    Η δισκογραφία στην Ελλάδα το 2022

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Παλαιότερα η δισκογραφία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πώληση δίσκων. Στο πρόσφατο...

    Συνέχεια

    O συνθέτης Κώστας Δέδες μιλάει για τον αείμνηστο κοντραμπασίστα Ανδρέα Ροδουσάκη

    Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Πέμπτης 29 Δεκεμβρίου ο Ανδρέας Ροδουσάκης.

    Συνέχεια

    Επανεκδόσεις

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Στην ψηφιακή εποχή ο φυσικός φορέας ήχου έχει υποχωρήσει. Είτε βινύλιο είτε CD, οι...

    Συνέχεια

    Iάκωβος Καμπανέλλης - Από την «Αυλή των θαυμάτων» στη «Γειτονιά των Αγγέλων»

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη...

    Συνέχεια

    James Bond – «Τραγουδώντας» για τα 60 χρόνια του αγαπημένου Πράκτορα

    Γράφει ο Κώστας Προβατάς Ο κινηματογράφος είναι γεμάτος από «ήρωες» που αγαπήθηκαν από το κοινό για...

    Συνέχεια

    Μαρία Φαραντούρη - H απέραντη φωνή της Δημιουργίας

    Γράφει ο Γιάννης Φαλκώνης Φωτογραφίες: Γιάννης Φαλκώνης Η φωνή της Μαρίας...

    Συνέχεια

    Σωτήρης Κοματσιούλης

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ο Σωτήρης Κοματσιούλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα, μεγάλωσε στη Λάρισα...

    Συνέχεια

    Ο Σταμάτης στη δισκογραφία

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Στις 8 Noεμβρίου, ημέρα των Ταξιαρχών, Μιχαήλ και...

    Συνέχεια

    Στίγμα '90

    Γράφει ο Πέτρος Δραγουμάνος Ταμπελοκουλτούρα ονομάζεται ο τρίτος δίσκος των Στίγμα...

    Συνέχεια