Αφιερώματα

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι

Βασίλης Τσιτσάνης – Μια εκπομπή ραδιοφώνου στο χαρτί

Γράφει ο Κώστας Προβατάς

Αυτό που θα επιχειρήσουμε «εγγράφως» είναι μια αλλιώτικη ραδιοφωνική εκπομπή. Προσωπικότητες σαν τον Τσιτσάνη έχουν το δικό τους κεφάλαιο στην Ιστορία, είτε σαν μια οντότητα που έγραψε μουσική ιστορία, είτε γιατί τα τραγούδια του είναι γραμμένα από γεγονότα και πολλά από αυτά περιγράφουν ιστορικές καταστάσεις με κάποιον τρόπο ή ακόμα και γιατί κατά τη διάρκεια του βίου του ο συνθέτης έζησε πολλά γεγονότα και μάλιστα ενεργά.

Έχοντας ήδη αναφερθεί στη βιογραφία του Τσιτσάνη στο www.mousikogramma.gr, (https://www.mousikogramma.gr/afieromata/arthro/basilis_tsitsanis_o_theofilos_tis_laikis_mousikis-4598/#gsc.tab=0), σήμερα θα επιχειρήσουμε να συλλέξουμε –σαν μια ραδιοφωνική εκπομπή επαναλαμβάνω- κάποια τραγούδια του που πίσω τους έχουν ιστορία, γράφτηκαν με αφορμή θα λέγαμε.

Η «Αρχόντισσα» είναι το πρώτο τραγούδι του που ηχογραφήθηκε το 1939, με ερμηνευτές Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη, αφιερωμένο στον έρωτα ενός φίλου του για μια κοπέλα, την Ελίζα. Ο φίλος του σκοτώθηκε από τους Γερμανούς, το τραγούδι όμως έγινε πλέον διαχρονικό.

Το «Πάμε τσάρκα» γράφτηκε το 1942 και ηχογραφήθηκε το 1946 με τον Στράτο Παγιουμτζή και τον ίδιο τον συνθέτη, έχει 7 προορισμούς και ξεκινάει αρχικά στην περιοχή «Μπαξέ Τσιφλίκι», που τώρα ονομάζεται Νέοι Επιβάτες (γνωστή και ως Μπαξές). Στον τρίτο στίχο, παραθέτει και το όνομά της Μαριγούλας που παντρεύτηκε ένα φίλο του το 1934. Μετά πάει στου Νικάκη τη Βαρκούλα, δηλαδή στη Θάλασσα του Θερμαϊκού, συνεχίζει Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο ονομάζεται ένα ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, στο «Καλαμάκι», είναι μία ακτή της Καλαμαριάς, με ταβέρνες και μαγαζιά διασκέδασης.

Στη συνέχεια, στο «Μπεχτσινάρι» ή Μπεχ Τσινάρ (5 πλατάνια), ονομαζόταν παλιότερα η περιοχή της Θεσσαλονίκης που σήμερα βρίσκονται μέσα στο λιμάνι της πόλης, στο ύψος περίπου της τρίτης και της τέταρτης προβλήτας του λιμανιού. Σε εκείνο το σημείο υπήρχε παραλία, η οποία ήταν κατάλληλη για αναψυχή («φίνο ακρογιάλι»), όπως αναφέρει ο Βασίλης Τσιτσάνης στο τραγούδι).

Η βόλτα συνεχίζεται στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, το λεγόμενο Επταπύργιο. Η Βάρνα είναι περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκτός των τειχών, μεταξύ των δήμων Θεσσαλονίκης και Νεάπολης - Συκεών. Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση των οδών Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ήτανε κάποτε θρύλος ο Γιώργος Δαλαμάγκας. Ένας ταβερνιάρης της παλιάς Θεσσαλονίκης που έκανε την πόλη άνω κάτω όποτε γούσταρε. Αυτόν τον θρύλο τον πήρε ο Τσιτσάνης και τον έμπασε στα τραγούδια του. Κι από τότε ο Δαλαμάγκας έγινε πρόσωπο οικείο που τραγουδιέται τα βράδια παντού. Κι ο Τσιτσάνης επιλέγει να κλείσει το τραγούδι, αναφέροντας το όνομά του στο τραγούδι

«να ακούσεις τον Τσιτσάνη, να σου παίξει φίνο μπαγλαμά».

Και ίσως είναι κι ο λόγος που γράφτηκε έτσι το τραγούδι, σε πολλά τραγούδια του ο Τσιτσάνης αναφέρει το όνομά του. Εδώ μάλιστα κλείνει μια μεγάλη βόλτα, καταλήγοντας να ακούσει κανείς τον Τσιτσάνη.

Σακαφλιάς ή Σαρκαφλιάς ή Σακαβλιάς, πραγματικό όνομα Χαράλαμπος Χαραλάμπους. Ο Σακαφλιάς ήταν νταβατζής και μικροαπατεώνας, όταν βρέθηκε στη φυλακή προσπάθησε να γίνει ο "τσιρίμπασης", ο νταής στη θέση του «αρχηγού» Αντωνίτση που τον μαχαίρωσε τελικά. Ο τσιρίμπασης ήταν λοιπόν ο αρχηγός της φυλακής που έπαιρνε το βιδάνιο, τη γκανιότα, το ποσοστό από τα χαρτιά ή το μπαρμπούτι που παίζανε οι φυλακισμένοι. Εδώ ο Τσιτσάνης με την φράση «στα δυο στενά» δεν κυριολεκτεί και δεν εννοεί στενά δρομάκια, ούτε εννοεί την φυλακή «στενή», αλλά περιγράφει με ποιητικό λόγο γενικότερα τον τόπο δυστυχίας. Τον όρο «στενά» τον συναντούμε σε πολλές περιπτώσεις στην ποίηση και στη στιχουργία, σαν «τόπο δυστυχίας».

Το τραγούδι όμως του Τσιτσάνη, δεν ήταν το πρώτο που αναφερόταν στον Σακαφλιά είναι η αλήθεια. Ήδη κυκλοφορούσαν «αδέσποτα» στιχάκια, όπως γράφει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα». Εκεί καταγράφει ένα τραγούδι, το οποίο -σύμφωνα με τον συγγραφέα- τού το υπαγόρευσε ένας γεροντόμαγκας Μανιάτης κατάδικος, ο Κώστας Αντωνάκος. Παλιό μουρμούρικο της φυλακής, το έλεγαν γύρω στο 1930. Οι στίχοι του όμως δεν διασώζονται ολόκληροι:

«Τον Σακαφλιά σκοτώσανε κι οι μάγκες μαραζώσανε».

Ο Πετρόπουλος καταγράφει ένα ακόμα τραγούδι, το οποίο αναφέρεται επίσης στον Σακαφλιά:

«Στα Τρίκαλα μες στη στενή, βαρέσαν έναν μπελαλή.

Βαρέσανε τον Σακαφλιά που 'χε ντερβίσικη καρδιά».

Ο Σακαφλιάς δεν ήταν ωστόσο παρά ένας αδίστακτος «νονός» κι ας τον ωραιοποίησε σχετικά ο Τσιτσάνης. Είχαν κυκλοφορήσει μάλιστα και διάφορες ιστορίες, ενδεικτικές του χαρακτήρα του. Όταν κάποιος τον ρωτούσε γιατί το καπέλο του έχει τόσο πλατιά και μαύρη κορδέλα, απαντούσε

«πενθώ για όσους θα "φάω" στο μέλλον».

Κι αντίστοιχα, όταν τον ρωτούσαν γιατί το κομπολόι του έχει ασπρόμαυρες χάντρες, απαντούσε

«άσπρες για τις γκόμενες, μαύρες για τους φόνους».

Μέσα στη φυλακή, τον Σακαφλιά τον δολοφόνησε με μία τροχισμένη σαν φαλτσέτα λαβή τηγανιού ο Αντωνίτσης, όπως είπαμε. Κι επειδή όλοι ανακουφίστηκαν, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε για την πράξη του, αλλά αποφυλακίστηκε νωρίτερα.

Αφήγηση Αλέκου Γκούβερη στον Σχορέλη (Δ', σ. 21-22):

«Ήταν το 1944. Ο Μπάμπης Μπακάλης, που 'ταν παιδάκι, γεννήθηκε το 1919, ήταν ερωτευμένος με μια Εβραιοπούλα. Τα πράγματα είχαν ζορίσει πολύ. Το σκεφτήκαμε το πράγμα και στείλαμε το κορίτσι στο βουνό. Το πήρε ο «σύνδεσμος» και το πήγε «ψηλά». Ζει ακόμα. Σώσαμε μια ζωή. Το πρωί συναντηθήκαμε σ' ένα καφενείο των Τρικάλων, το «Μαύρος Γάτος». Τη νύχτα είχα γράψει τους στίχους: «Χωρίσαμ' ένα δειλινό». Ο Αποστόλης Καλδάρας κι ο Μπακάλης βάλανε μουσική, τρομερή μουσική. Αργότερα τ' άκουσε ο Τσιτσάνης, του άρεσε, κι έβαλε δική του μουσική, όμως οι στίχοι είναι δικοί μου. Τώρα γιατί ο φίλος μου ο Βασίλης το κρύβει είναι δική του δουλειά. Μάρτυρες ο Καλδάρας κι ο Μπακάλης…».

To «Χωρίσαμε ένα δειλινό» έγινε και τίτλος ελληνικής ταινίας του 1966, με την Καίτη Παπανίκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο και φυσικά το τραγούδι αυτό να ακούγεται κατά τη διάρκειά της.

Ίσως ο Χατζιδάκις είναι ο μόνος Έλληνας συνθέτης της λεγόμενης "έντεχνης" μουσικής, που έκανε τον Τσιτσάνη τόσο δικό του, σε διαφορετικά έργα του και σε διαφορετικές συνθετικές περιόδους. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή!

Στις 31 Ιανουαρίου 1949 ο Χατζιδάκις δίνει στο Θέατρο Τέχνης την περίφημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο. Σ' αυτήν αναφέρεται εκτενώς σε τραγούδια του Τσιτσάνη και λέει τα εξής:

"Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε με έναν φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σε αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι".

Σχεδόν οκτώ μήνες πριν τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (20-9-1949)… Και πέντε χρόνια μετά τη σύνθεση του «Κοντσέρτου για 2 βιολιά», στο δεύτερο μέρος του οποίου ο Σκαλκώτας χρησιμοποίησε το «Θα πάω εκεί στην Αραπιά» του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Χατζιδάκις προφανώς αγνοούσε το μέγα γεγονός που είχε συντελεστεί εν κρυπτώ υπό του ιδιοφυούς Σκαλκώτα: το πρώτο έργο της νεοελληνικής λόγιας ή κλασσικής μουσικής που περιείχε ρεμπέτικο θέμα, είχε συντεθεί αλλά ουδείς το γνώριζε. Όλα είναι εδώ, στη συνημμένη εγγραφή που ακολουθεί.

Στα 1955-56 έχουμε μια συνάντηση κορυφής, θα λέγαμε, αφού ο Χατζιδάκις φώναξε τον Βασίλη Τσιτσάνη να παίξει μπουζούκι σε δύο αριστουργήματα του Ελληνικού κινηματογράφου, όπου ο Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική: τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1955) και τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου (1956). Από τη «Στέλλα» έχουμε ένα διαμάντι, τη «Φαντασία για μπουζούκι και πιάνο», με τον Τσιτσάνη στο μπουζούκι και τον Χατζιδάκι στο πιάνο. Η ηχογράφηση αυτή περιλαμβάνεται για πρώτη φορά στον δίσκο "Ο Ελληνικός κινηματογράφος και ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζουν (1985)".

Ο Μανώλης Μητσιάς θυμήθηκε πως ο Χατζιδάκις του είχε πει μια μέρα:

"Ο Τσιτσάνης είναι η μετεμψύχωση του Μότσαρτ".

Κι εξήγησε πως αν τα κομμάτια του τα έπαιζε μια ορχήστρα "κλασσικής" μουσικής, θα άφηναν μια αίσθηση Μότσαρτ.

Από το 1946 μέχρι το 1950, η δισκογραφία αναφέρει πως πάνω από 40 τραγούδια (44 για την ακρίβεια) είναι της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Μεταξύ αυτών και το "Τρελέ Τσιγγάνε", το οποίο, όπως αναφέρει η ίδια, αναφέρεται σε υπαρκτό πρόσωπο, έναν τσιγγάνο αντάρτη του ΕΛΑΣ, τον οποίο συνέλαβαν και δολοφόνησαν τα Ες Ες και, κατά τα φαινόμενα, υπήρξε μεγάλος της έρωτας. Για τον "Τρελό Τσιγγάνο", η Γεωργακοπούλου μάλωσε άσχημα με τον Τσιτσάνη, όταν ο τελευταίος (που το θεωρούσε δικό του) έδωσε στον Μάνο Χατζιδάκι το τραγούδι "Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι" (για την ταινία «Στέλλα»), το οποίο, στην ουσία, πατάει πάνω στη μελωδία του Τσιγγάνου. Αλλά και το «Αστέρι του Βοριά» από την ταινία «Αμέρικα Αμέρικα» πατάει πάνω στην ίδια μελωδία, μάλιστα και από τον Χατζιδάκι στην ταινία, αλλά και τον Ντέμη Ρούσο που το διασκεύασε σαν «She came up from the North».

Ο Τσιτσάνης ύμνησε τη γυναίκα στα τραγούδια του, σε πολλά τραγούδια του και εξ όσων προκύπτουν από μαρτυρίες και οι γυναίκες τον λάτρεψαν. Όμως ύμνησε ξεχωριστά τη γυναίκα του, με την οποία απέκτησαν τα δυο τους παιδιά. Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά, όντας αρραβωνιασμένοι επί 19 μήνες. Κουμπάρος ήταν ο προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος ήταν και διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, αλλά και θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού.

«Όταν συμβεί στα πέριξ», που στις μέρες μας οι πιο πολλοί το ξέρουν ως «Της μαστούρας ο σκοπός». Κάποιο βράδυ λοιπόν, ο Τσιτσάνης καθόταν στο περίφημο καφενείο «ΝΕΟΝ» που για πολλές δεκαετίες βρισκόταν απέναντι από το Λευκό Πύργο. Κάποια στιγμή, ήλθαν στο μυαλό του εικόνες από την παιδική του ηλικία στα Τρίκαλα, όπου το πατρικό σπίτι του ήταν κοντά σε στρατώνες, όπου μέσα βρίσκονταν βαρυποινίτες. Κάθε απόγευμα που είχαν έξοδο, ο μικρός Βασίλης παρατηρούσε ότι όλοι αυτοί πήγαιναν κάπου κι αυτός τους παρακολουθούσε από μακριά, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι έκαναν. Κάποια μέρα αποφάσισε να πάει κοντά και να δει τι γινόταν. Οι εικόνες που αντίκρισε εκεί, έμειναν για πάντα αποτυπωμένες στο μυαλό του: Φωτιές, διάφορες απαγορευμένες ουσίες κ.λ.π. Ήταν μια εποχή που όλα αυτά μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολυετή φυλάκιση, αλλά οι βαρυποινίτες δεν είχανε να φοβηθούν κάτι.

Αυτές οι εικόνες λοιπόν ήλθαν στο μυαλό του συνθέτη εκείνο το βράδυ στο «ΝΕΟΝ» κι αμέσως πήρε ένα χαρτί κι έγραψε μόνο το δίστιχο:

«Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες αργιλέ».

Βεβαίως, πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι να το ηχογραφήσει, λόγω των συνθηκών. Αυτό έγινε το 1946 με ερμηνευτές τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στέλιο Κερομύτη (αυτούς ακούμε παραπάνω) και η επιτυχία ήταν πολύ μεγάλη, αν και δεν έλειψαν οι παρεμβάσεις και οι «ενοχλήσεις» της λογοκρισίας. Κατάφερε, για ένα εξάμηνο που έλειπε τότε η λογοκρισία, να περάσει και να ηχογραφήσει λοιπόν τα "Πέριξ" και την περίφημη "Δροσούλα" που τραγούδαγαν ο ίδιος, ο Βαμβακάρης και ο Χατζηχρήστος. Και λέει ο Τσιτσάνης ο ίδιος σε συνέντευξή του κάποια χρόνια αργότερα:

«...ήρθε η ώρα τώρα, αφού μιλάω για τα τραγούδια της κατοχής, να αποκαλύψω και την πραγματική ιστορία του τραγουδιού μου "Άνω - κάτω χτες τα κάνανε". Σ΄ αυτό μιλάω για το Σιδέρη και τον τεκέ του. Ο Σιδέρης ήταν ένα άνθρωπος άγιος. Δεν είχε σχέση με τεκέδες. Όπως κι εγώ. Ήταν καλόκαρδος και πολύ ήσυχος άνθρωπος, σαν κορίτσι. Κι έτσι, κουβεντιάζοντας τακτικά με τον Σιδέρη για τους μάγκες και τα τέτοια, μού 'λεγε:

«Βρε, Βασίλη, κάνε ένα τραγούδι για 'μένα να λέει για τον Σιδέρη».

Και τού 'λεγα:

«Θα σου κάνω, ρε, τραγούδι, αλλά θα σε κάνω τεκετζή».

Αυτά γινόντουσαν στη Θεσσαλονίκη το 1941 με '42. Κι έτσι εγώ με την φαντασία μου έπλασα το μύθο του Σιδέρη και του τεκέ. Διότι τεκές του Σιδέρη δεν υπήρξε ποτέ στη Σαλονίκη, πράγμα άλλωστε πασίγνωστο. Υπήρξε μόνο ένας άγιος άνθρωπος, ο φίλος μου ο Σιδέρης και σ΄αυτόν αφιέρωσα το τραγούδι, δημιουργώντας με την φαντασία μου μια ολόκληρη ιστορία που τόσο πολύ αγάπησε ο κόσμος. Πρέπει να ξέρετε όμως, ότι το τραγούδι δεν ήταν έτσι όπως το γραμμοφώνησα αργότερα. Τα πραγματικά λόγια είναι έτσι όπως τα γράφω πιο πάνω και ο τίτλος του ήταν ο «Μπλόκος». Με την παραπάνω μορφή που είναι η αρχική, δεν έχει γραμμοφωνηθεί».

Και προσθέτει σε δική του συνέντευξη ο Τάκης Μπίνης:

«...Tους πρώτους που ειδοποίησα για το τι μου συμβαίνει ήταν δυο φίλοι χασαπάδες, που με πήγαν αμέσως απέναντι από τον Λευκό Πύργο, στην οδό Nικηφόρου Φωκά, στο σπίτι του Μήτσου του Σιδέρη. Ο Σιδέρης είχε γυναίκα την Aνδρομάχη, μια θαρραλέα αντρογυναίκα με χρυσή καρδιά, που δούλευε υπηρέτρια σε γερμανικά σπίτια και γραφεία, απ' όπου εξοικονομούσαν έτσι λίγο φαγητό και λίγα μάρκα, για να ζούνε. Oι φίλοι χασαπάδες εξήγησαν στον Σιδέρη και στην Aνδρομάχη το πρόβλημά μου και τους ρώτησαν αν ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν και να με κρατήσουν εκεί κρυμμένο ώσπου να βρεθεί μια λύση. Και οι δυο τους πονόψυχοι αμέσως με δέχτηκαν έστρωσαν μια κουρελού και κοιμήθηκα εκεί.

Πέρασε λίγος καιρός έτσι, μα έπρεπε κάτι να κάνουμε να επιβιώσουμε. Η Ανδρομάχη τότε σφουγγάριζε σκάλες σε κάποια γερμανική υπηρεσία κι έφερνε λίγο ψωμί και κάτι αποφάγια των Γερμανών και βολευόμασταν εγώ κι ο Σιδέρης. Φτώχεια, πείνα, κυνηγητό. Κάτι έπρεπε να γίνει. Γι' αυτό οι φίλοι οι χασάπηδες μάς έφεραν μια μέρα στο σπίτι του Σιδέρη μισή οκά χασίσι και δυο ναργιλέδες και μας είπαν:

«Βάλτε μπρος, κι εμείς θα σας στέλνουμε ορισμένους φίλους να κάνετε νταραβέρι να παίζετε και καμιά πενιά και να βγάζετε το δύσκολο καιρό».

Έτσι δημιουργήθηκε στο σπίτι ο περίφημος τεκές του Σιδέρη, γιατί έμεινα εκεί κρυμμένος αρκετό καιρό κι έπρεπε να κάνω κάτι, για να μπορώ να επιβιώσω. Τότε λειτούργησε σαν τεκές το σπίτι του Σιδέρη και το 1945 με την απελευθέρωση έβγαλε και το τραγούδι ο Τσιτσάνης...

Από ένα σημείο και μετά, ο Τσιτσάνης θ' αρχίσει να ηχογραφεί ο ίδιος τα περισσότερα τραγούδια του, βλέποντας ότι πια ο συνθέτης μένει στο περιθώριο και προβάλλεται περισσότερο ο ερμηνευτής. Πάντα όμως θα έχει δίπλα του μια γυναικεία φωνή για τα σεκόντα. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές, είναι εκείνη της Χαρούλας Λαμπράκη που στο δεύτερο μισό του '60 θα περάσει στην ιστορία συνοδεύοντας τον Τσιτσάνη σε τραγούδια, όπως «Δε ρωτώ ποια είσαι», «Με παράσυρε το ρέμα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Κορίτσι μου όλα για σένα» κ.ά.

Το 1968 ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε και συνέθεσε ένα πολύ όμορφο και συγκινητικό τραγούδι. Πρόκειται για μία σύνθεση που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι «Το αλάνι απ' το λιμάνι». Αυτό που πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα είναι ότι εκείνη την εποχή η σχέσεις μεταξύ δύο ανθρώπων ήταν πολύ δύσκολες, ιδιαίτερα αν επρόκειτο για ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Θεωρούνταν ανεπίτρεπτο και ήταν κατακριτέο από την κοινωνία να είχαν σχέση δύο άνθρωποι διαφορετικών οικονομικών και κοινωνικών στρωμάτων.

Κάποιο βράδυ λοιπόν, σε ένα από τα πρώτα τραπέζια μπροστά από το πάλκο που τραγουδούσε ο Τσιτσάνης, ένα παλληκάρι καθόταν μόνο του, έπινε, άκουγε και έκλαιγε. Λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ εκμυστηρεύτηκε στον μεγάλο μουσικό ότι θρηνούσε μια χαμένη του αγάπη. Αγάπησε μία πλούσια κοπέλα, η οποία όμως δεν ανταποκρίθηκε, γιατί ήταν φτωχός. Ο Βασίλης Τσιτσάνης άκουγε με συγκίνησε το παιδί. Σύντομα όμως άρχισε στο μυαλό του να πλάθει το τραγούδι. Ένα τραγούδι που επρόκειτο να γίνει μία μεγάλη επιτυχία και να προκαλέσει έντονη συγκίνηση στον κόσμο και να γίνει σουξέ με τη σπουδαία φωνή του Σταμάτη Κόκοτα.

Η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου ονομάστηκε «γρηά» του ελληνικού πενταγράμμου, αφού ξεκίνησε να γράφει στίχους, μετά τα 50 της. Ήταν η πρώτη γυναίκα που εισέβαλε στον ανδροκρατούμενο χώρο του στίχου. Η γραφή της ήταν δυνατή και ιδιαίτερη. Η πορεία της ξεκίνησε στο πλάι του Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος όμως προσπαθούσε να κρατήσει κρυφή τη συνεργασία τους, άλλωστε και η ίδια πάντα παραδεχόταν ότι ο Τσιτσάνης την έμαθε πώς να διαχειρίζεται τους στίχους. Θεωρούσε πως είχε ανακαλύψει ένα στιχουργικό θησαυρό, που δεν ήθελε να μοιραστεί με άλλους.

Σύντομα όμως, η πιάτσα έμαθε για την Ευτυχία και οι συνεργασίες διαδέχονταν η μία την άλλη με επιτυχία. Η ίδια αρνείτο πεισματικά να πληρώνεται με ποσοστά και προτιμούσε να πουλάει τα τραγούδια της, ώστε να λαμβάνει τοις μετρητοίς ένα χρηματικό ποσό, για να τρέφει το πάθος της, που ήταν η χαρτοπαιξία. Αυτή η τακτική όμως, σε συνδυασμό με την τάση της εποχής να μην αναγράφεται το όνομα του στιχουργού στους δίσκους, δημιούργησε παρεξηγήσεις. Πολλά τραγούδια έγιναν «μήλο της έριδος» στα χέρια των δημιουργών, που διεκδικούσαν την πατρότητα των στίχων.

Τσιτσάνης και Παπαγιανοπούλου ήρθαν σε σύγκρουση. Το θέμα ήταν ότι σε κάποια τραγούδια είχαν βάλει και οι δυο κάτι από το ταλέντο τους στους στίχους, με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο ποιος είναι τελικά ο δημιουργός. Ειδικά για το τραγούδι «τα Καβουράκια», η διαμάχη έφτασε στο αποκορύφωμά της...

Ο Γιάννης Τσαρούχης (που δύσκολα υμνούσε κάποιον) αποκάλεσε τον Τσιτσάνη "Θεόφιλο" της μουσικής. Σε μια συνέντευξή του είπε κάποτε:

• Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό. Οι νότες του επηρέασαν βαθειά όλους τους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής.

• Είναι ποιητής, γιατί οι στίχοι του είναι σχεδόν όλοι δικοί του.

• Είναι τραγουδιστής, γιατί η φωνή του βγαίνει μέσα από τα βάθη της καρδιάς του.

• Είναι μέγας δεξιοτέχνης, γιατί ακόμα και οι εχθροί του το παραδέχονται.

• Είναι ο βάρδος των φτωχών, των πληγωμένων, των ερωτευμένων.

• Η ζωή του είναι συνδεδεμένη με την ιστορία του ρεμπέτικου, που μέσα απ' αυτόν έγινε αποδεκτό.

• Εχθροί και φίλοι δέχονται πως υπήρξε δεσπόζουσα φυσιογνωμία στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού.

• Ό, τι κι αν πει κανένας για εκείνον είναι λίγο, γιατί πάνω απ' όλα μιλά το έργο του. Μιλούν τα τραγούδια του, που μας παρηγόρησαν όταν έπρεπε, που μας συνεπήραν κάποια θλιβερά δειλινά, που τα αγαπήσαμε γιατί μας συγκίνησαν".

Ο Γιάννης Τσαρούχης, για χάρη του Βασίλη Τσιτσάνη, χορεύει «θα κάνω ντου βρε πονηρή»!

Και όλα αυτά στο «Χάραμα» της Καισαριανής, εκεί που ο Τσιτσάνης έζησε πολλά από τα ώριμά του χρόνια μέχρι το τέλος, ένα «Χάραμα» που πήρε το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι του φίλου του, Γιάννη Παπαϊωάννου, που τραγούδησαν εκεί μαζί περίπου μια 10ετία, ώσπου έφυγε από τη ζωή ο Παπαϊωάννου. Ειρωνικά θα έλεγε κανείς, κι αυτός "έφυγε" 18 Ιανουαρίου... Αδισκογράφητο τραγούδι live από τον Βασίλη Τσιτσάνη για τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το «Τραγούδι του Γιάννη».

Ήταν 7 Ιανουαρίου του 1977, όταν το καράβι «Γκλόρια», που κουβαλούσε περίπου 11 τόνους χασίς, θα έπεφτε στα χέρια του λιμενικού στην Κορινθία και η αξίας 4 δισ. δραχμών, κατεργασμένη κάνναβη θα κατασχόταν από τις ελληνικές αρχές. Ο Τσιτσάνης θα χωρέσει όλη την ιστορία μέσα σε λίγους στίχους και θα κάνει ένα τραγούδι, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία αλλά στην συνέχεια δέχτηκε απαγορεύσεις για την μετάδοση του από τα Δημόσια Μέσα Ενημέρωσης. Ακόμα το τραγουδάμε όμως και στις πίστες...

Τον Απρίλιο του '72 ο Τσιτσάνης είχε πει προφητικά στον Λευτέρη Παπαδόπουλο:

«Ουδείς μπορεί πλέον να αναστήσει το λαϊκό τραγούδι. Για να γίνει αυτό πρέπει να γεννηθεί ένα «φαινόμενο». Γιατί σήμερα υπάρχουν 1000 μπουζουξήδες, αλλά όλοι αυτοί είναι «μηχανικοί». Πηγαίνουν για το μεροκάματο και μόνο. Δεν ενδιαφέρονται για το τραγούδι... Λαϊκό τραγούδι χωρίς πόνο και μόχθο γίνεται;».

Αρχικά περιλήφθηκε το 1975, στον δίσκο του Βασίλη Τσιτσάνη "Σκοπευτήριο", όπου το τραγούδι ερμήνευσε ο ίδιος με την Λιζέτα Νικολάου στα φωνητικά. «Της γερακίνας γιος», σε στίχους Κώστα Βίρβου. Ο ίδιος ο Βίρβος εξήγησε γιατί το τραγούδι πέρασε για πρώτη φορά στη δισκογραφία, με τη φωνή του συνθέτη. Χαρακτηριστικά είχε πει :

«Παίρνω τηλέφωνο τον Τσιτσάνη και του λέω πως έχω κάποιους στίχους για τραγούδι. Τους διαβάζω και μου λέει πως θα με πάρει να μου πει τι θα κάνει. Και όντως. Με παίρνει λίγη ώρα μετά και μου λέει πως το ετοίμασε το τραγούδι και στο τηλέφωνο μου το παίζει. Ωραία, λοιπόν, του λέω… Να το δώσουμε να το πει ο Καζαντζίδης. Και μου απαντάει: "Τι λες ρε; Την ψυχή μου την ίδια θα δώσω"…».

Ο Τσιτσάνης πρωτοείδε τη Μαρίκα Νίκου το 1949. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Τσιτσάνης και η Νίνου έγιναν και ζευγάρι στη ζωή, παρά το γεγονός ότι ήταν παντρεμένος. Η Νίνου φαίνεται ότι προσπαθούσε να τον αποτραβήξει από την γυναίκα του, αλλά εκείνος δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να αφήσει την οικογένειά του. Ο Τσιτσάνης είχε αρχίσει να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδια με τη Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Η Νίνου κάποια στιγμή άρχισε να ζητά αποκλειστικότητα και στα τραγούδια, ενώ ο Τσιτσάνης προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι δεν μπορεί να τραγουδά τα πάντα (εξ' ου και η κόντρα που υπήρξε τότε με την Σωτηρία Μπέλλου).

Το Μάρτιο του 1954 ο Τσιτσάνης έδωσε στην Νίνου να πει ένα τραγούδι που λεγόταν «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα». Η Νίνου κατάλαβε ότι οι στίχοι απευθύνονταν σε εκείνη, και ήταν τέτοια η θλίψη της, που δεν μπόρεσε να το ηχογραφήσει εκείνη τη στιγμή. Χώρισαν τελικά επεισοδιακά τη δεκαετία του '50, εξαιτίας περιοδείας στη Νέα Υόρκη.

«Δεν θα πας»

της είπε ο Τσιτσάνης.

«Θα πάω»

απάντησε εκείνη. Και πήγε μόνη της. Κάποτε ξαναγύρισε. Ήταν άρρωστη.

«Ο Τσιτσάνης δεν της ξαναμίλησε. Δεν πήγε να τη δει στο νοσοκομείο. Ούτε στην κηδεία της πήγε...»,

έχει πει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Το τραγούδι «Εγώ πληρώνω τα μάτια που αγαπώ» επίσης έχει μια ιστορία αγάπης του Τσιτσάνη πίσω του, με την ηθοποιό του κινηματογράφου και του θεάτρου, την γνωστή σαν Καλή Καλό τότε, επισήμως την Καλλιόπη Δαμβέργη. Ήταν παιδί θαύμα από τα τρία της χρόνια, όταν την ανακάλυψε ο Αττίκ, παντρεύτηκε και έμεινε έγκυος έναν αγωνιστή του ΕΛΑΣ που σκοτώθηκε, τον Γιώργο Μαμαλάκη. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ και μοίραζε προκηρύξεις, όπου και συνελήφθη κατά την Κατοχή και εξορίστηκε στην Ικαρία, Ερχόμενη πίσω, έκανε δικό της θίασο και γνώρισε τον Τσιτσάνη που την ερωτεύτηκε (πηγή ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ).

Ένα από τα σπουδαία τραγούδια του, το οποίο υπολογίζεται στα πρώτα 2-3 μεταπολεμικά που ακούστηκαν, είναι το "Τι σε μέλλει εσένα κι αν γυρνώ". Ο τίτλος του είναι "Δε με στεφανώνεις", όπως λέει κι ένας του στίχος, ή "Δε με στεφανώνεσαι". Στα ρεμπέτικα forums αναφέρεται συχνά και σαν "Μια γυναίκα πες πως πέρασε". Γράφτηκε λοιπόν σε 45άρι, το οποίο στην άλλη του πλευρά είχε το πρώτο τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα, το "Σεργιάνι" ή κατά το γνωστότερο "Μάγκας βγήκε για σεργιάνι".

Αυτό εμφανίζεται φυσικά συνδημιουργία Μπάμπη Μπακάλη και Τσιτσάνη, αν και διασώθηκε μόνο κατόπιν της επιμονής του Τσιτσάνη το 1946, να το φωνογραφήσει πριν το κόψει η λογοκρισία.

Ένα άρθρο του Πάνου Γεραμάνη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Δεκέμβριο του 1999.

«Σε μια κουβέντα που είχαμε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, στο καμαρίνι του στο “Χάραμα” της Καισαριανής, την παραμονή των Φώτων του 1983, μιλώντας για τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” μου είπε»:

“Όταν προβάρισα αυτό το τραγούδι στη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 1948, και το άκουσε ο κουμπάρος μου, ο Νίκος Μουσχουντής, (ο χωροφύλακας παντοτινός φίλος του) μου είπε: Βασίλη, αυτό το τραγούδι θα το τραγουδήσουν ακόμα και παπάδες και δεσποτάδες. Θα μείνει αιώνιο. Η μουσική που έκανα για τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" ξεκινάει μέσα από τον δικό μου κόσμο. Ό, τι αισθάνομαι το συνθέτω, το παίζω και το τραγουδώ. Και τα λόγια του τραγουδιού δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε οι διάφοροι”.

Δε θα σας κουράσω με τα πολλά λεγόμενα για την πατρότητα του τραγουδιού, τελικά υπήρξαν τα ντοκουμέντα εκείνα που αποδεικνύουν ότι η “Συννεφιασμένη Κυριακή” ήταν αποτέλεσμα μιας εικόνας ενός σκοτωμένου παλικαριού από τους Γερμανούς έξω από το σπίτι του Τσιτσάνη. Αίμα και χιόνι μαζί...».

Στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή,«ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, η ζωή μου, το έργο μου», λέει περαιτέρω ο συνθέτης μας πως αρχικά το τραγούδι ονομάστηκε «Ματωμένη Κυριακή», ενώ το ηχογράφησε καθυστερημένα το 1948, αφού του έλειπε μια λέξη για να το ολοκληρώσει, χωρίς να αναφέρει ποια ήταν αυτή. Και ακόμα πως το τραγούδι περικλείει όχι μόνο το περιστατικό αυτό καθαυτό του σκοτωμένου νέου στο χιόνι, αλλά όλα τα βάσανα της Κατοχής για ένα πονεμένο λαό…

Λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή ο Τσιτσάνης, βρίσκεται σε μια θρυλική συναυλία προς τιμήν του στον Κόκκινο Βράχο, είναι Αύγουστος του 1983. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον προσφωνεί (εκ νέου) "Θεόφιλο" του πολιτισμού και ανάγει τον λαό τιμητή ενός Μεγάλου, όσο είναι ακόμα ζωντανός...

Και ο Τσιτσάνης με ένα πολύ πολύ απλό τρόπο, καλεί τον Θεοδωράκη να τραγουδήσουν μαζί. Το τραγούδι και το αποτέλεσμα συγκλονιστικό, σχεδόν κατανυκτικό, σχεδόν απόκοσμο, λες και ετοιμαζόταν η ζωή να γράψει το δικό της άσμα ασμάτων.

Ήταν το τελευταίο ζωντανό τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά ο Τσιτσάνης συνέχισε να γράφει τραγούδια και πολλά μελοποιήθηκαν μετά το θάνατό του ακόμα.

Σαν το "Με παρέσυρε εκείνη" που θα βγει στη δισκογραφία, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, το 1985, σε δίσκο που λεγόταν «ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ-ΚΟΚΟΤΑΣ» και μάλλον κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο λαϊκορεμπέτικου, σχετικού με το "απαγορευμένο". Αυτό που έζησε από τους δασκάλους του, αυτό το τραγούδι που θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στον μεγάλο ρεμπέτη Ανέστο Δελλιά, που τον γνώρισε το 1937 και πράγματι "Τον παρέσυρε εκείνη", μια ιστορία θλιβερή για ένα νέο 29 ετών, τεράστιο ρεμπέτη.

Aπό τα τραγούδια που γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν σε γραμμόφωνο τo 1948, ήταν και το «Κάνε λιγάκι υπομονή» ή «Μην απελπίζεσαι». Ο Τσιτσάνης, θέλοντας να παραπλανήσει τη λογοκρισία έβαλε ερωτικά στοιχεία, αλλά ουσιαστικά εκφράζει την ελπίδα ότι πολύ σύντομα η Ελλάδα θα έβγαινε από το αδιέξοδο και θα απαλλασσόταν από τα δεινά που τόσο την ταλαιπώρησαν τη δεκαετία του '40. Ωστόσο, το 1951 το «Κάνε λιγάκι υπομονή» συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων ρεμπέτικων που εξέδωσε η Γενική Ασφάλεια Αθηνών και μάλιστα με τίτλο «Υπομονητικός»! Οι πληγές του Εμφυλίου αιμορραγούσαν ακόμη και Κύριος οίδε για ποιο λόγο απαγορεύτηκε το τραγούδι. Ίσως γιατί προσέβαλλε «τα χρηστά ήθη κι έθιμα» της πατρίδας μας, επειδή μιλούσε για έρωτα.

Υπήρχε, στ' αλήθεια, ωραιότερο κομπλιμέντο για την Ελλάδα από την ταινία «Mighty Aphrodite» του Γούντι Άλεν το 1995, στο σάουντρακ της οποίας συνυπήρχαν ο Count Basie και το Dave Brubeck Quartet με τον Βασίλη Τσιτσάνη; Κι αυτό, μία δεκαετία μετά το βραβείο που του είχε απονεμηθεί για το σύνολο του έργου του από τη Μουσική Ακαδημία Charles Gross του Παρισιού (1985), καθώς και πολλά χρόνια πριν από την ίδρυση της Πολιτιστικής Εταιρείας Μουσικής που έφερε το όνομά του. Γεγονότα, δηλαδή, που φανερώνουν πόσο οι άνθρωποι, από τον απλό λαό μέχρι τους πιο διανοουμενίστικους κύκλους, έχουν αποδώσει και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να αποδίδουν τον χαρακτηρισμό «εθνικό κεφάλαιο» και «κειμήλιο» στο έργο του Τρικαλινού δημιουργού.

Δε χρειάζεται να γράψουμε κάτι άλλο, κάπως έτσι νοσταλγικά και περήφανα θα κλείσουμε μια «εκπομπή ραδιοφώνου στο χαρτί» για τον Βασίλη Τσιτσάνη.

    Μοιραστείτε το άρθρο:

    Σχολιάστε

    ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης με 4 σύγχρονους εκφραστές της

    Επισήμως, το 1999 η 21η Μαρτίου θεσμοθετήθηκε ως Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης! Το «Μουσικόγραμμα»...

    Συνέχεια

    Η πολύπλευρη Ζωή Τηγανούρια

    Γράφει η Αρετή Κοκκίνου “Ένα πέπλο τέχνης, υφασμένο με επιτεύγματα,...

    Συνέχεια

    Ο Ηλίας Κατσούλης της καρδιάς μας!

    Γράφει η Μίνα Μαύρου «Αυτούς που χάθηκαν τους βλέπω πιο...

    Συνέχεια

    Για τη Νina Simone

    Γράφει ο Μάρκος Δαμασιώτης Όλα γύρω από τη Nina Simone...

    Συνέχεια

    Ελίζα Μαρέλλι: Το φαινόμενο «Ρεζεντά»

    Συνέχεια

    Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης»

    Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης η Δευτέρα 21 Μαρτίου και αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με τον ποιητή της «Ρωμιοσύνης» , Γιάννη...

    Συνέχεια

    Ο στιχουργός και μουσικοσυνθέτης Βαγγέλης Σίμος

    Γράφει η Μίνα Μαύρου O μουσικοσυνθέτης και στιχουργός Βαγγέλης Σίμος γεννήθηκε στην Αμοργό...

    Συνέχεια